Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης:
Bandura Albert (1925- )


Είναι αναμφίβολα δύσκολο να περιγράψει κανείς την τεράστια επίδραση που είχαν οι αρχές της μαθήσεως στην ψυχολογία, την εγκληματολογία και τις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα.
Οι έννοιες της κλασικής και της ενεργητικής μαθήσεως παρέχουν δυνατά εργαλεία για να εξηγήσει κανείς πως αποκτάται ένα μοτίβο συμπεριφοράς, πως διατηρείται και πως τροποποιείται μέσα στην προσωπική πορεία του καθενός.
Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο οι θεωρητικοί της προσωπικότητας άρχισαν να στρέφονται προς την ιδέα ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά κυβερνάται από περίπλοκες διαδράσεις εσωτερικών γεγονότων λ.χ. πεποιθήσεις, προσδοκίες και προσωπικές αντιλήψεις με τις περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το ρεύμα αυτό που ξεπήδησε από την κατεύθυνση του συμπεριφορισμού ονομάζεται κοινωνική γνωσιολογική κατεύθυνση ή κοινωνική μάθηση (social learning) και εκφράζεται ιδίως στο έργο των Άλμπερτ Μπαντούρα και Τζούλιαν Ρότερ.
Την πατρότητα του εν λόγω ρεύματος διεκδικούν μάλιστα τόσο οι συμπεριφοριστές, όσο και οι γνωσιολόγοι, θεματική που εξετάζεται αμέσως παρακάτω. Οι παραδοχές του ρεύματος αυτού διαφέρουν αρκετά από εκείνες του Σκίνερ, όμως διατηρούν την αυστηρή πειραματική μεθοδολογία του. Ειδικά ως προς τη θεωρία του Μπαντούρα, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλμπέρτα του Καναδά το 1925, πολωνικής καταγωγής και δίδαξε ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ ξεκίνησε καθαρά ως μία θεωρία περί (κοινωνικής) μαθήσεως τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί ώστε να συμπεριλαμβάνει αρκετά αξιώματα της πιο σύγχρονης ψυχολογικής θεώρησης της προσωπικότητας, ήτοι της γνωσιολογικής. Δεν είναι τυχαίο ότι στα εγκυρότερα ψυχολογικά εγχειρίδια η θεωρία κατατάσσεται στη γνωσιολογική κατεύθυνση. Για λόγους ωστόσο συστηματικούς θα εξεταστεί εν προκειμένω στο κεφάλαιο της μαθήσεως, ένα στοιχείο που εξάλλου και ο ίδιος ο Μπαντούρα υπερτονίζει.

Κατά τον Μπαντούρα η ψυχολογική λειτουργία του κάθε ατόμου θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα ενός συνεχούς αλληλοεπηρεασμού μεταξύ των συμπεριφορικών, των γνωσιολογικών και των κοινωνικών παραγόντων. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η συμπεριφορά, όσο προσωπικοί και κοινωνικοί παράγοντες αλληλενεργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε το πράττειν να επηρεάζεται μεν από το περιβάλλον, αλλά και ότι και οι ίδιοι οι άνθρωποι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό τους περιβάλλον και στις εμπειρίες που τους τυχαίνουν. Η άποψη αυτή διαφέρει ριζικά από εκείνη του Σκίνερ, ο οποίος περιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε δύο μόνο παράγοντες, τα εξωτερικά και τα άτομα, τα οποία όμως είναι παθητικά και μηχανιστικά.
Σε αντίθεση με τον Σκίνερ που τονίζει μονοδιάστατα τη μάθηση μέσω της εμπειρίας, πρώτος ο Μπαντούρα ρίχνει φως στο ρόλο της παρατήρησης (observation) στη διαδικασία της μαθήσεως. Μάλιστα η πιο χαρακτηριστική θέση στο έργο του είναι η άποψή του ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της ανθρώπινης συμπεριφοράς μαθαίνεται μέσω της παρατήρησης των άλλων ή έχοντας ως παράδειγμα τους άλλους. Ο Μπαντούρα επίσης τονίζει τη σημασία των αυτοπροσκαλουμένων επιρροών ως αίτια όλης της ανθρώπινης ψυχικής λειτουργίας (λ.χ. κίνητρα, συναισθήματα και δράσεις). Η άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στη θεωρητική κατασκευή της αυτοπεποίθησης (self-efficacy), ήτοι της πίστης στην αξία του ατόμου, ότι το άτομο μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο πάνω στα κρίσιμα γεγονότα της ζωής του.
Κατά τον Μπαντούρα οι εσωτερικές ορμές του ατόμου λ.χ. ορμές και παρορμήσεις, δε δύνανται να εξηγήσουν όπως πρεσβεύουν οι ψυχαναλυτές τη μεγάλη ποικιλία συμπεριφορών που υιοθετεί ένα άτομο, συμπεριφορών που διαφέρουν ανάλογα με τις καταστάσεις, τα πρόσωπα και τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνει κανείς. Η δυσκολία μάλιστα εμπειρικής επαλήθευσης των ψυχαναλυτικών θεωριών, λόγω των αφηρημένων δυσχερώς εργαλειοποιήσιμων εννοιών τους θα πρέπει να οδηγεί τους ερευνητές ψυχολόγους στην πρόκριση θεωριών που να παρέχουν πλούσια και ασφαλή εμπειρικά δεδομένα. Η εν λόγω θεωρία απορρίπτει την άποψη ότι τα άτομα αποτελούν αυτόνομα όντα που κυβερνώνται από τις εσωτερικές τους ορμές αλλά και το ότι αποτελούν παθητικές μηχανές που ελέγχονται από
τις περιβαλλοντικές επιρροές.

Πηγαίνοντας παραπέρα ο Μπαντούρα εισάγει στην ψυχολογία την έννοια ενός αμοιβαίου ντετερμινισμού (reciprocal determinism), σύμφωνα με τον οποίο ναι μεν η συμπεριφορά διαμορφώνεται ως απάντηση στο περιβάλλον, αλλά και ότι και οι άνθρωποι είναι σε θέση να αυτοκαθοριστούν και να ασκήσουν επιρροή στο περιβάλλον τους. Ο Μπαντούρα κατάφερε να
δει πέρα από την ενισχυτική λειτουργία κάποιων ερεθισμάτων (reinforcement) και θεωρεί ότι τα άτομα μαθαίνουν παρακολουθώντας, διαβάζοντας ή ακούγοντας για τη συμπεριφορά άλλων ατόμων, την οποία στη συνέχεια οικειοποιούνται και εσωτερικεύουν. Ούτως τα άτομα, φυσικά πρωτίστως μέσω των πραγματικών τους εμπειριών, μαθαίνουν ότι ορισμένες μορφές συμπεριφοράς έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα θετικά ή αρνητικά.

Τα άτομα επιπρόσθετα μαθαίνουν να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους με βάση τις αναμενόμενες συνέπειες (anticipated consequences). Το άτομο διαθέτει την ικανότητα να φαντάζεται τις συνέπειες των πράξεών του και ούτως να είναι προετοιμασμένο σε περίπτωση που θα επέλθουν πραγματικά. Μέσω της ικανότητας να αναπαριστά συμβολικά πραγματικές επιπτώσεις, οι μελλοντικές ή υποθετικές επιπτώσεις μεταφράζονται σε πυξίδες συμπεριφοράς. Οι υψηλές ανθρώπινες νοητικές ικανότητες παρέχουν στο άτομο ενσυναίσθηση και προ-αίσθηση (πρόβλεψη του μέλλοντος). Στην καρδιά της θεωρίας κοινωνικής μαθήσεως βρίσκεται η απουσία εξωτερικής ενίσχυσης για την ανθρώπινη συμπεριφορά (absence of external reinforcement), αλλά μέσω της παρατήρησης ή της επίδρασης των παραδειγμάτων από τις καθημερινές εμπειρίες των άλλων.

Κατά τον Μπαντούρα το άτομο διακρίνεται για την ικανότητα αυτό- ρύθμισης που διαθέτουν, ήτοι ότι μπορούν τόσο να επηρεάζουν όσο και να επηρεάζονται από το περιβάλλον. Η μοναδική αυτή νοητική ικανότητα του ανθρώπου, η σκέψη, τον βοηθά να αναπαριστά συμβολικά εξωτερικά γεγονότα και ούτως του παρέχει τα μέσα να επηρεάζει το εξωτερικό περιβάλλον. Μέσω της γλωσσικής (verbal) και εικονικής (imaginal) αναπαράστασης το άτομο διατηρεί και βιώνει εμπειρίες ούτως ώστε αυτές να χρησιμεύουν πλέον ως οδηγοί για το μέλλον323. Η ικανότητα του ατόμου να προβλέπει τις επιπτώσεις διαφορετικών πράξεων είναι που ρυθμίζει τη συμπεριφορά του.

Η μάθηση θα ήταν ανεπαρκής και επώδυνη αν το άτομο έπρεπε κάθε φορά να μαθαίνει μονάχα από τις συνέπειες των ίδιων πράξεων, προκειμένου να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του. Με δεδομένο ότι το άτομο μπορεί να μάθει εξίσου σε προφορική, οπτική και ακουστική βάση δηλαδή πληροφορούμενο τι συνέβη στους άλλους ανθρώπους. Ούτως τα άτομα γλιτώνουν χρονοβόρες δοκιμές συμπεριφορών και λανθασμένες ενέργειες.

Οι βασικές λειτουργίες της μάθησης μέσω της κοινωνικής παρατήρησης (observational learning) συνίστανται στη διαδικασία προσοχής, στη διαδικασία συγκράτησης, τη διαδικασία μηχανικής ή πιστής αναπαραγωγής και στην εσωτερίκευση της συμπεριφοράς υπό παρατήρηση ή διαδικασία πρόθεσης. Κατά την πρώτη διαδικασία, στο άτομο στρέφει την προσοχή του στο υπόδειγμα και αντιλαμβάνεται τη συμπεριφορά του (attention). Η απλή παρατήρηση της συμπεριφοράς δεν αρκεί, αλλά απαιτείται να τραβήξει πραγματικά την προσοχή του ατόμου, ώστε να αντιληφθεί το βαθύτερο νόημά της. Στη συγκεκριμένη διαδικασία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι τρόποι συσχετισμού. Τα άτομα με τα οποία κανείς αλληλενεργεί συχνά προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό το είδος των συμπεριφορών που θα παρατηρηθούν και θα εσωτερικευτούν.

Κατά τη διαδικασία συγκράτησης (retention) σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ανάμνηση της συμπεριφοράς. Αν το άτομο δε σχηματίσει μία μακρόχρονη αναπαράσταση αυτού που έχει παρατηρήσει, είναι αδύνατο να επηρεαστεί από αυτό. Υπάρχουν μάλιστα δύο συστήματα νοητικής αναπαράστασης των συμπεριφορών των τρίτων, η εικονική (imaginal), κατά την οποία το άτομο αποθηκεύει στη μνήμη την εικόνα του ατόμου ή αντικειμένου που παρατηρήθηκε και μπορεί εφεξής να την ανακαλεί οποτεδήποτε ακόμη και όταν το ερέθισμα δεν είναι πραγματικά παρόν και κατά δεύτερον τη γλωσσική (verbal) αποθήκευση. Κατά τη διαδικασία αυτή το άτομο μέσω του γλωσσικού κώδικα αποθηκεύει πληροφορίες σε εύκολα
προσβάσιμη μορφή.

Κατά την τρίτη διαδικασία της μηχανικής αναπαραγωγής (motor reproduction) της υπό παρατήρηση συμπεριφοράς το άτομο πλέον μεταμορφώνει τη συμβολική κωδικοποιημένη πληροφορία και ανάμνηση σε ενέργεια. Βέβαια το ότι το άτομο έχει αποθηκεύσει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά δε σημαίνει ότι είναι σε θέση εφεξής να την αναπαράγει επιτυχώς, ιδίως αν πρόκειται για συμπεριφορά που απαιτεί ιδιαίτερες σωματικές ή πνευματικές ικανότητες. Διά της επαναλήψεως ωστόσο η ικανότητα αναπαραγωγής μπορεί αναμφίβολα να βελτιωθεί. Η τελευταία διαδικασία αυτή της προθέσεως (motivational process, motivation, reinforcement) σε αντίθεση με τις προηγούμενες απαιτεί την παρουσία ενισχυτικών παραγόντων ως προς την επανάληψή της.
Αυτές οι ενισχυτικές μεταβλητές επηρεάζουν τη μάθηση μέσω της παρατήρησης κατά τούτο, ότι ακούν επιλεκτική λειτουργία ως προς το ποιες συμπεριφορές θα προσεχθούν και σε ποιο βαθμό το άτομο θα τις οικειοποιηθεί. Ειδικά ως προς το ρόλο της ενίσχυσης στη μάθηση ο Μπαντούρα θεωρεί ότι δεν είναι υποχρεωτικό αυτή να είναι παρούσα προκειμένου το άτομο να μάθει. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δρουν ενισχυτικά και ωθούν το άτομο να μάθει κάποιες συμπεριφορές όπως οι προσωπικοί και ακουστικοί ενισχυτικοί. Στην ακουστική ή υποθετική ενίσχυση (vicarious reinforcement) το άτομο επωφελείται από το να παρατηρεί τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των άλλων, όπως ακριβώς και από τις άμεσες προσωπικές τουεμπειρίες.
Η ακουστική ενίσχυση διακρίνεται περαιτέρω (positive vicarious reinforcement) σε θετική και σε αρνητική ή ακουστική τιμώρηση (vicarious punishment). Ενώ η ακουστική ενίσχυση αναφέρεται στις εξωτερικές συνέπειες τις οποίες το άτομο παρατηρεί, η προσωπική ενίσχυση είναι εκείνη κατά την οποία το άτομο θέτει πρότυπα συμπεριφοράς και δράσης που θέλει να επιτύχει και αναλόγως επιβραβεύει ή αποδοκιμάζει τον εαυτό του, αναλόγως με το επιτευχθέν αποτέλεσμα. Και εν προκειμένω διακρίνονται θετικές και αρνητικές συνέπειες.

Η παραπάνω διαδικασία ενοποιημένη αποτελεί την αυτό-ρύθμιση του ατόμου, καθώς αυτό μέσω της θέσης στόχων και μέσω της επιβράβευσης και της αυτό-τιμώρησης τελικώς επεκτείνει τις προσπάθειές του να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει. Και εδώ διακρίνει κανείς την αυτό-παρατήρηση (selfobservation), την αυτό-κρίση (self-judgment) και την αυτό-απάντηση (selfresponse).

Η πρώτη διαδικασία αναφέρεται στην αυτό-παρατήρηση, δηλαδή στους τρόπους με τους οποίους το άτομο θα κρίνει και θα αντιληφθεί τη συμπεριφορά του, π.χ. το έργο του καλλιτέχνη κρίνεται με αισθητικούς όρους, ενώ η κοινωνική συμπεριφορά με όρους σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων, ηθικής κ.λπ. Η δεύτερη διαδικασία αναφέρεται στην κρίση του ατόμου, εφόσον ληφθούν υπόψη οι παραπάνω τρόπο, για το πώς αξιολογείται η συμπεριφορά του, σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η έννοια της αξιολόγησης είναι πολύ σημαντική καθότι από αυτή εξαρτάται αν το άτομο θα καταβάλλει λίγη ή καθόλου προσπάθεια σε δραστηριότητες που έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για το ίδιο. Η τρίτη διαδικασία της αυτό-απάντησης αναφέρεται στη συμπεριφορά του ατόμου μετά την αποτυχία ή την επιτυχία ως προς την επίτευξη ενός αποτελέσματος. Λ.χ. σε περίπτωση αποτυχίας το άτομα αρχικά αισθάνεται εσωτερικό θυμό (transgression), ακολούθως εσωτερικό άγχος (distress), έπειτα ακολουθεί η αυτοτιμώρηση, έστω και με συμβολική μορφή, ώστε τελικά να επέλθει η ανακούφιση και η κάθαρση (relief).

Κατά τον Μπαντούρα πλέον σημαντική για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας είναι η έννοια της αυτοπεποίθησης ή πίστης στην προσωπική αξία (self-efficacy).334 Η άποψη που έχει το άτομο για τις ικανότητες του επηρεάζει ποικίλες πλευρές της ψυχικής του λειτουργίας, λ.χ. άτομα που διακρίνονται για την πίστη στον εαυτό τους καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν σε δύσκολα εγχειρήματα, σε σχέση με άτομα που αισθάνονται αμφιβολία ή ανεπάρκεια για τις ικανότητές τους. Η αυτοπεποίθηση μάλιστα αποκτάται μέσω των επιτυχιών, των ακουστικών ή υποθετικών εμπειριών, ήτοι με το να βλέπει κανείς τους άλλους να επιτυγχάνουν, αλλά και μέσω της γλωσσικής πειθούς από το ίδιο το άτομο ή από τρίτους· τέλος μέσω της συναισθηματικής εξύψωσης λ.χ.
έλλειψη άγχους, καλή διάθεση.

Από τη θεωρία του Μπαντούρα επηρεάστηκε ιδιαίτερα ο Άκερς (Akers), ο οποίος στο βιβλίο του «Παραβατική συμπεριφορά, μία κοινωνική μαθησιακή προσέγγιση» που δημοσίευσε το 1977, ουσιαστικά επεκτείνει την έννοια της κοινωνική μαθήσεως στον τομέα της εγκληματολογίας, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Μπαντούρα.

Ο Μπαντούρα έχει πραγματοποιήσει πολλές έρευνες και πειράματα προκειμένου να επαληθεύσει εμπειρικά τη θεωρία του. Είναι γνωστός μάλιστα στο ευρύ κοινό για το περίφημο πείραμά του με την κούκλα Μπόμπο (Bobo doll experiment)337.

Ο Μπαντούρα πίστευε ότι η επιθετική συμπεριφορά ενισχύεται από την αντίστοιχη συμπεριφορά της οικογένειας του ατόμου, που αποτελεί και το ισχυρότερο πρότυπό του, λ.χ. το αγόρι που βλέπει τον πατέρα του να χτυπά τη μητέρα του, έχει πολλές πιθανότητες να κάνει το ίδιο στους συμμαθητές του, στη μελλοντική του οικογένεια κ.λπ. Τα παιδιά υιοθετούν την ίδια τακτική συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους που υιοθετούν και οι γονείς τους και προκειμένου να διορθωθεί αυτό θα πρέπει το παιδί να υποβληθεί σε θεραπεία συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της παιδικής ακόμη ηλικίας.

Ο Μπαντούρα πίστευε ότι μία θεωρία για την επιθετική συμπεριφορά πρέπει να εξηγεί πρώτον πως αναπτύσσεται το συμπεριφορικό μοντέλο επιθετικότητας, τι οδηγεί τους ανθρώπους στην εκδήλωση επιθετικότητας, και τρίτον τι καθορίζει το αν τα άτομα θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την επιθετική συμπεριφορά σε μελλοντικές καταστάσεις. Στο πείραμα του ο Μπαντούρα προέβαλλε σε παιδιά μία σκηνή από ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια και έναν ενήλικο, οποίος χτυπούσε με ιδιαίτερη μανία μία πλαστική κούκλα με το όνομα Μπόμπο. Αργότερα τοποθέτησαν τα παιδιά σε ένα όμοιο δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια, τους απαγόρευσαν όμως να τα αγγίξουν. Η διαδικασία της συγκράτησης (retention) της επιθετικής συμπεριφοράς είχε μόλις λάβει χώρα. Τα παιδιά μάλιστα άρχισαν να συμπεριφέρονται ανήσυχα και να εξαγριώνονται. Έπειτα τα τοποθέτησαν σε ένα άλλο πανομοιότυπο δωμάτιο, όπου αυτή τη φορά τους επιτρεπόταν να παίξουν με τα παιχνίδια. Η
συμπεριφορά των παιδιών εισήλθε στο στάδιο των κινήτρων (motivation).

Ο Μπαντούρα και οι συνεργάτες του υπολόγισαν ότι το 88% των παιδιών που έλαβαν χώρα στο πείραμα μιμήθηκαν τη συμπεριφορά του ενήλικου – μοντέλου απέναντι στην πλαστική κούκλα και ότι οκτώ μήνες αργότερα το 40% των παιδιών εξακολουθούσε να υιοθετεί αυτή τη συμπεριφορά.
Πολλοί επιστήμονες κριτίκαραν το πείραμα του Μπαντούρα διατυπώνοντας τις αντιρρήσεις ότι παραβιάζει την ηθική δεοντολογία της μεθοδολογίας, χρησιμοποιώντας ως υποκείμενο μικρά παιδιά στα οποία μαθαίνει μία επιθετική συμπεριφορά, ότι εκβιάζει τα παιδιά να εκδηλώσουν επιθετικότητα, δηλαδή ότι αυτή δεν απορρέει αβίαστα ή αυθόρμητα, ότι τα παιδιά εξαγριώθηκαν διότι δεν τους επιτρεπόταν να παίξουν με τα παιχνίδια ή ότι το πείραμα είχε μακρόχρονες αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εγκληματολογία έχουν οι έρευνες του Μπαντούρα πάνω στην επιθετικότητα και ιδιαίτερα πάνω στη σχέση της παρακολούθησης βίαιων τηλεοπτικών προγραμμάτων και της ανάπτυξης επιθετικής και εγκληματικής συμπεριφοράς. Ξεκινώντας με μία ομάδα συνεργατών τη δεκαετία του 1960 – 1970 ο Μπαντούρα θέλησε να αποδείξει μέσω μίας σειράς ελεγχόμενων πειραμάτων τη σχέση μεταξύ της επιθετικότητας και της παρακολούθησης βίαιων προγραμμάτων στην τηλεόραση. Σε ένα από αυτά τα πειράματα σε μία ομάδα υποκειμένων προβαλλόταν μία βίαιη τηλεοπτική εκπομπή ή απλώς μία εκπομπή περιπέτειας, ενώ σε μία άλλη ομάδα ελέγχου μία μη βίαιη εκπομπή. Έπειτα έδιναν τη δυνατότητα στα άτομα να συμπεριφερθούν βίαια σε άλλα άτομα επίσης συμμετέχοντα στο πείραμα, με το να τους προκαλούν υποθετικά μέσω ενός λεβιέ ηλεκτροσόκ. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που είχαν παρακολουθήσει το βίαιο πρόγραμμα είχαν την τάση να συμπεριφέρονται πιο βίαια από ότι τα άτομα της ομάδας ελέγχου.

Τα ελεγχόμενα πειράματα του Μπαντούρα έδωσαν αφορμή για τη διεξαγωγή πολλών μακρόχρονων ερευνών πεδίου (π.χ. Έρον και συνεργάτες) ξεκινώντας την ίδια δεκαετία. Οι ερευνητές μελετώντας ένα δείγμα μαθητών της τρίτης δημοτικού μιας επαρχιακής αμερικάνικης πόλης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που στην ηλικία των 8 προτιμούν να παρακολουθούν βίαια τηλεοπτικά προγράμματα, ήταν από τα πιο επιθετικά στο σχολείο, δέκα χρόνια αργότερα στη ηλικία των 18 ετών τα ίδια άτομα εξακολουθούσαν να διακρίνονται για την επιθετική συμπεριφορά τους και είχαν τις τριπλάσιες πιθανότητες να εμπλακούν με το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης σε σχέση με άτομα που χαρακτηρίζονταν ως μη επιθετικά. Σε έρευνά τους πάνω στο ίδιο δείγμα ηλικίας πλέον 30 ετών η επιθετική και εγκληματική συμπεριφορά εξακολουθούσε να είναι σταθερή. Είναι εμφανές δηλαδή ότι η έκθεση στη βία χαλαρώνει τουλάχιστον τις αναστολές του ατόμου απέναντι στη χρήση της. Κατά άλλους δε απλώς απευαισθητοποιεί το άτομο απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά

Κατά άλλους δε απλώς απευαισθητοποιεί το άτομο απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά και επηρεάζει την κοινωνική και προσωπική του στάση απέναντί της, όμως δεν την προκαλεί άμεσα χωρίς τη συνεργασία άλλων έμφυτων στον άνθρωπο παραγόντων (λ.χ. υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης, νευρολογική ή ορμονική δομή που οδηγεί σε επιθετική προδιάθεση). Συνεπώς η τηλεόραση δεν προκαλεί άμεσα την επιθετική ή εγκληματική συμπεριφορά, αλλά τη διευκολύνει να εκδηλωθεί. Ο Μπαντούρα πάντως πεπεισμένος για την αιτιώδη σχέση βίας και τηλεόρασης συνιστούσε στους γονείς να παρακολουθούν ωμού με τα τέκνα τους τηλεόραση ώστε να τα επανευαισθητοποιούν απέναντι στο φαινόμενο της βίας.

Αρκετοί πάντως επιστήμονες προβάλλουν την άποψη ότι η προβολή βίαιων τηλεοπτικών προγραμμάτων ή ηλεκτρονικών παιχνιδιών (videogames) στην πραγματικότητα μειώνει την επιθετικότητα του ατόμου. Τα άτομα παρακολουθώντας τη βία στην τηλεόραση ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και ούτως απελευθερώνουν και εκτονώνουν όλες τις επιθετικές σκέψεις και συναισθήματα μέσω της ταυτίσεως, μειώνοντας την ένταση που κανονικά θα είχαν αν δε μεσολαβούσαν τα βίαια προγράμματα.
Βέβαια χωρίς τα βίαια προγράμματα δεν θα ελάμβανε χώρα και η έκθεση του ατόμου στη βία. Το φαινόμενο αυτό μάλιστα ονομάστηκε «κάθαρσις» δανειζόμενο τον αντίστοιχο όρο από την αρχαία τραγωδία.

Κατά άλλους η σύνδεση βίας και τηλεόρασης αποτελεί μια εύκολη λύση για τα μυστηρίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ότι να δεχθεί κανείς ότι η τηλεόραση διαπαιδαγωγεί αρνητικά τα άτομα, με τον ίδιο τρόπο τα διαπαιδαγωγεί θετικά, κάθε φορά που προβάλλει ανθρωπιστικά και αλτρουιστικά πρότυπα συμπεριφοράς.

Πηγή:
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΤΙΜΠΑ (Α.Μ. 427)
ΑΘΗΝΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα