Οικογενειακά σενάρια αποσταθεροποιημένης σταθερότητας 6


Η Μυριάμ
Η Μυριάμ είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα της στο διάστημα των 6 μέχρι 14 χρονών. Στα 14 βίωσε τον χωρισμό των γονιών της. Ήδη από τότε άρχισε να βλέπει αρνητικά τον εαυτό της. Λέει: « είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήμουν ένα κακό παιδί για να με πληγώνει ο πατέρας μου τόσο πολύ. Έτσι δεν πλησίαζα τα άλλα παιδιά, μήπως καταλάβουν ότι έχει συμβεί, στην οικογένειά μου, αλλά… και τους μεγάλους δεν του πλησίαζα διότι φοβόμουν ότι θα μου κάνουν κακό, όπως ο πατέρας μου»
Η  Μυριάμ παντρεύτηκε όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο της παιδί. Ήταν 17 χρονών. Πήρε διαζύγιο  μετά από τρία χρόνια, μετά την γέννηση του δεύτερου παιδιού της. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά σε ηλικία 23 ετών. Ο δεύτερος γάμος της κράτησε δύο χρόνια. Στα 25 της έμεινε μόνη της με δυο παιδιά.
Και οι δύο πρώην σύζυγοί που άθελά της είχε διαλέξει ήταν αλκοολικοί και ασκούσαν επάνω της σωματική βία. Επαναλάμβαναν αυτό που είχε συμβεί με τον πατέρα της!!
Μετά το δεύτερο χωρισμό πέρασε 18 μήνες δύσκολους σε κατάθλιψη, αλλά παρ’ όλα αυτά  κατάφερε να βρει μια δουλειά σημαντική και με την κρατική βοήθεια σαν μονογονεική οικογένεια. Μπόρεσε να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της. Το μεγαλύτερο σήμερα είναι 18 χρονών και ακολουθεί πανεπιστημιακές σπουδές, ενώ το μικρότερο τελειώνει το λύκειο.
Παρά λοιπόν την επιτυχία της σαν μητέρα και επαγγελματίας δεν  σταματούσε να κατηγορεί τον εαυτό της. Τα μάτια της βούρκωναν κάθε φορά που μιλούσε για τον αυτόν και επαναλάμβανε συνεχώς το πόσο «άχρηστη» ήταν, θεωρώντας ότι το μέλλον ήταν χωρίς νόημα.  Η σκέψη «να αυτοκτονήσω τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά μου» ήταν πιο δυνατή από παλιά και στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό της, διότι πίστευε ότι ο δικός της πόνος δεν θα τελείωνε ποτέ. Η επιμονή των σκέψεων απαξίωσής γι’  αυτά που δεν είχε κάνει, αντί στην αξιολόγηση αυτών που είχε πετύχει ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, ψυχαναγκαστική.
Η Μυριάμ με την προτροπή του οικογενειακού της γιατρού απευθύνθηκε σε ένα ψυχίατρο χωρίς να πιστεύει ότι θα καταφέρει τίποτα. Όταν δέχτηκε να πάρει κάποια βοήθεια ήταν 36 χρονών και συνέχιζε να εργάζεται σε μια αξιόλογη θέση, σε μια μεγάλη εταιρεία, μόνο που αισθανόταν ότι ο εργοδότης της την είχε στο μάτι και μπορούσε να την απολύσει από στιγμή σε στιγμή, αυτή η αίσθηση ανασφάλειας και φόβου κράτησε για πολλά χρόνια σκεπτόμενη και ενοχοποιώντας τον εαυτό της ότι δεν είναι σωστή και της αξίζει μια τιμωρία , όπως είναι η απόλυση. Σε αυτή την περίοδο λοιπόν της ζωής της δέχτηκε να βοηθηθεί ψυχολογικά και εκτός από μια φαρμακευτική αγωγή, ξεκίνησε και μια ψυχοθεραπεία.
Με το πέρασμα του χρόνου μέσω αυτής κατανόησε από πού προερχόταν η τάση της να επικεντρώνεται σε στοιχεία του εαυτού της που φανέρωναν την ανεπάρκειά της, όπως επίσης κατανόησε ότι ο τρόπος που «έβλεπε» και «μιλούσε» για τον εαυτό της και το συναίσθημα που πήγαζε από αυτό, δεν τον έλεγχε η ίδια. Ήταν εμποτισμένο από την ενοχή και την αίσθηση της διαχρονικής αδυναμίας της να αντιδράσει σε αυτό που της είχε συμβεί όταν ήταν παιδί. Με αυτόν τον τρόπο θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της για ότι είχε συμβεί και δεν της άξιζε μια καλύτερη μοίρα, σκέψη, που έγινε φανερή μέσω της θεραπείας ότι ήταν παράλογη.
Επίσης μέσω της ψυχοθεραπείας αναγνώρισε, πρώτον την σημαντικότητα της παρουσίας της για τα παιδιά της και δεύτερον ότι η αυτοκτονία της θα τα «στιγμάτιζε» στην υπόλοιπη ζωή τους, όπως και αυτή είχε «στιγματιστεί» από την βία που είχε υποστεί. Ανεγνώρισε δηλαδή ότι και αυτή με την  αυτοκτονία της - η οποία ήταν μια πράξη βίας που θ ασκούσε στον εαυτό της - δεν θα ήταν παρά μια πράξη βίας και για τα ίδια της τα παιδιά.  Με αυτή την πράξη Θα « παραβίαζε» με την σειρά της τα παιδιά της με τον ίδιο τρόπο που ο πατέρας είχε «παραβιάσει» την ίδια της την ζωή.
Επαναξιολογώντας μέσω της ψυχοθεραπείας και «θαυμάζοντας» την ικανότητα της να κυριαρχήσει στην ζωή, να μεγαλώσει τα παιδιά της, παρ’ όλη την τραυματική εμπειρία που είχε περάσει, σιγά, σιγά απομάκρυνε τις σκέψεις αυτοκτονίας. Ανακάλυψε και αισθάνθηκε την ανάγκη να διεκδικήσει εκ νέου το δικαίωμά της να ζει και να χαίρεται γι’ αυτά που έχει καταφέρει. Δηλαδή να χαίρεται τον «εαυτό» της και να είναι ευχαριστημένη για την ύπαρξή του, κάτι, που της είχαν αφαιρέσει με την βία, πρώτα ο πατέρας της και μετά οι σύντροφοι που είχε «διαλέξει».
Κερεντζής Λάμπρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα