ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


Η τηλεόραση αποτελεί το πιο ισχυρό από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθώς συνδυάζει δύο διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας με το κοινό του – τον λόγο και την εικόνα. Η τηλεόραση θα εξετασθεί ως μέρος των ΜΜΕ και ως τέτοιο θα ερευνήσουμε με ποιον τρόπο κατασκευάζει την πραγματικότητα και δημιουργεί στο κοινό συνείδηση γύρω από τα θέματα που προβάλλει.

Μεταπολεμικά, η χρήση του όρου «μέσα μαζικής ενημέρωσης» αντικαταστάθηκε από τον όρο «μαζικές επικοινωνίες». Η καινούργια αυτή ορολογία δεν στέκεται αποκλειστικά στην ικανότητα των μέσων να μεταδίδουν πληροφορίες ή να λειτουργούν ως κέντρα πολιτικού ελέγχου ή επιρροής. Αντίθετα προχωρά τονίζοντας την ιδιότητά τους ως θεσμοί μέσω των οποίων πραγματοποιείται η επικοινωνίαΑυτό που συμβαίνει σύμφωνα με τον Williams R. είναι ότι «μοναδικές εμπειρίες μετατρέπονται σε κοινές εμπειρίες».

Με την επικοινωνία τα άτομα διαντιδρούν μεταξύ τους. Υποστηρίζουν κοινούς στόχους, αντιλήψεις, δραστηριότητες ή ακόμα δίνουν την ίδια ερμηνεία σε κοινά θέματα, ενώ αναπτύσσουν και αντιθέσεις καθώς αποτελούν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα, εμπειρίες, τρόπους νοηματοδότησης των γεγονότων. Τα ΜΜΕ έχοντας ως βάση τους την επικοινωνία αποτελούν τους θεσμούς που ερμηνεύουν τα φαινόμενα και συνθέτουν τον κόσμο γύρω μας. Μας παρέχουν μια εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας την οποία εμείς λίγο πολύ υιοθετούμε ως τη δική μας εκδοχή για τα γεγονότα, τις κοινωνικές σχέσεις, τους κοινωνικούς κανόνες και αξίες που συνθέτουν το ευρύτερο περιβάλλον μας. «Πολύ λίγα απ’ αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε για τους κοινωνικούς κόσμους της πραγματικότητας τα ξέρουμε από πρώτο χέρι.

Τις περισσότερες εικόνες μέσα στο κεφάλι μας τις έχουμε αποκτήσει από τα μέσα στο βαθμό που συχνά δεν πιστεύουμε πραγματικά αυτό που βλέπουμε μπροστά μας αν δεν το διαβάσουμε στον τύπο ή το ακούσουμε στο ραδιόφωνο (...) το μέτρο της ευπιστίας μας, τα κριτήριά μας για την πραγματικότητα τείνουν να ορίζονται από τα μέσα κι όχι από τις δικές μας αποσπασματικές εμπειρίες». Όπως έγραφε ο Μills «μεταξύ συνείδησης και ύπαρξης βρίσκονται οι μαζικές επικοινωνίες, οι οποίες επηρεάζουν την όποια συνείδηση έχουν οι άνθρωποι για την ύπαρξη τους». Στις μέρες μας τα μέσα επικοινωνίας δημιουργούν το δικό τους πλαίσιο αξιολόγησης των γεγονότων καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μεταδώσουν τον τρόπο αυτό αξιολόγησης στο κοινό τους. Έτσι κατασκευάζουν την συνείδηση του κοινού για το πώς πρέπει να κατανοούν τα γεγονότα. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνουν να κατασκευάσουν την πραγματικότητα μέσα στην οποία τοποθετούν το κοινό που καλείται να τη βιώσει. Με τη χρήση συμβόλων γίνεται ευκολότερη η μετάδοση και υιοθέτηση μηνυμάτωναπό το κοινό, τα οποία μπορεί καταρχήν ακόμα και να μοιάζουν εξωπραγματικά (κάτι που συμβαίνει στις κινηματογραφικές ταινίες) στην ουσία όμως αφορούν τις καθημερινές εμπειρίες των ανθρώπων. Με τον τρόπο αυτό το κοινό θεωρεί αυτό που του προβάλλεται ως δεδομένο. Δηλαδή ότι έτσι πρέπει να συμβεί ή έτσι συμβαίνει γενικά.

Σύμφωνα με τον Williams R., «Ο χορός του σώματος, η κίνηση της φωνής, οι ήχοι των οργάνων αποτελούν, όπως και τα χρώματα, οι φόρμες, τα σχήματα, μέσα μετάδοσης της εμπειρίας μας με τρόπο τόσο δυνατό ώστε οι άλλοι να μπορούν κυριολεκτικά να τη βιώσουν». Πρόκειται για την έμμεση μετάδοση μηνυμάτων. Για μηνύματα τα οποία μεταδίδονται χωρίς να είναι άμεσα φανερά στα μάτια του κοινού. Υπάρχουν ‘υπό’ το προβαλλόμενο θέμα. Η ιδιότητά τους αυτή είναι που τους δίνει και την ιδιαίτερη δύναμή τους.

Ο Adorno υποστηρίζει ότι «το κρυμμένο μήνυμα μπορεί να είναι πιο σημαντικό απ’ ό,τι το φανερό, αφού το κρυμμένο μήνυμα θα διαφύγει τους συνειδητούς ελέγχους, δεν θα το διαπεράσουμε δεν θα το αποκρούσουμε όπως άλλες προσπάθειες να μας “πλασάρουν” κάτι, αλλά αντίθετα, είναι πιθανόν ότι θα διεισδύσει βαθιά στο μυαλό του θεατή». Η εμπειρία είναι ουσιαστικά ένα σύνολο συμβόλων. Με τη χρήση των συμβόλων, είτε αυτά είναι αντικείμενα είτε είναι γεγονότα, επιτυγχάνεται η ανθρώπινη επικοινωνία.

Λέξεις, πράξεις, αντικείμενα δημιουργούν την κοινωνική συνεργασία των ατόμων καθώς με τα σύμβολα αυτά τα άτομα κατασκευάζουν νοήματα και ερμηνεύουν την κοινωνική πραγματικότητα. Με τις αξίες, τους στόχους και τους κανόνες , ένα ακόμα σύστημα συμβόλων, δημιουργείται η κοινωνική συνύπαρξη. «Το άτομο ζει σε έναν πραγματικό και σε έναν συμβολικό κόσμο ταυτόχρονα». Σύμφωνα με τον McQuail, η συχνότητα εμφάνισης ενός συμβόλου αποτελεί σημαντική και ικανή ένδειξη του κυρίαρχου νοήματος του μηνύματος.

Συγκεκριμένες πρακτικές χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων εικόνων και στρατηγικών αναπαράστασης της πραγματικότητας. Για παράδειγμα σχετικά με την αναπαράσταση των αποκλινόντων από τα ΜΜΕ χαρακτηριστική είναι η υιοθέτηση αφηγηματικών και ρητορικών τεχνικών, οι οποίες αναπαράγονται στηβάση διχοτομικών διπολικών, στερεοτυπικών σχημάτων («εμείς»- περιθωριακοί, εχθροί). Βασική στρατηγική συμβολικού αποκλεισμού αποτελεί η δημιουργία μιας σειράς «ηθικών πανικών», όπου κοινωνικές ομάδες και συνθήκες αναπαρίστανται με στερεοτυπικό τρόπο, οριζόμενες ως απειλή για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική σταθερότητα.

Σημαντική για την ανάδειξη της τηλεόρασης ως μέσο κατασκευής και μετάδοσης νοημάτων είναι η ανάπτυξη των σημειολογικών προσεγγίσεων. Αυτές κατέδειξαν ότι η τηλεόραση αποτελεί ένα περίπλοκο σύστημα νοηματοδότησης, διαμέσου του οποίου οι άνθρωποι αντλούν ένα μεγάλο μέρος των εμπειριών τους και ενημερώνονται για τα τεκταινόμενα του κόσμου. Μια άλλη σημαντική συμβολή των σημειολογικών προσεγγίσεων ήταν η επισήμανση ότι αυτό που παρουσιάζει η τηλεόραση ως πραγματικότητα αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργεί ως μέσο, ο οποίος καθορίζει και τις απεικονίσεις της.

Σύμφωνα με τη σημειολογική θεώρηση, « κάθε κοινωνική πρακτική διαμεσολαβείται από κάποια (ες) «γλώσσα(ες)», δηλαδή συστήματα σημείων που διέπονται από τους δικούς τους εσωτερικούς κανόνες και που αρθρώνονται σε «λόγους». Ο όρος «λόγος» αναφέρεται σε έναν (κοινωνικό) τρόπο επικοινωνίας: γραπτός λόγος, προφορικός λόγος, εικαστικός λόγος, μουσικός λόγος, κλπ. Το «σημείο» δεν είναι παρά ένα σύμβολο, ένας τρόπος καταγραφής κάποιου νοήματος, ένας οποιοσδήποτε ήχος/λέξη/εικόνα που λειτουργεί ως «σημαίνον» για κάτι «σημαινόμενο», δηλαδή για κάποιο αντικείμενο/γεγονός/ φαινόμενο από τον κόσμο της εμπειρίας για το οποίο επιθυμούμε να επικοινωνήσουμε — δηλαδή να του αποδώσουμε νόημα.

Το σημαίνον, του οποίου υπόσταση είναι πάντα υλική (ήχος, αντικείμενο, εικόνα) δεν είναι παρά μια μορφή, μια εικόνα, μια έκφραση, της οποίας η έννοια ή το περιεχόμενο αποκαλύπτεται από το σημαινόμενο. «Το σημαινόμενο δεν είναι, πράγμα, αλλά μια “ψυχική κατάσταση του πράγματος”…Το σημαινόμενο της λέξης βόδι δεν είναι το ζώο βόδι, αλλά η ψυχική του κατάσταση. Το σημαινόμενο είναι εκείνο το “κάτι τις” που εννοεί με το σημείο εκείνος που το χρησιμοποιεί». Τονόημα του κάθε σημείου καθορίζεται από τον τρόπο που είναι οργανωμένο όλο το σύστημα σημείων στο οποίο ανήκει — από τις σχέσεις του με τα άλλα σημεία του συστήματος (συνδυασμός ή/και αντιθέσεις σημείων). Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια ένας μεγάλος αριθμός διαφημίσεων τσιγάρων συνδυάζει το κάπνισμα με υγιεινή «φυσική» ζωή: άτομα γεμάτα νιάτα και υγεία απολαμβάνουν το τσιγάρο τους ενώ κάνουν κάποιο σπορ ή περιπλανιούνται σε παρθένα δάση, βουνά, κλπ. Επομένως, λόγω της εσωτερικής οργάνωσης του διαφημιστικού λόγου το σημείο «τσιγάρο» (ως λέξη ή εικόνα) λειτουργεί ως σημαίνον για το αντικείμενο «τσιγάρο» στο οποίο αποδίδει το περιεχόμενο ή την έννοια «υγιεινή» ή «φυσική» ζωή (σημαινόμενο).

Αυτή η ιδιαίτερη οργάνωση/διάταξη των σημείων που χαρακτηρίζει κάθε τρόπο επικοινωνίας — η εσωτερική δομή κάθε λόγου — αποτελεί την ειδική γλώσσα του κάθε λόγου. Η γλώσσα καθορίζει όχι μόνο τη σημασία του κάθε σημείου αλλά, κατά προέκταση, το νόημα των αντικειμένων, φαινομένων της κοινωνικής πραγματικότητας, τα οποία από μόνα τους δεν έχουν ένα μοναδικό, «φυσικό», αναγκαίο και απόλυτα σαφές σε όλους νόημα. Από μόνα τους δεν μας «μιλούν», χρειάζεται να διαμεσολαβήσουν ορισμένες διεργασίες οι οποίες θα τους προσδώσουν νόημα, θα κάνουν κατανοητό τον κόσμο που μας περιβάλλει. Με άλλα λόγια, «το νόημα είναι μια κοινωνική παραγωγή, μια πρακτική... Η γλώσσα και ο συμβολισμός είναι τα μέσα για την παραγωγή “νοήματος”». Ακριβώς επειδή το νόημα «παράγεται», διαφορετικά νοήματα μπορεί να αποδοθούν στα ίδια αντικείμενα/γεγονότα, ανάλογα με τη γλώσσα που τα διαμεσολαβεί. ΙΙ.χ. η γλώσσα του διαφημιστικού λόγου αποδίδει στο τσιγάρο το νόημα «υγιεινή ζωή», ενώ η γλώσσα του ιατρικού λόγου αποδίδει ακριβώς το αντίθετο νόημα. Είναι λοιπόν προφανές ότι σύμφωνα με τη σημειολογική προσέγγιση η γλώσσα, αν και αναμφίβολα κοινωνικό προϊόν, δεν λειτουργεί ως απλή, άμεση, παθητική αντανάκλαση της πραγματικότητας που τη γέννησε. Η γλώσσα παίζει έναν πολύ ενεργητικό ρόλο, και απολαμβάνει μιας σχετικής, αλλά πολύ σημαντικής, αυτονομίας: Δεν καθρεφτίζει την πραγματικότητα, τη «χτίζει», τη δημιουργεί, την αναπλάθει. Πώς; Με το να προσδίνει νόημα στα συστατικά της στοιχεία (αντικείμενα, γεγονότα, κοινωνικές σχέσεις, κλπ.). Η σημειολογία αντιλαμβάνεται τα ΜΜΕ ωςμηχανισμούς παραγωγής μηνυμάτων, δηλαδή «σημείων διατεταγμένων σε πολύπλοκους λόγους: συμβολικών αγαθών».

Τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν όχι ένα, αλλά πολλά τέτοια συστήματα σημείων, δηλαδή πολλούς τρόπους επικοινωνίας ή λόγους : γραπτό, προφορικό, εικαστικό, μουσικό κλπ. καθώς και συνδυασμούς αυτών των λόγων (π.χ. ο κινηματογραφικός λόγος συνδυάζει όλους τους παραπάνω λόγους, η αφίσα το γραπτό και τον εικαστικό, κλπ.). Η γλώσσα ή εσωτερική δομή του κάθε λόγου είναι αποτέλεσμα ορισμένων κανόνων και καθιερωμένων πρακτικών που καθοδηγούν το μεταδότη στη διαμόρφωση και διατύπωση ενός μηνύματος, καθορίζοντας βασικά τι συνδυασμούς ή αντιθέσεις σημείων θα χρησιμοποιήσει. Αυτοί οι κανόνες και οι καθιερωμένες πρακτικές ονομάζονται «κώδικες» και αποτελούν το κατεξοχήν αντικείμενο μελέτης της σημειολογικής ανάλυσης περιεχομένου των μηνυμάτων των ΜΜΕ. «Το κάθε μέσο κωδικοποιεί την πραγματικότητα διαφορετικά, το κάθε μέσο κάνει τις δικές του δηλώσεις με το δικό του τρόπο... Το κάθε μέσο έχει λοιπόν μοναδικούς τρόπους να κωδικοποιεί το περιεχόμενο της επικοινωνίας και να δομεί την πραγματικότητα»26». Στον τηλεοπτικό λόγο, βρίσκουμε πολλά σημεία – πολλούς κώδικες επικοινωνίας που δεν συναντούμε στα άλλα μέσα. Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν οι Stephenson και Debrix, ο φωτισμός χρησιμοποιεί τους δικούς του κώδικες μέσα από τους οποίους μπορεί να δώσει διαφορετικά νοήματα στην εικόνα. Έτσι ο φωτισμός από πάνω προσδίδει σοβαρότητα στο υποκείμενο, ενώ ο φωτισμός από κάτω δηλώνει αίσθημα ανησυχίας.

Όλα τα παραπάνω δημιουργούν την αίσθηση ότι το κοινό των μέσων είναι άμοιρο επιλογών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε αυτά. Σύμφωνα με τον Silvey το κοινό έχει την δύναμη να ασκεί έλεγχο στην διαδικασία επικοινωνίας ή τουλάχιστον να αντιδρά στα μηνύματα των μέσων…«Ας αναρωτηθούμε λοιπόν τι κάνουμε με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση εμείς, το κοινό. Αντιμέτωποι με την ατέλειωτη ροή της, το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να επιλέγουμε απ’ αυτήν. Μπορούμε να ανοίξουμε ή να κλείσουμε το κουμπί. Ακόμα περισσότερο μπορούμε να μεταβάλλουμε το πόση προσοχή δίνουμε στην εκπομπή.Κι έχουμε ακόμα ένα δικαίωμα επιλογής, αν κι αυτό το ασκούμε ασυνείδητα : μπορούμε και αντιλαμβανόμαστε επιλεκτικά, απλούστατα με το να μην αντιλαμβανόμαστε αυτό που για οποιοδήποτε λόγο δε θέλουμε να αντιληφθούμε. Επίσης, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε έστω και στο ελάχιστο, μπορούμε να παραποιήσουμε αυτό που μεταδίδουν οι αισθήσεις μας έτσι ώστε αυτό που φτάνει στη συνείδησή μας να είναι αυτό που θέλουμε να ακούσουμε».

Με τη συνεχή παραγωγή κατασκευών της πραγματικότητας, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας υπονομεύουν την αντίληψη περί ελευθερίας που συνεχίζει να κυριαρχεί. Η ελευθερία εκλαμβάνεται ακόμη όπως στο φυσικό δίκαιο ως απουσία καταναγκασμών. Τόσο οι φιλελεύθερες όσο και οι σοσιαλιστικές ιδεολογίες έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την έννοια της ελευθερίας και φιλονικούσαν μόνο για τις πηγές του καταναγκασμού – αν ήταν το κράτος δικαίου ή καπιταλιστική κοινωνία. Η κοινωνική «αθωότητα» των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ο αβλαβής τους χαρακτήρας βασίζεται στο ότι δεν ασκούν καταναγκασμό σε κανέναν. Αυτό ισχύει για όλους τους προγραμματικούς τους τομείς και κυρίως για τη διαφήμιση. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η ελευθερία βασίζεται στις γνωστικές συνθήκες της παρατήρησης και στην περιγραφή εναλλακτικών λύσεων με ένα μέλλον ανοικτό, αποκρίσιμο, αλλά ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο και άγνωστο. Εάν κανείς εξακολουθεί ακόμη να ορίζει την ελευθερία ως απουσία καταναγκασμού, η λειτουργία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, καταστατική της ελευθερίας, παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση, τουλάχιστον δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Μπορεί κανείς να κάνει μόνο την υπόθεση ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας οδηγούν στην υπερεκτίμηση της ελευθερίας άλλων, ενώ ο καθένας μεμονωμένα έχει πλήρη συνείδηση των γνωστικών ορίων του δικού του πλαισίου άσκησης της ελευθερίας. Και αυτή η ανισορροπία στην κατηγόρηση της ελευθερίας σε μια κοινωνία, η οποία έχει διευρύνει εξαιρετικά τα περιθώρια των αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα και έχει δημιουργήσει ανάλογες αβεβαιότητες, μπορεί να έχει πολύ πιο σοβαρές συνέπειες από το ερώτημα ποιος θα αναγκασθεί κάτω από αυτές τις συνθήκες να προβεί σε μια ορισμένη πράξη ή παράλειψη.

Τα ΜΜΕ μπορούν και διαμορφώνουν τις προτιμήσεις και το γούστο του κοινού τους έτσι ώστε το κοινό να θέλει αυτό που του προσφέρουν… Άλλωστε «στην εποχήμας το μεγάλο ‘αμάρτημα’ ή ‘σφάλμα’ είναι το να πάει κανείς κόντρα στο ρεύμα, να προβάλει ουσιαστική αντίσταση στις προσταγές του κοινωνικού συνόλου, να μη κινείται στα πλαίσια της ‘κοινωνικής συναίνεσης’. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η σύγχρονη κοινωνία δεν «καταδικάζει» ούτε «τιμωρεί» το δράστη· απλώς τον περιθωριοποιεί τον εξοστρακίζει. Κι αυτός δεν πάσχει τόσο από τύψεις ενοχές, αλλά από το νέο σύγχρονο εφιάλτη του ψυχικού μας κόσμου: άγχος και την ανασφάλεια».
Έτσι λοιπόν το κοινό προτιμά να μην πάει κόντρα στο ρεύμα και να παθητικοποιηθεί. Ο Γκαίτε έβρισκε ανησυχητική την παθητικότητα του κοινού. Το κοινό απαιτεί να διασκεδάσει, δεν ενδιαφέρεται για τα «μηνύματα» της τέχνης, έγραφε. «…ζητούν αυτό που μπορούν άμεσα να απολαύσουν. Θέλουν να δουν κάτι, να απορήσουν με κάτι να γελάσουν και να κλάψουν». Στο ίδιο μοτίβο ο Bogart υποστήριξε ότι «τα ΜΜΕ προσφέρουν μια νέου τύπου κοινωνική εμπειρία κατά την οποία εκατομμύρια μπορούν και γελούν με τα ίδια αστεία, αισθάνονται τις ίδιες συγκινήσεις και άγχη, και αντιδρούν στους ίδιους ήρωες. Η ύπαρξη και λειτουργία των ΜΜΕ είναι δυνατή μόνο εκεί που μαζικά παραγόμενα σύμβολα μπορούν και έχουν νόημα».

Η μάζα αντιπροσωπεύει μια συνάντηση ενός μεγάλου αριθμού ατόμων με μια προσπάθεια ελέγχου των συναισθημάτων, των ιδεών και των συμπεριφορών τους. Στην κλασική του χρήση ο όρος «μάζα» υπονοεί ότι το κοινό που έχει δημιουργηθεί από τα μέσα είναι κοινωνικά αδιαφοροποίητο, δηλαδή χωρίς ουσιαστικές διακρίσεις όσον αφορά την τάξη, το φύλο και τη φυλή. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας είναι μαζικά, γιατί απευθύνονται σε μάζες ανθρώπων οι οποίες δεν βρίσκονται σε φυσική επαφή με την πηγή επικοινωνίας. Αντίθετα, συχνά τους χωρίζει μια σημαντική γεωγραφική απόσταση.

Αυτού του είδους η επικοινωνία προϋποθέτει τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής και μετάδοσης ή διανομής «μηνυμάτων», δηλαδή πληροφοριών, ιδεών, εικόνων, γενικά «συμβολικών αγαθών».
Δεύτερον η επικοινωνία έχει μαζικό χαρακτήρα γιατί είναι «δημόσια», ανοιχτή σε όλους. Τα ΜΜΕ αντιλαμβάνονται τοκοινό τους ως ομοιόμορφο και ομοιογενές.
Τρίτον, η επικοινωνία είναι κατά κύριο λόγο, μονής κατευθύνσεως από τον πομπό στον δέκτη. Επιπλέον οι δέκτες καταναλώνουν ο κάθε ένας τα προϊόντα των ΜΜΕ απομονωμένα και μοναχικά, χωρίς καμιά ουσιαστική επικοινωνία ή συναλλαγή μεταξύ τους.
Οι σύγχρονες επικοινωνίες συμβάλουν στη λειτουργία του κοινού σαν μια μάζα παθητικοποιημένων και απομονωμένων ατόμων. Τέλος η μαζικότητα των σύγχρονων ΜΜΕ αναφέρεται στις σημαντικότατες ποσότητες χρόνου που αφιερώνει «το μέσο άτομο» σε αυτά.

Τα μέσα εισβάλουν σε όλους τους τομείς και πτυχές της καθημερινής ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, (δημόσιες – ιδιωτικές δραστηριότητές ) ώστε η συμπεριφορά του να διαμορφωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα που προβάλλονται στα μηνύματα των μέσων. Σε όλους τους τομείς της ζωής τα μέσα επικοινωνίας προτρέπουν και ωθούν τα μέλη της κοινωνίας να υιοθετήσουν έναν ομοιόμορφο, ενιαίο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, ο οποίος επιπλέον, διαμορφώνεται και προβάλλεται «εκ των άνω», χωρίς καμία ουσιαστική συμμετοχή των «μέσων ανθρώπων» στη διαμόρφωσή του.

Με άλλα λόγια, τα ΜΜΕ, επιχειρούν να μετατρέψουν το σύγχρονο άνθρωπο σε άβουλο, παθητικό μόριο μιας ομοιόμορφης ανθρώπινης μάζας.
Όπως παρατηρεί ο Gerbner « ποτέ πριν τόσα πολλά άτομα σε τόσα πολλά μέρη δεν συμμερίζονταν τόσο πολύ ένα κοινό σύστημα μηνυμάτων και εικόνων και δεν είχαν τόσο ενσωματώσει τις παραδοχές (αυτών των μηνυμάτων και εικόνων) για τη ζωή, την κοινωνία και τον κόσμο ενώ παράλληλα είχαν τόσο λίγο να κάνουν με την παραγωγή τους».

Η δημιουργία αυτής της «κοινωνίας της μάζας» και συνακόλουθα, των μαζικών επικοινωνιών είναι αποτέλεσμα της εξελικτικής πορείας του καπιταλισμού μέσα στο χρόνο, δηλαδή της μετάβασης από το στάδιο του φιλελεύθερου βιομηχανικού καπιταλισμού του περασμένου αιώνα στο μονοπωλιακό και κρατικομονοπωλιακό στάδιο που χαρακτηρίζει την εποχή μας.

Συγκεκριμένα, αφενός η χειραγώγηση των ανθρώπινων αναγκών από τους σύγχρονους φορείς του κεφαλαίου στον οικονομικό τομέα της κοινωνικής ζωής και αφετέρου οι ταξικές αναδιαρθρώσεις καιμετασχηματισμοί που παρατηρούνται στον αιώνα μας στις κοινωνίες της καπιταλιστικής μητρόπολης, προσέφεραν γόνιμο έδαφος για να ριζώσει και να αναπτυχθεί η ομοιομορφοποίηση όλων των μελών της κοινωνίας σε ότι αφορά τόσο την εξωτερική τους συμπεριφορά όσο και τον υποκειμενικό τους κόσμο. Οπωσδήποτε, οι ταξικές και άλλες κοινωνικές, διαφοροποιήσεις δεν εξαφανίζονται ολότελα, αλλά η τάση είναι προς μια ολοένα και μεγαλύτερη σύγκλιση αξιών, στόχων, πεποιθήσεων, τρόπων συμπεριφοράς.

Στην κοινωνία της μάζας το άτομο, αλλοτριωμένο από τον ίδιο τον εαυτό του, στρέφεται στην απρόσωπη μάζα για οδηγίες ως προς το πώς πρέπει να αισθάνεται για τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, η κοινωνία της μάζας είναι η πλήρης παθητικοποίηση των μελών της. Ο άνθρωπος παύει να βιώνει τον εαυτό του ως ενεργητικό φορέα των ικανοτήτων και δυνάμεών του.

Η μαζικότητα της παραγωγής καθιστά την ποσότητα πιο σημαντική από την ποιότητα, και, συνακόλουθα, την επανάληψη και τη στερεοτυπία αναπόφευκτη, ενώ την πρωτοτυπία και την καινοτομία όλο και πιο σπάνια. Αν πάρουμε την τηλεόραση ως τυπικό παράδειγμα, η οποία έχει να καλύψει ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ωρών, απλά και μόνο δεν υπάρχουν αρκετά καινούργια, φρέσκα και υψηλής ποιότητας ταλέντα για να γεμίσουν με νέα και πρωτότυπα προγράμματα αυτές τις ώρες.

Κατά τους Schramm,Lyle,Parker «η εμπορική τηλεόραση είναι ένα μέσο το οποίο... λόγω της κοινωνικής του οργάνωσης είναι καταδικασμένο να είναι μονότονο, κατά κανόνα ρηχό και στερεοτυπημένο…». Η μεγιστοποίηση του κέρδους απαγορεύει τα ρίσκα, δηλαδή τους πολλούς πειραματισμούς και αλλαγές στη μορφή και περιεχόμενο των προγραμμάτων, εκπομπών, εντύπων, κλπ., ενώ αντίθετα επιβάλλει την παραγωγή δοκιμασμένων και ασφαλών προϊόντων. «…Αντί να επιχειρεί κάτι το καινούργιο, η εμπορική τηλεόραση τείνει να παράγει κι άλλο απ’ ό,τι έχει ήδη αποδειχθεί επιτυχημένο» .
Πρόκειται για το φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας. Η μαζική κουλτούρα διαφοροποιείται ριζικά και από τη λεγόμενη «υψηλή κουλτούρα», την άλλη βασική μορφή κουλτούρας που ιστορικά γνώριζε η ανθρωπότητα μέχρι περίπου τονπερασμένο αιώνα. Μετά τις κρίσεις που χαρακτήρισαν τον καπιταλισμό από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, ενισχύθηκε η τάση της διατήρησης της κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Οι πρωταγωνιστές της τωρινής μοιρασιάς της εξουσίας και της ιδιοκτησίας εκμεταλλεύτηκαν τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και επινόησαν αυτό που λέγεται μαζική κουλτούρα, για να μπορούν να ασκούν έλεγχο στη συνείδηση των ανθρώπων.

Ένα από τα σπουδαιότερα γνωρίσματα της μαζικής κουλτούρας είναι η τυποποίηση (η ατέρμονη επανάληψη των ίδιων θεμάτων, μοτίβων και τεχνικών ή αναπαλαίωση παλιότερων θεμάτων και έργων, η αναίσχυντη εκμετάλλευση στοιχείων της λαϊκής κουλτούρας). Η τυποποίηση συμβαδίζει με την ψευδοεξατομίκευση, υπερτονισμό ορισμένων λεπτομερειών που αποβλέπουν στο διαχωρισμό των προϊόντων της μαζικής κουλτούρας. Η ψευδοεξατομίκευση επιτυγχάνεται με την υπερβολική χρήση κάθε είδους εφέ (μουσικών, οπτικών, σκηνοθετικών κλπ.) που εξαρτώνται με τη σειρά τους από μια προηγμένη τεχνολογία.

Η μαζική κουλτούρα προβάλλει την εικόνα ενός καλύτερου κόσμου, όπου ο άνθρωπος θα συμβίωνε αρμονικά με τους ομοίους του και με τη φύση. Δεν στοχεύει στην κατάδειξη των κοινωνικών αντιφάσεων ούτε επικαλείται ιδανικά που θα μπορούσαν δυνάμει να γίνουν πραγματικότητα. Αντίθετα ταυτίζεται απόλυτα με το υπάρχον, αναπαράγει και ενισχύει τις κυρίαρχες ερμηνείες της πραγματικότητας και κολακεύει το ευνουχισμένο άτομο, εκμεταλλευόμενη όλες τις αδυναμίες του εγώ του.

Η οχληρότητα της καθημερινής ζωής, τα προβλήματα επιβίωσης, συμμετοχής στα κοινά και αυτογνωσίας, η αγωνία για το μέλλον, η αίσθηση της αποξένωσης που έχει το σύγχρονο άτομο από κάθε τομέα της ιδιωτικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, έκαναν τον ελεύθερο χρόνο πραγματικό άσυλο. Αλλά αυτό ακριβώς το καταφύγιο καταλήφθηκε από τη μαζική κουλτούρα, που πέτυχε τον εφησυχασμό, την εξουδετέρωση της οργής και της απελπισίας, την αδρανοποίηση της σκέψης και την αναπαραγωγή των παραδεδομένων αξιών και αναγκών.

«Τα ΜΜΕ και η βιομηχανία της κουλτούρας κατασκευάζουν και προσδιορίζουν τις συνειδήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων και τις χειραγωγούν κατά τρόπο ώστε να εξαφανίζεται κάθε αντίσταση και να κυριαρχεί η παθητικότητα.»

Στο κλείσιμο του πρώτου μέρους αυτού του κεφαλαίου, θα λέγαμε ότι η κατασκευή της πραγματικότητας όπως την κατανοούν- επιλέγουν τα ΜΜΕ επιτυγχάνεται με ποικίλες μεθόδους. Οι μέθοδοι αυτοί στηρίζονται στην ίδια την δύναμη των μέσων. Πρόκειται για τον συνδυασμό συμβολισμών, λόγου και επομένως την παραγωγή νοημάτων τα οποία το κοινό δέχεται μαζικά. Βιώνει με τον τρόπο αυτό κοινές εμπειρίες απέναντι στις οποίες του δίνεται η εντύπωση ότι έχει επιλογή.

Η δύναμη της μάζας είναι ισχυρή και το άτομο αρνείται να έρθει κόντρα με αυτή καθώς αυτό που του προβάλλεται (με τον τρόπο που του προβάλλεται) τον παθητικοποιεί. Η μαζική κουλτούρα δημιουργεί στο κοινό ίδια συναισθήματα από τα οποία το άτομο νιώθει να καλύπτεται. Έτσι απορροφά τα μηνύματα είτε είναι άμεσα είτε έμμεσα χωρίς να τα ελέγχει. Σε αυτό το σημείο η δημιουργία της συνείδησης αποτελεί τον εύκολο στόχο για επίτευξη.

πηγή από την διπλωματική εργασία της
ΚΟΥΡΟΥΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
« ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ.
ΕΙΔΙΚΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ »
http://library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/703/1/kourousi.pdf

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα