Η σχέση του παιδιού με τα μέλη της οικογένειάς του ως μια αμφίδρομη φαντασιακή σχέση






Στο προηγούμενο κεφάλαιο μελέτησα την οικογένεια στο σύνολο της μιλώντας κυρίως για τις εσωτερικευμένες σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στο παιδί και τους-γονείς του. Στο κεφάλαιο αυτό θα μιλήσω για τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο παιδί και το κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά, θα δούμε, λοιπόν, πώς επηρεάζεται από την οικογένεια και αναπτύσσεται ανάλογα ο συναισθηματικός κόσμος του παιδιού. Στην ανάλυση, όμως, αυτή των επιμέρους σχέσεων δεν ασχολούμαι μόνο με τις ανάγκες του παιδιού και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται από τα μέλη της οικογένειας του για να τις ικανοποιήσει, αλλά αναλύω και τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς εκφράζουν και εκπληρώνουν τις ασυνείδητες φαντασιώσεις και επιθυμίες τους, οι οποίες αφορούν το παιδί τους. Παρουσιάζω, δηλαδή, τη σχέση παιδιού-γονιών ως μια αμφίδρομη φαντασιακή σχέση.

Ξεκινώντας, λοιπόν, με τον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού από τη βρεφική ηλικία , η Άννα Φρόιντ7 αναφέρει ότι το βρέφος μοιάζει πολύ με ένα νεογέννητο ζωάκι μόνο που βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από αυτό. Τα ζώα εξαρτώνται μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα από τη φροντίδα της μητέρας τους, ενώ κατόπιν εξελίσσονται σε αυτόνομα όντα και μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα. Αντίθετα, το βρέφος βρίσκεται σε τέλεια εξάρτηση από τη μητέρα του τουλάχιστον για ένα χρόνο, ενώ η στέρηση της μητρικής του φροντίδας μπορεί ταυτόχρονα να σημαίνει και την καταστροφή του. Η εξάρτηση, όμως, αυτή του παιδιού από τον γονιό συνεχίζεται και μετά το πέρασμα της βρεφικής ηλικίας, αφού το παιδί δεν είναι σε θέση να συντηρήσει τον εαυτό του, να τον προστατέψει ή να απομακρύνει κάποιον κίνδυνο.

Η διαφορά αυτή μεταξύ ανθρώπων και ζώων, αυτή η έντονη εξάρτηση του παιδιού είναι στη συνέχεια καθοριστική για τη μοίρα του. Το μικρό παιδί αισθάνεται θαλπωρή, όσο αισθάνεται τη μητέρα του κοντά και εξωτερικεύει το φόβο του, όταν αυτή απομακρύνεται. Σύντομα όμως η σχέση τους αυτή ξεπερνά τα όρια της απλής διατήρησης της ζωής. Το παιδί επιθυμεί την παρουσία της μητέρας του ακόμα κι όταν δεν πεινάει ή δεν απειλείται από κάποιον κίνδυνο. Αποκτά δηλαδή ένα δεσμό μαζί της, που μπορεί αρχικά να ξεκίνησε από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, στη συνέχεια όμως δεν αποτελούσε το μόνο λόγο ύπαρξης του.

Σ' αυτή τη φάση, λοιπόν, το παιδί θα ήταν απόλυτα ευχαριστημένο αν η μητέρα του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να το τρέφει, να το φροντίζει και να το αγαπάει. Στη συνέχεια όμως φτάνει το σημείο, όπου ο εξωτερικός κόσμος διαταράσσει για πρώτη φορά τη σχέση ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα. Το παιδί αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του δεν του ανήκει αποκλειστικά, αλλά ότι και τα άλλα μέλη της οικογένειας π.χ. ο πατέρας, τα αδέρφια έχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω της. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, το παιδί ότι δεν αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο της οικογένειας, αλλά ότι υπάρχουν κι άλλα μέλη.

Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο Βίννικοτ8, ο οποίος θεωρεί ότι ακόμα και η καλύτερη εξωτερική πραγματικότητα είναι απογοητευτική για το μικρό παιδί, γιατί δεν είναι ταυτόχρονα και φανταστική, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την εσωτερική του. Στην ηλικία των 2-5 ετών το παιδί μαθαίνει να αντιλαμβάνεται την εξωτερική πραγματικότητα και καταλαβαίνει ότι η μητέρα του έχει τη δική της ζωή και ότι δεν αποτελεί κτήμα του, αλλά υπάρχουν και άλλα πρόσωπα στην οικογένεια τα οποία αγαπάει και φροντίζει.

Σαν αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης οι Ιδέες αγάπης απέναντι σε αγαπητά πρόσωπα εναλλάσσονται με ιδέες μίσους, ζήλιας, επώδυνες συναισθηματικές συγκρούσεις και με προσωπική οδύνη. Η διέξοδος από την ψυχοσύγκρουση αυτή είναι ο διχασμός και ο χωρισμός του καλού και του κακού. Η μητέρα του παιδιού που έχει προκαλέσει σε αυτό τόσο αγάπη όσο και οργή, συνεχίζει να υπάρχει και να είναι ο · εαυτός της, πράγμα που επιτρέπει στο παιδί να συμβιβάσει σιγά σιγά το καλό με το κακό στοιχείο πάνω της. Έτσι το παιδί αρχίζει να έχει αισθήματα ενοχής και να νοιάζεται για την επιθετικότητα του απέναντι στη μητέρα του, εξαιτίας της αγάπης του γι αυτήν και εξαιτίας των ανεπαρκειών της.

Στη διαδικασία αυτή ανάπτυξης της ενοχής υπάρχει η εξής ακολουθία αγάπη (με στοιχεία επιθετικότητας), μίσος, μια περίοδος αφομοίωσης, ενοχή και τέλος επανόρθωση που εκφράζεται είτε άμεσα (μέσα από το λόγο), είτε έμμεσα (μέσα από το παιχνίδι, τις ζωγραφιές). Στις ζωγραφιές και τα παιχνίδια των παιδιών μπορούμε να διακρίνουμε τον εσωτερικό τους κόσμο και τις συναισθηματικές τους συγκρούσεις. Ανέφερα παραπάνω ότι το παιδί την περίοδο 2-5 ετών αρχίζει να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να διαπιστώνει πως υπάρχουν και άλλα πρόσωπα στην οικογένεια εκτός από τη μητέρα. Η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και κρίσιμη, γιατί αναπτύσσονται τα συναισθήματα του παιδιού με τα άλλα μέλη της οικογένειας και αρχίζει να συνάπτει σχέσεις μαζί τους. Σημαντικά μέλη της οικογένειας είναι τα αδέρφια με τα οποία το μικρό παιδί αναγκάζεται να μοιράζεται την αγάπη της μητέρας.

Η Άννα Φρόιντ9 έχει διαπιστώσει μέσα από έρευνες ότι το μικρό παιδί θεωρεί τα αδέρφια του εχθρούς, τα ζηλεύει και επιθυμεί να φύγουν για να έχει πάλι όλη την προσοχή και φροντίδα της μητέρας του. Μπορούμε εύκολα να πεισθούμε για τη ζήλια των μικρών παιδιών αν παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά τους, όταν γεννηθεί ένα αδερφάκι τους Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ένας πατέρας δείχνει περήφανα στην κόρη του, που είναι δύο χρονών, το νεογέννητο αδερφάκι της και περιμένει κάποια εκδήλωση χαράς και θαυμασμού. Αντί αυτού η μικρή τον ρωτάει: «Πότε θα πεθάνει πάλι;». Μια μητέρα διηγείται σ ένα ψυχολόγο πως ο τρίχρονος γιος της οπλισμένος πάντα με ένα μπαστούνι ή με κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο, την πλησιάζει την ώρα που θήλαζε το μωρό και εκείνη τότε πρέπει να βάλει τα δυνατά της να τον εμποδίσει να κάνει κακό στο μωρό.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι η ζήλια αυτή των μικρών παιδιών μπορεί να αποβεί επικίνδυνη και γι αυτό πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά υπόψη. Ταυτοχρόνως, η ζήλια αυτή έχει τα ίδια κίνητρα με τη ζήλια των ενηλίκων και κάνει το παιδί να υποφέρει όπως να υποφέρει κι ο ενήλικας, όταν κάποιος ανεπιθύμητος αντεραστής διαταράξει ας σχέσεις του με το αγαπημένο του πρόσωπο. Η μόνη διαφορά είναι όα το παιδί διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες δράσης. Η αντίδραση του παίρνει τη μορφή επιθυμίας να εξαφανιστούν τα ενοχλητικά αδελφάκια ή να πεθάνουν. Η επιθυμία αυτή να πεθάνουν τα αδέρφια του, υποστηρίζει η Άννα Φρόιντ είναι τελείως φυσιολογική για το παιδί. Όσο περισσότερη αξία έχει η μητέρα για το παιδί, τόσο ισχυρότερη είναι και η επιθυμία του να πεθάνουν τα αδέρφια του. Το παιδί αρχικά βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με τα εχθρικά του συναισθήματα. Αυτά αρχίζουν να συγκρούονται από τη στιγμή που η μητέρα του ζητά από αυτό να εγκαταλείψει τις κακόβουλες επιθυμίες του, να μοιραστεί με τα αδέρφια του τα υπάρχοντα του και να τα αγαπήσει.

Για τη σχέση του παιδιού με τα αδέρφια του έχει μιλήσει και ο Βίννικοτ10, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ταραχή του παιδιού όταν γεννιέται ένα νέο βρέφος είναι τόσο συνηθισμένη, ώστε θεωρείται φυσιολογική. Συνήθως το πρώτο σχόλιο του παιδιού δεν είναι καθόλου ευγενικό: «Έχει ένα πρόσωπο σαν ντομάτα ! ». Οι γονείς, συμβουλεύει ο Βίννικοτ πρέπει να νιώθουν ανακούφιση όταν το παιδί εκφράζει άμεσα τη δυσαρέσκεια του ή το μίσος του για την παρουσία του νεογέννητου βρέφους. Το μίσος αυτό με τον καιρό δίνει τη θέση του στην αγάπη καθώς το νέο βρέφος εξελίσσεται σε ένα ανθρώπινο πλάσμα με το οποίο παίζει κανείς και για το οποίο νιώθει κανείς περήφανος.

Το "Σύμπλεγμα της Παρείσφρησης", που εισήγαγε ο Λακάν11 αντιπροσωπεύει την εμπειρία που πραγματοποιεί το αρχέγονο υποκείμενο τις πιο πολλές φορές βλέποντας έναν ή περισσότερους όμοιους του να συμμετέχει μαζί του στην οικιακή σχέση, με άλλα λόγια κάνοντας τη γνωριμία κάποιων αδερφών. Ο Λακάν με το σύμπλεγμα αυτό εξήγησε τη ζήλια που υπάρχει ανάμεσα στα αδέρφια και που σχετίζεται με τη διατροφική εξάρτηση. Η ζήλια αυτή μπορεί να εκδηλωθεί σε περιπτώσεις που το υποκείμενο (ο πρωτότοκος), από καιρό αποθηλασμένο, δε βρίσκεται πλέον σε κατάσταση ζωικού συναγωνισμού απέναντι στον αδερφό του.

Το φαινόμενο, δηλαδή, απαιτεί μια ορισμένη ταύτιση με την κατάσταση του αδερφού. Η αντίδραση του πρωτότοκου εξαρτάται από την ψυχική του ανάπτυξη. Αν δηλαδή είναι στην ηλικία που διαβαίνει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα τότε θα αντιδράσει αρνητικά στο θέαμα του θηλασμού του μικρότερου του αδερφού, θα νιώσει μίσος, ζήλια και θα δημιουργήσει φαντασιώσεις εξαφάνισης του νεοεισελθόντα. Αντίθετα αν το καινούριο αδελφάκι γεννηθεί αφού το παιδί έχει ξεπεράσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα τότε περνάμε στο επίπεδο των γονεϊκών ταυτίσεων. Το νεογέννητο δηλαδή είναι ένα πρόσωπο άξιο αγάπης ή μίσους και οι επιθετικές ενορμήσεις μετουσιώνονται σε τρυφερότητα ή αυστηρότητα.

Τα αδέρφια όμως δεν είναι οι μόνοι αντίζηλοι που διεκδικούν τη μητέρα. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο πατέρας. Η Αννα Φρόυντ αναφέρει ότι ο πατέρας παίζει διπλό ρόλο στη ζωή του μικρού αγοριού. Από τη μία, το αγόρι τον μισεί ως αντίπαλο, όταν αυτός αυτοπροβάλλεται ως ο δικαιωματικός ιδιοκτήτης της μητέρας, όταν την παίρνει και φεύγει, όταν τη μεταχειρίζεται ως κτήμα του και επιμένει να είναι ο μόνος που κοιμάται μαζί της. Από την άλλη όμως τον αγαπάει και τον θαυμάζει, υπολογίζει στη βοήθεια του, πιστεύει στην ισχύ του και στην παντοδυναμία του και η μεγαλύτερη επιθυμία του είναι να γίνει στο μέλλον σαν κι αυτόν. Έτσι, δημιουργείται για το αγόρι μια τεράστια δυσκολία που σε πρώτη φάση δεν μπορεί να λυθεί, αγαπάει δηλαδή και θαυμάζει τον ίδιο άνθρωπο που ταυτόχρονα μισεί και επιθυμεί το θάνατο του. Ιδιαίτερα σημαντικός όμως είναι και ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη.

Ο Βίννικοτ υποστηρίζει πως όλα τα κοριτσάκια ονειρεύονται πως είναι στη θέση της μητέρας τους ή τουλάχιστον έχουν ρομαντικά όνειρα. Απέναντι σ' αυτό το αίσθημα οι μητέρες θα πρέπει να δείχνουν κατανόηση. Ο δεσμός αυτός ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη δεν πρέπει να διαταράσσεται από αισθήματα ζήλιας και ανταγωνισμού, αλλά να αφήνεται να εξελιχθεί φυσικά, γιατί αργά ή γρήγορα το μικρό κορίτσι αντιλαμβάνεται τη ματαίωση και τον εμποδισμό που συνεπάγεται αυτός ο ρομαντικός δεσμός και τελικά μεγαλώνει και στρέφεται προς άλλες κατευθύνσεις για να πραγματοποιήσει τη φαντασία της.

Γενικότερα, ο Βίννικοτ αναφέρει πως ο πατέρας είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο για το μικρό παιδί. Ένα παιδάκι μερικών μηνών θ' αναζητήσει τον πατέρα του, θα στραφεί προς το μέρος του όταν μπει στο δωμάτιο και θα προσπαθήσει ν' ακούσει τα βήματα του, ενώ ένα άλλο παιδί μπορεί να τον αποφεύγει ή να του επιτρέψει βαθμιαία μόνο να γίνει σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του. Στην πρώτη περίπτωση το παιδί επιθυμεί να τον γνωρίσει όπως πραγματικά είναι, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το παιδί χρησιμοποιεί τον πατέρα σαν ένα άτομο που ονειρεύεται, αλλά δε χρειάζεται να γνωρίσει καθόλου. Ωστόσο, αν ο πατέρας είναι παρών και επιθυμεί να γνωρίσει το παιδί του, τότε το παιδί είναι καλότυχο και κάτω από τις ευτυχέστερες συνθήκες ο πατέρας εμπλουτίζει τη ζωή του παιδιού. 12 13

Ο Λακάν14 μελέτησε κι αυτός την πατρική ιδιότητα και συγκεκριμένα μίλησε για τις τρεις διαστάσεις της πατρικής λειτουργίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η πατρότητα διακρίνεται σε τρεις διαστάσεις: τον φαντασιακό πατέρα, τον συμβολικό και τον πραγματικό. Στην ηλικία των 5 ή 6 ετών, τη στιγμή δηλαδή της παρακμής του Οιδιπόδειου, το παιδί σβήνει τον πραγματικό πατέρα και του δίνει μια δεύτερη υπόσταση επικαλύπτοντας τον με ένα φαντασιακό πατέρα. 

Η ισχύς του πατέρα αυτού έγκειται στην πεποίθηση ότι είναι ο μόνος που μπορεί να ικανοποιήσει την επιθυμία της μητέρας. Η προνομιακή αυτή θέση του τον καθιστά στη φαντασία του παιδιού αξιοζήλευτο κάτοχο του απαγορευμένου αντικειμένου, καθώς επίσης και αντικείμενο αγάπης και θαυμασμού εκ μέρους του παιδιού. Η αγάπη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και τον κινητήριο μοχλό για τη διεργασία της ταύτισης, που προϋποθέτει την ενσωμάτωση αυτής της πατρικής μορφής και οδηγεί στη λύση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. 

Το παιδί όμως πρέπει να απαγκιστρωθεί από αυτή την έντονη αγάπη του ιδανικού πατέρα. Αυτό πραγματοποιείται με την τρίτη βασική διάσταση της πατρικής λειτουργίας, τον πραγματικό πατέρα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τις ελλείψεις και τα πεπερασμένα όρια του και που θέτει όμως με τον τρόπο αυτό σε αμφισβήτηση τη παντοδυναμία του φαντασιακού πατέρα. Ο πραγματικός πατέρας μπορεί να θεωρηθεί φορέας του συμβολικού ευνουχισμού, της απαγόρευσης δηλαδή της αιμομιξίας την οποία εξαρχής διατυπώνει ο συμβολικός πατέρας.

Η θεωρία αυτή μας επιτρέπει να διασαφηνίσουμε η σημασία που έχει για ένα παιδί η παρουσία ενός πατέρα στη ζωή του. Ο συγκεκριμένος πατέρας (της πραγματικότητας) όχι μόνο ενσαρκώνει τις τρεις λειτουργίες, αλλά και το προστατεύει από τις δυσάρεστες συνέπειες που ενέχουν αυτές οι λειτουργίες για ένα υποκείμενο όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με αυτές χωρίς τη διαμεσολάβηση ενός πατέρα στην πραγματικότητα. 

Αυτό γίνεται επειδή ο πατέρας της πραγματικότητας, χάρη στη δική του συγκρότηση αλλά και τις αδυναμίες του, έρχεται να δείξει στο παιδί ότι υπάρχει μια πραγματικότητα που περιορίζει την παντοδυναμία τόσο του φαντασιακού πατέρα, όσο και τη μητρική. Βέβαια, ο πατέρας της πραγματικότητας δεν αποτελεί το μόνο πρόσωπο που μπορεί να ενσαρκώνει αυτή τη λειτουργία, αλλά εξίσου και άλλα οικεία πρόσωπα της μητέρας, όπως ένας αδερφός ή κάποιος άλλος συγγενής.

Επιπλέον, κάθε πρόσωπο που την ωθεί να στρέφει την επιθυμία της προς ένα «αντικείμενο» πέρα από το παιδί της, όπως ένας σύντροφος, μπορεί να συμβάλλει στη διαδικασία της τριαδοποίησης που είναι θεμελιώδης για κάθε υποκείμενο. Όλα όσα έχουν ειπωθεί είναι οι πιο συχνές υποθέσεις που συναντώνται συνήθως σε υποδειγματικές οικογένειες. Ωστόσο ακόμη και στις πιο ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες, βρίσκουμε ένα παιδί με αντιμαχόμενα συναισθήματα.

Λέγοντας αντιμαχόμενα συναισθήματα, εννοώ όλα αυτά τα συγκρουόμενα συναισθήματα που νιώθει το παιδί για τους γονείς του, τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω (αγάπη και μίσος για τη μητέρα, θαυμασμό και ζήλια για τον πατέρα). Οποιαδήποτε χειροτέρευση των συνθηκών αυτών οξύνει ακόμη περισσότερο τη σύγκρουση που διαδραματίζεται στο εσωτερικό του παιδιού.

Αν φανταστούμε περιπτώσεις παιδιών που δε μεγάλωσαν με την πραγματική τους μητέρα και τους έλειπε η συναισθηματική δέσμευση μαζί της, ή περιπτώσεις γονιών που ζουν χωριστά και ο καθένας προσπαθεί να πάρει το παιδί με το μέρος του, τότε οι βλάβες που προκαλούνται είναι ακόμη μεγαλύτερες, ενώ η εμπιστοσύνη του παιδιού προς τους γονείς κλονίζεται.

Μέχρι στιγμής, περιέγραψα πώς το παιδί ικανοποιεί τις επιθυμίες του μέσω των γονιών του, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εσωτερικεύει τη στάση των άλλων προσώπων μέσα στην οικογένεια, τις σχέσεις του με αυτά τα πρόσωπα και πώς διαμορφώνεται η δική του συμπεριφορά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Στη συνέχεια, θα μιλήσω για τη συμπεριφορά των γονιών προς το παιδί και για τον τρόπο που επηρεάζουν οι ασυνείδητες επιθυμίες των γονιών το συναισθηματικό κόσμο του παιδιού.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το «μοντέλο της θεωρίας των ρόλων» του Η. Ε. Richter13 πολλοί γονείς έχουν την τάση να παράγουν ασυνείδητα απέναντι στο παιδί αισθήματα, με τα οποία στην ουσία δεν εννοούν το ίδιο το παιδί, αλλά ένα άλλο πρόσωπο (το σύντροφο τους, το γονιό τους ή κάποιο από τα αδέρφια τους). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι γονείς να μεταφέρουν στο παιδί τους συναισθηματικές προσδοκίες, φόβους, παρορμήσεις εκδίκησης και άλλα συναισθήματα. Αυτό ο Richter το ονομάζει «μεταφορά». Κάποιες άλλες περιπτώσεις γονέων έχουν τις
ασυνείδητες τάσεις να προβάλλουν μέσα στο παιδί τους τα χαρακτηριστικά και τις προθέσεις που προέρχονται στην πραγματικότητα από τις δικές τους συγκρούσεις. Τώρα, όμως, οι γονείς δεν μπερδεύουν το παιδί τους με κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Αυτό ο Richter το ονομάζει «ναρκισσιστική προβολή», γιατί οι γονείς χωρίς συνειδητή πρόθεση αναζητούν στο παιδί τους όψεις του εαυτού τους, κι αυτό ανήκει στον τύπο της ναρκισσιστικής αγάπης jcov εαυτού. Όσο λιγότερο ικανοποιημένοι είναι οι γονείς με τον εαυτό τους, τόσο περισσότερο έχουν την τάση να προβάλλουν στο παιδί ανεκπλήρωτες επιθυμίες ή αισθήματα ενοχής. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι όπως το παιδί (σύμφωνα με παραπάνω αναφορές) εσωτερικεύει τη σχέση του με τα μέλη της οικογένειας με το δικό του τρόπο, έτσι και οι γονείς εσωτερικεύουν τη σχέση τους με το παιδί, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται.' 

Έχουν και αυτοί επιθυμίες (συνειδητές και ασυνείδητες) τις οποίες μεταθέτουν στο εξωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στα παιδιά τους. Για παράδειγμα, μια μητέρα μπορεί να προσδοκά απ' το παιδί της σε υπέρμετρο βαθμό αποδείξεις αγάπης, επειδή δεν έχει ξεπεράσει η ίδια τη νοσταλγία για τη χαμένη μητρική αγάπη. Αυτές τις φαντασιώσεις των γονέων το παιδί τις δέχεται και τις επεξεργάζεται τόσο στις συναισθηματικές του σχέσεις με τους γονείς του, όσο και στις ταυτίσεις του με αυτούς.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, όσα αναφέρθηκαν στα δύο αυτά κεφάλαια διαπιστώνουμε πως οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας δεν είναι καθόλου απλές. Το παιδί, όπως κάθε μέλος της οικογένειας, έχει το δικό του τρόπο να εσωτερικεύει τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους και κάτι που εξωτερικά φαίνεται με έναν τρόπο, εσωτερικά μπορεί να διαμορφώνεται διαφορετικά.

Σημειώσεις:

7. Άννα Φρόιντ, Παιδανοχ/ική Ψυγανάλυση. Εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα, 1991
8. Nr. Βίννικοτ, Το παιδί η οικογένεια και ο εόωτεοικόσ του κόσιιοο. Εκδόσεις Κστανιώτη, Αθήνα,
1976
9. Άννα Φρόυντ, ό.π.
10. Ντ. Βίννικοτ, ό.π
11. Λακάν. Η Οικογένεια. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1987
12. Άννα Φρ<ίηντ, ό.π
13. Ντ. Βίννικοτ, ό.π
14. Θ. Δραγώνα - Δέσποινα Ναζίρη, Οδεύοντας προο την πατρότητα. ΕκδόσειςΕξάντας, Αθήνα,
1995
15. Αναφορά γίνεται από τον K.R Muhlbauer, Κοινωνικοποίηση. Εκδοτικός οίκος αδερφών
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη



Απόσπασμα 
από την Πτυχιακή εργασία
της 
Σπανοπούλου Αγγελικής

με τίτλο
Το παιδικό σχέδιο ως μορφή αφήγησης των οικογενειακών σχέσεων

πίνακας: Jim Warren 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα