Αλκοόλ: «νόμιμη» ουσία εξάρτησης








Ο άνθρωπος έχει κάνει χρήση και κατάχρηση πολλών ουσιών με τοξικές ιδιότητες κατά τη διάρκεια της πολιτισμικής του πορείας. Σήμερα, διεξάγονται έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο, που έχουν ως αντικείμενο τον εντοπισμό της αιτιολογίας και τη θεραπευτική αντιμετώπιση ατόμων που κάνουν χρήση διαφόρων ουσιών. Επιστημονικοί κλάδοι, όπως η Επιδημιολογία, η Ιατρική Επιστήμη, η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία, προσεγγίζουν το παραπάνω κοινωνικό φαινόμενο από διάφορες κατευθύνσεις (Ποταμιάνος, 2005). Τα πορίσματα των ερευνών αξιοποιούνται από τους ειδικούς στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν κατάλληλα και αποτελεσματικά προληπτικά προγράμματα αγωγής υγείας.

Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν συχνά τους όρους «αλκοολικός» και «ναρκομανής», αναφερόμενοι στο άτομο που κάνει κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών αντίστοιχα. Το κοινό τους σημείο είναι ότι χρησιμοποιούν ουσίες, ικανές να οδηγήσουν σε σωματική και ψυχολογική εξάρτηση, οργανικές βλάβες ή ακόμη και το θάνατο σε ακραίες περιπτώσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό της εξάρτησης είναι η τακτική λήψη της ουσίας για την πρόκληση του επιθυμητού αποτελέσματος και την αποφυγή των συμπτωμάτων στέρησης (Ποταμιάνος, 2005).

Παρόλο που το αλκοόλ και τα ναρκωτικά θεωρούνται ουσίες εξάρτησης, ωστόσο παρουσιάζουν μια ουσιαστική διαφορά. Το μεν αλκοόλ αποτελεί «νόμιμη» ουσία εξάρτησης με την έννοια ότι η χρήση του δεν διώκεται ποινικά, όπως άλλωστε και το τσιγάρο και επομένως είναι κοινωνικά αποδεκτά. Αντίθετα, ουσίες, όπως η κάνναβη, η κοκαΐνη, η ηρωίνη κ.τ.λ. θεωρούνται «παράνομες» και η χρήση τους στις περισσότερες χώρες αποτελεί αξιόποινη πράξη. Επιπλέον, εντοπίζονται διαφορές ως προς τον τρόπο χορήγησής τους, τη φαρμακολογική τους σύσταση και τις επιπτώσεις πάνω στο άτομο (Ποταμιάνος, 2005).

Το στίγμα που συνοδεύει τις «παράνομες» ουσίες εξάρτησης δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για τις «νόμιμες». Είναι σχεδόν φυσιολογικό και αποδεκτό το να πίνει κάποιος μετρημένα και να καπνίζει. Τα όρια της κοινωνικής ανοχής ξεπερνιούνται στην περίπτωση που κάποιος πίνει ανεξέλεγκτα προκαλώντας προβλήματα στον οικογενειακό, κοινωνικό ή επαγγελματικό του περίγυρο (Ποταμιάνος, 2005).

Ιστορία και ιδιότητες του αλκοόλ

Η ιστορία της χρήσης οινοπνευματωδών ποτών ξεκινάει πιθανότατα με την απαρχή της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας και συγκεκριμένα όταν ανακαλύφθηκε τυχαία η δράση διαφόρων χυμών φρούτων που είχαν υποστεί ζύμωση (Μαρσέλος, 1997). Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ήδη από το 3200 π.Χ. ήταν διαδεδομένη η καλλιέργεια αμπελιού στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τον οίνο κυρίως σε θρησκευτικές τελετές, αλλά και σε ιατρικές πρακτικές, όπως μαρτυρούν πάπυροι και επιγραφές. Επίσης, στην Αίγυπτο γνώριζαν τη μπύρα, που αποτελούσε ουσιαστικά ένα λαϊκό ποτό για τον ευρύ κόσμο στις εορταστικές τελετές (Υφαντής, 1990).

Τα παραπάνω δεδομένα κατονομάζουν δύο ευρύτατα γνωστές ιδιότητες των οινοπνευματωδών ποτών, τη διασκέδαση και τη χρήση τους για την περιποίηση των τραυμάτων (Μαρσέλος, 1997). Ανά τους αιώνες, το αλκοόλ έχει χρησιμοποιηθεί ως ουσία με αναλγητικές ιδιότητες και ως αναισθητικό στη χειρουργική. Πέρα απ’ αυτά, το αλκοόλ θεωρείται τροφή, καύσιμη ύλη και φυσικά ουσία με ανασταλτικές ιδιότητες, που «διευκολύνει» τις κοινωνικές σχέσεις (Ποταμιάνος, 2005).
Η χρήση του οίνου ήταν πολύ διαδεδομένη στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Στα ομηρικά έπη αναφέρονται σαφέστατα οι ιατρικές εφαρμογές του κρασιού. Σε όλες τις ομηρικές συνεστιάσεις υπάρχει κρασί, που εκφράζει τη συντροφική εγκαρδιότητα, τη φιλική διάθεση, τη σπονδή στους θεούς. Όμως είναι γνωστό ότι η υπερβολική κατανάλωση μπορεί να οδηγήσει σε μέθη, γεγονός κατακριτέο καθώς μπορεί να καταργήσει το φραγμό ανάμεσα στο ευγενές και το φαύλο. Αυτή η άποψη εκφράζεται και από τον Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο μεθυσμένος είναι ανίκανος να διεκδικήσει κάποια ανώτερη μοίρα. Στις λαϊκές γιορτές που ήταν αφιερωμένες στο θεό Διόνυσο, η οινοποσία συνέβαλε στη μεταμόρφωση των ανθρώπων και στην εφήμερη ανατροπή της ιεραρχίας και τάξης (Υφαντής, 1990).

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν επίγνωση της φαρμακολογικής ιδιότητας του κρασιού, όχι όμως και του αποστάγματος οίνου. Γι’ αυτό, συνήθιζαν να αραιώνουν το κρασί, το οποίο υπολογίζεται ότι περιείχε περίπου 18% αιθυλική αλκοόλη. Ο οίνος εμπεριέχεται σε διάφορες εθιμοτυπικές και θρησκευτικές τελετουργίες, στοιχείο που διατηρήθηκε κατά το Μεσαίωνα με τη συμβολή της Εκκλησίας (Μαρσέλος, 1997). Η ανακάλυψη της απόσταξης από το χυμό του σταφυλιού αποδίδεται στον Πέρση γιατρό Rhazes (Ποταμιάνος, 2005) γύρω στο 1100 μ.Χ., ενώ η βελτίωση της τεχνικής οφείλεται στην άνθηση της Αλχημείας (Μαρσέλος, 1997).

Ο χυμός του σταφυλιού παρέμενε μέχρι το 17ο αιώνα η μοναδική πηγή της αιθυλικής αλκοόλης, έως ότου ο Sylvius, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Leyden, κατάφερε να αποστάξει καθαρό οινόπνευμα από χυλό δημητριακών και συγκεκριμένα από καρπούς κέθρου. Το νέο οινοπνευματώδες ποτό ονομάστηκε Gin από τη γαλλική ονομασία του φυτού genierve. Παράλληλα με τις πρώτες εξαγωγές του ολανδικού Gin σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αρχίζουν να εμφανίζονται οι επιπτώσεις από την κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών. Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα καταγράφονται οι πρώτες κλινικές παρατηρήσεις αναφορικά με τις επιπτώσεις της κατανάλωσης οινοπνεύματος στη διατροφή και την υγεία των ανθρώπων (Μαρσέλος, 1997).

Το 1751 θεσπίζεται στην Αγγλία ειδικός νόμος (Gin Act), που επέβαλε φορολογία στο καθαρό οινόπνευμα, απαγόρευσε την ελεύθερη χρησιμοποιήση των αποστακτήρων και την αποθήκευση οινοπνεύματος, περιορίζοντας τουλάχιστον την εμπορική του διακίνηση. Εκείνη την εποχή, δημιουργούνται ορισμένα στερεότυπα σχετικά με τα οινοπνευματώδη ποτά, που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστική είναι η σύνδεση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ με την ένδειξη ανδροπρέπειας (Μαρσέλος, 1997). Ο γιατρός Lettsom ανέλυσε για πρώτη φορά το 1792 την κατάχρηση οινοπνεύματος ως νόσο, ενώ το 1804 δόθηκε ένας πληρέστερος κατάλογος των δυσμενών επιπτώσεων του αλκοολισμού από τον Trotter (Υφάντης, 1990). Το 1819 ο Brühl-Cramer περιέγραψε την ιδεοληπτική κατανάλωση οινοπνεύματος, χαρακτηρίζοντάς τη ως «διψομανία» (Μαρσέλος, 1997).
Στο τέλος της δεκαετίας του 1840, ο σουηδός γιατρός Huss χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «αλκοολισμός» για την περιγραφή ατόμων που πίνουν σε υπερβολικό βαθμό (Ποταμιάνος, 2005). Η Ιατρική Επιστήμη χρησιμοποιεί κατά το 19ο αιώνα την αιθυλική αλκοόλη ως τονωτικό του νευρικού συστήματος, ενώ αρχίζουν να δίνονται λεπτομερείς μελέτες για τις τοξικές επιπτώσεις του οινοπνεύματος (Μαρσέλος, 1997). Εκτός από τις επιπτώσεις στην υγεία και την κοινωνία, το αλκοόλ θεωρείται πλέον μέρος των έντονων κοινωνικών αλλαγών και της ανάπτυξης μιας τεράστιας βιομηχανίας οινοπνευματωδών ποτών. Αρχίζει να δυεισδύει όλο και περισσότερο στο νέο πληθυσμό. Το 1919 νομοθετείται η Ποτοαπαγόρευση στην Αμερική, η οποία ανακαλείται το 1935. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρατηρείται αύξηση της χρήσης αλκοόλ εξαιτίας της αμφισβήτησης των υπαρχουσών αξιών και συνθηκών, αλλά και της τάσης των σπουδαστών να πίνουν σύμφωνα με τα προστάγματα της μόδας. Το 1935 δημιουργούνται οι «Ανώνυμοι Αλκοολικοί» οριοθετώντας την έναρξη της κίνησης για τη θεραπεία του αλκοολισμού (Υφαντής, 1990).

Τι είναι το αλκοόλ

Ο όρος αλκοόλ προέρχεται από την αραβική λέξη «Al Kohl» (Ποταμιάνος, 2005). Η αιθυλική αλκοόλη ή αιθανόλη, δηλαδή το αλκοόλ που περιέχεται στα οινοπνευματώδη ποτά, είναι προϊόν αλκοολικής ζύμωσης της γλυκόζης. Αυτή η διαδικασία γίνεται συνήθως με την παρουσία σακχαρομυκητών, ενώ υπόστρωμα για τη ζύμωση αποτελούν κάποια φυσικά προϊόντα, όπως τα σταφύλια, το άμυλο των δημητριακών κ.τ.λ. Η αιθυλική αλκοόλη είναι ένα άχρωμο υγρό με μάλλον ευχάριστη οσμή και γεύση, που διαλύεται εύκολα στο νερό. Η μέγιστη καθαρότητα του οινοπνεύματος μετά την απόσταξη φτάνει συνήθως το 95%. Η 100% καθαρότητα του οινοπνεύματος απαιτεί χημική επεξεργασία (Μαρσέλος, 1997). Ο χημικός τύπος της αιθανόλης είναι C2H5OH (Ποταμιάνος, 2005):
H H
│ │
H ─ C ─ C ─ ─ OH
│ │
H H
Η αιθυλική αλκοόλη αποτελείται μόνο από υδρογόνο και οξυγόνο, ενώ είναι το μόνο είδος αλκοόλης, που είναι ασφαλές για κατανάλωση απ’ τον άνθρωπο. Η πρόσθεση ή η αφαίρεση ατόμων των παραπάνω στοιχείων παράγει άλλα είδη αλκοόλης (Ποταμιάνος, 2005). Οι περιεκτικότητες των πιο διαδεδομένων οινοπνευματωδών ποτών είναι: Ούζο: 20 – 25%, αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι και 35%. Τσίπουρο: 20 – 30%. Κρασί: 10 – 11%. Μπύρα: 3 – 5%. Ουίσκυ: 40 – 45% (Υφαντής, 1990). Τα βαριά οινοπνευματώδη ποτά, όπως βότκα και ουίσκι, δυιλίζονται περισσότερο, ώστε να γίνουν ισχυρότερα. Μ’ αυτό τον τρόπο αυξάνεται η περιεκτικότητά τους σε αλκοόλ (ΟΚΑΝΑ, 2003).
Το αλκοόλ απορροφάται εύκολα και γρήγορα από ολόκληρο το πεπτικό σύστημα, καθώς είναι ήδη σε υγρή μορφή. Αν εξατμιστεί μπορεί να απορροφηθεί σχεδόν αμέσως από τους πνεύμονες. Ο ρυθμός απορρόφησης είναι μεταβλητός. Σ’ ένα άτομο με άδειο στομάχι, περίπου το 20% της καταναλωθείσας αλκοόλης απορροφάται ταχέως, ενώ το υπόλοιπο 80% από το έντερο. Αντίθετα, η παρουσία τροφής επιβραδύνει την απορρόφηση. Ωστόσο, όλη η ποσότητα αλκοόλ που καταναλώνεται απορροφάται από τον οργανισμό (Ποταμιάνος, 2005). Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας απαιτεί 2 – 6 ώρες (Μαρσέλος, 1997).

Η κατανομή της αιθυλικής αλκοόλης γίνεται ομοιόμορφα με την κυκλοφορία του αίματος σε όλα τα υγρά του σώματος (Μαρσέλος, 1997). Επίσης, όντας ευδιάλυτη στο νερό και το λίπος, διαχέεται σε όλους τους ιστούς και τους μυς του σώματος (Ποταμιάνος, 2005). Η συγκέντρωσή της στον εγκέφαλο παρουσιάζει ταχύτατη εξομοίωση με τη συγκέντρωση στο αίμα (Μαρσέλος, 1997). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος του σώματος τόσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της τοξικότητας από την κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον, η κατανομή του αλκοόλ στον οργανισμό εξαρτάται από το βάρος του ατόμου, καθώς ένα παχύ ή μυώδες άτομο παρουσιάζει χαμηλότερα επίπεδα αλκοόλης στο αίμα απ’ ότι ένα αδύνατο άτομο (Ποταμιάνος, 2005).

Το 80% του αλκοόλ μεταβολίζεται στο ήπαρ, το 10% αποβάλλεται με την εκπνοή και την ούρηση και το υπόλοιπο μεταβολίζεται σε άλλα σημεία του σώματος. Η αιθανόλη οξειδώνεται προς μια ουσία γνωστή ως ακεταλδεΰδη με τη βοήθεια του ενζύμου με την ονομασία αλκοολική δεϋδρογενάση. Σύμφωνα με τον Peters (1982), υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως η ακεταλδεΰδη μπορεί να θεωρηθεί ως η βιοχημική βάση της εξάρτησης. Ο ρυθμός μεταβολισμού της αλκοόλης είναι σχετικά αργός, σταθερός και ανεξάρτητος από την καταναλωθείσα ποσότητα. Επομένως, η μέθη είναι αποτέλεσμα κατανάλωσης περισσότερης αλκοόλης ανά ώρα απ’ ότι μπορεί να αντέξει ο ρυθμός μεταβολισμού σ’ αυτή την ώρα (Ποταμιάνος, 2005).

Η μέθη ως αποτέλεσμα της κατάχρησης αλκοόλ εμφανίζεται τόσο με σωματικά όσο και με ψυχολογικά συμπτώματα, όπως αδυναμία κριτικής σκέψης και συγκέντρωσης, ευφορία, συναισθηματική αστάθεια, άρση των αναστολών ή αδυναμία συντονισμού των κινήσεων (ΟΚΑΝΑ, 2003). Τέλος, το 90% της ποσότητας αλκοόλ που καταναλώνει ένας άνθρωπος μεταβολίζεται, ενώ το υπόλοιπο 10% αποβάλλεται αναλλοίωτο από τους νεφρούς και τους πνεύμονες, γεγονός που προκαλεί τη δύσοσμη αναπνοή (Ποταμιάνος, 2005).

Οινοπνευματώδη ποτά

Αλκοολικό, αλκοολούχο ή οινοπνευματώδες ποτό ονομάζεται το υγρό που περιέχει οινόπνευμα (αιθανόλη) και προορίζεται για κατανάλωση. Η πλειοψηφία των αλκοολούχων ποτών παρασκευάζεται με ζύμωση. Στην περίπτωση των spirits (οινοπνευματώδη ποτά) ακολουθεί η απόσταξη (ΟΚΑΝΑ, 1999). Αλκοόλ είναι δυνατόν να παραχθεί από από μια μεγάλη ποικιλία γεωργικών προϊόντων, όπως σταφύλια, κριθάρι, στάρι, φρούτα, δημητριακά και πατάτα (WHO, 2004). Συγκεκριμένα, η μπύρα παρασκευάζεται με τη ζύμωση δημητριακών, όπως το βυνοποιημένο κριθάρι, το ρύζι, το κεχρί, με την προσθήκη λυκίσκου σε κάποια είδη. Τα κρασιά παράγονται από ζυμωμένους καρπούς κυρίως σταφυλιού. Άλλα παραδοσιακά ποτά είναι το σάκε, το υδρόμελι και το μηλόκρασο (ΟΚΑΝΑ, 1999).
Τα οινοπνευματώδη διαφέρουν ως προς το βασικό δημητριακό ή οπωρικό που έχουν ως πρώτη ύλη, π.χ. το ουίσκι βασίζεται σε σίκαλη ή καλαμπόκι, η βότκα σε δημητριακό ή πατάτα κ.τ.λ. Αν και η αιθανόλη είναι η κύρια ψυχοδραστική ουσία που περιέχεται σε όλα τα κοινά αλκοολούχα ποτά, έχουν αναγνωριστεί μέχρι σήμερα χιλιάδες ομοειδή συστατικά. Σε σπάνιες περιπτώσεις, το οινόπνευμα συντίθεται με χημικό τρόπο, όπως από πετρέλαιο (ΟΚΑΝΑ, 1999).

Παρά τα περιορισμένα στοιχεία σχετικά με τις τιμές των αλκοολούχων ποτών, τα σπιτικά ή τοπικά ποτά θεωρούνται φθηνότερα σε σύγκριση με τις μάρκες ποτών μαζικής ή βιομηχανικής παραγωγής. Επομένως, τα πρώτα καταναλώνονται κυρίως από άτομα του χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου, εκτός κι αν πρόκειται για οινονπνευματώδη ποτά με πολιτισμική ή τελετουργική αξία. Η επικίνδυνη σύσταση ορισμένων σπιτικά παραγώμενων ποτών καθιστά σε κάποιες περιπτώσεις αναγκαία για τη δημόσια υγεία την αντικατάστασή τους από βιομηχανοποιημένα αλκοολούχα προϊόντα. Απ’ την άλλη πλευρά, τα οινοπνευματώδη ποτά που παράγονται με παραδοσιακό τρόπο έχουν το πιθανό πλεονέκτημα ότι περιέχουν λιγότερο αλκοόλη, η παραγωγή τους αποτελεί ευκαιρία για εργασία και φυσικά συμβάλλει στη διατήρηση της τοπικής κουλτούρας (WHO, 2004).

Μια αρκετά μικρή ομάδα πολυεθνικών εταιρειών παράγει σε παγκόσμιο επίπεδο το μεγαλύτερο όγκο της μπύρας από κριθάρι, περίπου το μισό των αποσταγμένων οινοπνευματωδών ποτών και γύρω στο 10% του κρασιού από σταφύλια (WHO, 2001). Οι εκάστοτε κυβερνήσεις επιδιώκουν να ελέγχουν την παραγωγή και να φορολογούν την πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Τα αλκοολούχα ποτά που παράγονται παράνομα φέρουν διαφορετική ταυτότητα, ενώ συχνά περιέχουν δηλητηριώδης ουσίες. Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία ονομάζονται poteen, στις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης samogon και στις ΗΠΑ white lightning (ΟΚΑΝΑ, 1999). Εκτός από τα συνηθισμένα αλκοολούχα ποτά, τα λεγόμενα alcopops ή αλλιώς προαναμεμειγμένα ποτά έχουν κατακλύσει τη νεανική αγορά κυρίως εξαιτίας του μάρκετινγκ, της συσκευασίας και της γλυκιάς γεύσης τους. Ωστόσο, εγείρονται προβληματισμοί κατά πόσο τα alcopops μπορούν να οδηγήσουν τους νέους στην κατανάλωση ποτών με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αλκοόλη (WHO, 2004).

«Αλκοολισμός»

Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο όρος αλκοολισμός επινοήθηκε από τον Magnus Huss το 1849. Αυτός ο παλαιός όρος αναφέρεται γενικά σε χρόνια συστηματική ή περιοδική κατανάλωση οινοπνεύματος, η οποία συνεπάγεται συχνά επεισόδια μέθης και μείωση του ελέγχου της χρήσης. Ο αλκοολισμός περιέγραφε περισσότερο τη χρήση ή την ιδέα του οινοπνεύματος παρά τις δυσμενείς του συνέπειες. Αρκετά περιορισμένη παρέμενε η αντίληψη του αλκοολισμού ως νόσου, καθώς μέχρι τη δεκαετία του ’40 αναφερόταν βασικά στις σωματικές επιπτώσεις της μακροχρόνιας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ (ΟΚΑΝΑ, 1999).

Το 1951 η έκθεση της ειδικής επιτροπής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είχε προτείνει ως ορισμό του φαινομένου του αλκοολισμού: «Οποιοδήποτε είδος πόσης, που σε όλη του την έκταση υπερβαίνει την παραδοσιακή και συνηθισμένη χρήση στη διατροφή ή την κανονική συμμόρφωση με τις συνήθειες της κοινωνικής πόσης που ισχύουν μέσα σε μια κοινότητα ανεξαρτήτως των αιτιολογικών παραγόντων, οι οποίοι οδηγούν προς μια τέτοια συμπεριφορά και ακόμη ασχέτως προς το βαθμό στον οποίο τέτοιου είδους αιτιολογικοί παράγοντες εξαρτώνται από την κληρονομικότητα, τους κανόνες ή τις επίκτητες ψυχοπαθολογικές και βιολογικές επιδράσεις» (WHO, 1952).

Ένα χρόνο αργότερα, η ειδική επιτροπή θεώρησε πως ο προηγούμενος ορισμός περιγράφει κατάλληλα τον όρο «υπερβολική πόση» («excessive drinking») και τον συμπεριέλαβε στον ακόλουθο ορισμό: «Αλκοολικοί είναι εκείνοι οι υπερβολικοί πότες, των οποίων η εξάρτηση από το αλκοόλ έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να εμφανίζει μια καταφανή ψυχική διαταραχή ή μια παρεμβολή στη σωματική και ψυχική υγεία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ομαλή κοινωνική και οικονομική λειτουργία, ή να φανερώνει τα προδρομικά σημάδια τέτοιων εμφανίσεων. Γι’ αυτό το λόγο χρήζουν θεραπείας» (WHO, 1952).

Τη δεκαετία του 1960 διατυπώθηκαν έντονοι προβληματισμοί σχετικά με τη σαφήνεια και τη λειτουργικότητα των όρων «αλκοολισμός» και «αλκοολικός». Ο Jellinek (1960) υποστήριξε πως αυτοί οι όροι δηλώνουν «διαφορετικές καταστάσεις» σε διαφορετικά «πολιτισμικά περιβάλλοντα» (Ποταμιάνος, 2005). Ο ίδιος βασίστηκε στον ευρύ ορισμό του αλκοολισμού, δηλαδή στην έννοια της κατανάλωσης οινοπνεύματος που προκαλεί οποιοδήποτε τύπο βλάβης (σωματικής, ψυχολογικής, ατομικής κ.τ.λ.) και προχώρησε στην ταξινόμησή του σε πέντε κατηγορίες (τυπολογία αλκοολισμού κατά Jellinek) (ΟΚΑΝΑ, 1999).

Οι εκθέσεις του ΠΟΥ τις τελευταίες δεκαετίες μαρτυρούν την προσπάθεια εξεύρεσης ενός αποδεκτού ορισμού του κοινωνικού φαινομένου (Ποταμιάνος, 2005). Στις επόμενες εκθέσεις έγιναν διορθωτικές προτάσεις για την πληρέστερη αναφορά των ψυχικών, οργανικών και κοινωνικών δυσλειτουργιών, οι οποίες σχετίζονται με την κατάχρηση οινοπνεύματος. Το 1977 ο G. Edwards και οι συνεργάτες του διαφοροποίησαν το «σύνδρομο εξάρτησης από το αλκοόλ» (alcohol dependency syndrome) από τα «προβλήματα ή ανικανότητες που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ» (alcohol related disabilities) (Ποταμιάνος, 2005).

Το «σύνδρομο» αναφέρεται στη σωματική και ψυχολογική εξάρτηση από το αλκοόλ, ενώ τα «προβλήματα» στις ψυχολογικές, σωματικές και κοινωνικές δυσλειτουργίες ή βλάβες, που οφείλονται στην χρήση και κατάχρηση οινοπνεύματος. Το «σύνδρομο εξάρτησης από το αλκοόλ» και τα «προβλήματα ή ανικανότητες» ενδέχεται είτε να συνυπάρχουν είτε να εμφανίζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Οι σύγχρονες κλινικές έρευνες και προτάσεις για θεραπευτική αντιμετώπιση διαμορφώνονται σύμφωνα με τον παραπάνω διαχωρισμό. Ο ΠΟΥ έχει πλέον υιοθετήσει τις προτάσεις του Edwards αντικαθιστώντας τον όρο «αλκοολικός» με τον όρο «προβληματικός πότης» (Ποταμιάνος, 2005).

Εκτός από τον ευρύτατα χρησιμοποιούμενο όρο «υπερβολική πόση», η ποσότητα και ο τρόπος κατανάλωσης οινοπνευματωδών διακρίνεται ακόμη σε ποικίλες κατηγορίες χρήσης αλκοόλ. Η «πόση απόδρασης» (drinking escape) περιγράφει τη χρήση αλκοόλ ως συνέπεια της επιθυμίας απόδρασης από κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα ή κατάσταση (ΟΚΑΝΑ, 1999). Η «κοινωνική πόση» (drinking social) σημαίνει κυριολεκτικά το να πίνει κάποιος με παρέα και όχι μόνος του. Ο όρος συνδέεται επίσης με την έννοια της μη προβληματικής χρήσης, αλλά και της νουθεσίας με τη σημασία της χρήσης αλκοόλ σε συμμόρφωση με τις κοινωνικές προσταγές και τα χρηστά ήθη (ΟΚΑΝΑ, 1999).

Η «μέτρια πόση» (drinking moderate) είναι ελεγχόμενη και περιορίζεται σε μέτρια ποσότητα αλκοόλ, η οποία δεν προκαλεί προβλήματα. Αυτός ο όρος αντιπαραβάλλεται συχνά με την «πόση μεγάλων ποσοτήτων» (drinking heavy), που υπερβαίνει τη μέτρια ημερήσια ή εβδομαδιαία ποσότητα αλκοόλης. Η «προβληματική πόση» (drinking problem) είναι αυτή που οδηγεί σε πάσης φύσεως προβλήματα, όπως υγείας, οικογενειακά, κοινωνικά, ψυχικά. Αντίστοιχα, ο προβληματικός πότης είναι το άτομο του οποίου η συνήθεια να πίνει έχει επιφέρει προβλήματα υγείας κ.τ.λ. (ΟΚΑΝΑ, 1999).

Παλαιότερα, όροι όπως «διψομανία» και «εθισμός» αναφέρονταν στην ανεξέλεγκτη πόση. Ο όρος καθ’ έξιν μέθη είχε την έννοια της συνήθειας της μέθης και των δυσάρεστων αποτελεσμάτων της. Στις σύγχρονες νοσολογίες επικρατεί πλέον η αντίληψη του αλκοολισμού ως νόσου πρωτοπαθούς βιολογικής αιτιολογίας με προβλέψιμη φυσική πορεία. Η εξάρτηση από το οινόπνευμα είναι γενικά αποδεκτή κατά αναλογία προς την εξάρτηση από άλλες τοξικές ουσίες (ΟΚΑΝΑ, 1999).

Το σύνδρομο εξάρτησης από το αλκοόλ

Ο όρος εξάρτηση, όταν εφαρμόζεται στο οινόπνευμα και άλλες ουσίες, σημαίνει ανάγκη επαναλαμβανόμενων δόσεων της εκάστοτε ουσίας για να αισθάνεται καλά το άτομο ή για να αποφεύγει τυχόν δυσάρεστα συναισθήματα. Στην περίπτωση που δεν προσδιορίζεται επακριβώς, η εξάρτηση αναφέρεται τόσο σε σωματικά όσο και σε ψυχολογικά στοιχεία. Η σωματική ή φυσιολογική εξάρτηση σχετίζεται με την ανοχή και τα συμπτώματα στέρησης, ενώ η ψυχολογική ή ψυχική εξάρτηση αναφέρεται στην κατάσταση του μειωμένου ελέγχου της χρήσης ουσιών (ΟΚΑΝΑ, 1999).
Το σύνδρομο εξάρτησης ορίζεται γενικά ως μια σειρά συμπεριφορικών, γνωσιακών και φυσιολογικών φαινομένων, που μπορούν να εκδηλωθούν μετά από επαναλαμβανόμενη χρήση μιας ουσίας. Ανάμεσα στα φαινόμενα περιλαμβάνονται η επιθυμία και η επιμονή λήψης της ουσίας παρά τις βλαπτικές επιπτώσεις, ο μειωμένος έλεγχος της χρήσης της, προτεραιότητα στη χρήση της ουσίας και παράλληλη αμέλεια άλλων δραστηριοτήτων, αυξημένη ανοχή και εμφάνιση στερητικού συνδρόμου σε περίπτωση διακοπής της ουσίας (ΟΚΑΝΑ, 1999). Ο Edwards (1977) ανέπτυξε στο δημοσίευμά του «The alcohol dependence syndrome: Usefulness of an idea» τις έννοιες του συνδρόμου εξάρτησης και του προβληματικού πότη και συνέβαλε στην αναθεώρηση των επικρατουσών απόψεων περί αλκοολισμού. Σύμφωνα με τον Edwards, το σύνδρομο της εξάρτησης από το αλκοόλ αναφέρεται στη σωματική και ψυχολογική εξάρτηση του ατόμου απ’ αυτή την ουσία.

 Το σύνδρομο εξάρτησης περιλαμβάνει τα ακόλουθα επτά συμπτώματα, που χαρακτηρίζουν το εξαρτημένο από το οινόπνευμα άτομο (Ποταμιάνος, 2005):

1. Συγκεκριμένες περίοδοι κατανάλωσης. Το άτομο δεν πίνει πλέον τυχαία, αλλά η κατανάλωση γίνεται πιο «συγκεκριμένη». Το άτομο πίνει πάντα στις ίδιες περιόδους (π.χ. βράδυ) άσχετα με την ποσότητα του οινοπνεύματος

2. Προτεραιότητα στην κατανάλωση του αλκοόλ. Το άτομο θέτει ως προτεραιότητα την ανάγκη για κατανάλωση αλκοόλ σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα

3. Αυξημένη ανοχή στο αλκοόλ. Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από το σύνδρομο εξάρτησης του αλκοόλ χρειάζονται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλης για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες που τους οδηγούν στην κατανάλωση οινοπνεύματος

4. Επαναλαμβανόμενα συμπτώματα στέρησης. Στην περίπτωση εξάρτησης από το αλκοόλ, όπως συμβαίνει και με άλλες ουσίες εξάρτησης, το άτομο παρουσιάζει κάποια συμπτώματα στέρησης κατά την αποχή του απ’ αυτό. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι άγχος, ψευδαισθήσεις, προσωρινή αμνησία και τρομώδες παραλήρημα.

5. Αποφυγή ή ανακούφιση από τα συπτώματα στέρησης. Ο προβληματικός πότης καταναλώνει αλκοόλ για να αποφύγει την εμφάνιση συμπτωμάτων στέρησης και να μπορέσει να λειτουργήσει «φυσιολογικά».

6. Ο συνειδητός καταναγκασμός του πότη. Ο προβληματικός πότης αρνείται ότι κάνει κατάχρηση οινοπνεύματος ιδίως όταν αυτό το γεγονός σχολιάζεται από άτομα του περιβάλλοντός του. Ωστόσο, ο ίδιος έχει συνείδηση του καταναγκασμού του να πίνει, γεγονός που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του συνδρόμου στέρησης.

7. Επαναφορά του συνδρόμου. Η πιθανότητα επανεμφάνισης του συνδρόμου μετά από περίοδο αποχής.

Τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου στέρησης από το αλκοόλ συνοψίζονται στα εξής: πρώτον, όλοι οι πότες που παρουσιάζουν προβλήματα σχετιζόμενα με τη χρήση οινοπνευματωδών δεν είναι απαραίτητα και εξαρτημένοι από το αλκοόλ. Ωστόσο, η εξάρτηση είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που δημιουργούνται από την κατανάλωση αυτής της ουσίας. Δεύτερον, το σύνδρομο εξάρτησης από το αλκοόλ είναι μια «ψυχοφυσιολογική διαταραχή» ως αποτέλεσμα της διαρκούς αλληλεπίδρασης σωματικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Τα άτομα που θεωρούνται ως εξαρτημένα από το αλκοόλ δεν παρουσιάζουν απαραίτητα όλα τα παραπάνω συμπτώματα ούτε στην ίδια ένταση (Ποταμιάνος, 2005).

Προβληματικός πότης

Ο ορισμός της έννοιας «αλκοολισμός» και «αλκοολικός» εξακολουθεί να προβληματίζει τους ερευνητές. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, καθίσταται σαφές ότι ο όρος «αλκοολικός» είναι μονοδιάστατος με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προσδιορίζει επιτυχώς όλους τους τύπους ατόμων που κάνουν χρήση οινοπνεύματος. Σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζουν απαραίτητα όλοι οι «αλκοολικοί» τα ίδια συμπτώματα, με την ίδια ένταση. Επομένως, παρατηρείται μια σημαντική ανομοιογένεια στο πληθυσμό που κάνει χρήση οινοπνεύματος. Εφόσον ο όρος «αλκοολικός» είναι γενικός, αόριστος και μη λειτουργικός, είναι αδύνατον να περιγράψει την πολυμορφία του κοινωνικού φαινομένου (Ποταμιάνος, 2005).

Ο όρος «αλκοολικός» τείνει πλέον να αντικατασταθεί από τον όρο «προβληματικός πότης». Η σημασία της τελευταίας λέξης οριοθετείται από δύο διαφορετικές έννοιες, το σύνδρομο εξάρτησης από το αλκοόλ και τα προβλήματα ή τις ανικανότητες που σχτίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ και περιλαμβάνει τις ακόλουθες περιπτώσεις (Ποταμιάνος, 2005):

1. Άτομα που χαρακτηρίζονται από το σύνδρομο της εξάρτησης από το αλκοόλ, αλλά δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα υγείας.

2. Άτομα που παρουσιάζουν προβλήματα υγείας σχετιζόμενα με την κατανάλωση αλκοόλ χωρίς όμως να χαρακτηρίζονται από σύνδρομο εξάρτησης.

3. Άτομα που συνδυάζουν τόσο προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση οινοπνεύματος όσο και σύνδρομο εξάρτησης από το αλκοόλ.

Αυτές οι διαφορετικές περιπτώσεις είναι ενδεικτικές για τη χρησιμότητα και τη λειτουργικότητα του όρου «προβληματικός πότης» σε σύγκριση με τον όρο αλκοολικός, καθώς περιγράφει σε μεγαλύτερο βαθμό την ανομοιογένεια των ατόμων που καταναλώνουν αλκοόλ (Ποταμιάνος, 2005).

πηγή:
Από την διπλωματική εργασία της
ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΚΑΝΤΖΑ
με τίτλο
ΑΛΚΟΟΛ
&
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα