Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας






1.1 Η θέση της γυναίκας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Παρ’ όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραματικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, μία τουλάχιστον κοινωνική σχέση παραμένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: η σχέση ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην ενότητα που ακολουθεί παρουσιάζεται με πραγματικά νούμερα και ποσοστά η υποδεέστερη θέση της γυναίκας διεθνώς και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Για παράδειγμα, οι πρώτες διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος αφορούσαν το δικαίωμα για ψήφο. Η Φιλανδία είναι η πρώτη χώρα που έδωσε ψήφο στις γυναίκες το 1906, ακολούθησε η Αγγλία το 1928, η Ελλάδα το 1952, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία το 1954 (Παυλάκου, 1991). Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνημα οργανώθηκε μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο και την Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οπότε και μια σειρά από διεθνείς συμβάσεις και πολιτικές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ανάγκασαν μεγάλους οργανισμούς και κυβερνήσεις κρατών να προωθήσουν την ισότιμη συμμετοχή και αντιμετώπιση της γυναίκας στους περισσότερους τομείς. Συγκεκριμένα, το 1952 ψηφίστηκε η διεθνής σύμβαση του Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών και την ίση πρόσβαση σε όλα τα δημόσια λειτουργήματα, με την οποία αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και η χώρα μας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998).
Ωστόσο, οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν σημαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας, η οποία εξακολούθησε να χαρακτηρίζεται από ουσιαστικές αντιφάσεις και επομένως να καταλήγει σε αδιέξοδα. Άλλωστε, η νομοθετική ισότητα σε καμία περίπτωση δεν προεξοφλεί ούτε και εξασφαλίζει την ουσιαστική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970, παρότι η γυναίκα είναι ήδη στην παραγωγή, περιορίζεται στην άσκηση μερικών μόνο επαγγελμάτων και δεν κατέχει καθόλου ανώτατες θέσεις στην επαγγελματική ιεραρχία. Παράλληλα, η πλειονότητα των πολιτών σε Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, σύμφωνα με έκθεση της τότε Ε.Ο.Κ., πιστεύει ότι η γυναίκα είναι αυτή που πρέπει να αναλάβει την ευθύνη του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών (Παυλάκου, 1991). Αντίστοιχα, το 1981, σε παρόμοια μελέτη, το 60% των γυναικών απάντησε ότι εργάζεται εκτός σπιτιού μόνο για οικονομικούς λόγους (Παυλάκου, 1991).
Ακόμη και σήμερα όμως, η οργάνωση των θεσμών και των βασικών κοινωνικών οργανισμών παραμένει σύμφωνη με παραδοσιακά ανδρικά πρότυπα και μοντέλα ζωής (Εvans, 1994). Πολλές φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από μια «νέο-πατριαρχία», δηλαδή μια νέου είδους πατριαρχική οργάνωση, η οποία διαφέρει από παλιότερους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης μόνον ως προς το βαθμό και τη μορφή (Bradley, 1989; Walby, 1990). Για παράδειγμα, η γυναίκα μπορεί σήμερα να αναλάβει μια επαγγελματική ενασχόληση, εφόσον όμως οργανώσει τις δραστηριότητές της με τέτοιον τρόπο ώστε η καθημερινή λειτουργία του νοικοκυριού να μην διακόπτεται. Σύμφωνα άλλωστε με την τελευταία αναφορά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations, 2000), η οποία επιχειρεί να απαντήσει στο περίπλοκο ζήτημα της εξέλιξης της θέσης της γυναίκας παγκοσμίως, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι παρόλη την πρόοδο, οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα παραμένουν και επομένως οι πραγματικές αλλαγές στις ζωές των γυναικών σε επίπεδο κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρειάζονται ακόμη πολύ χρόνο για να ολοκληρωθούν.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι το χάσμα των δύο φύλων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει σχεδόν εξαλειφθεί, τα 2/3 των αναλφάβητων παγκοσμίως είναι γυναίκες (United Nations, 2000). Ο αναλφαβητισμός οξύνει την απόσταση ανάμεσα στα δύο φύλα. Πράγματι, σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές το ποσοστό του γυναικείου αναλφαβητισμού είναι υψηλότερο από το ανδρικό ποσοστό, ανεξάρτητα από το επίπεδο αναλφαβητισμού της κάθε χώρας (Παυλάκου, 1991). Επίσης, παρά τα αυξημένα ποσοστά γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ειδικά στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, στην Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία, οι γυναίκες συγκεντρώνονται κυρίως σε θεωρητικές σχολές, ενώ οι άνδρες σε σχολές θετικών επιστημών, γεγονός που επηρεάζει την μετέπειτα σταδιοδρομία τους και είσοδό τους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, περισσότεροι άνδρες παρά γυναίκες αποκτούν τις απαραίτητες γνώσεις της πληροφορικής, οι οποίες τους εξασφαλίζουν την είσοδο στα επαγγέλματα της νέας τεχνολογίας (United Nations, 2000). Ωστόσο, η ισότιμη πρόσβαση και εξέλιξη των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης θεωρείται απαραίτητη για την πλήρη συμμετοχή της γυναίκας στη μισθωτή απασχόληση, για την προσωπική της ανάπτυξη και απελευθέρωση καθώς και για τη βελτίωση της υγείας, της διατροφής και της παιδείας του συνόλου της οικογένειας.

Σήμερα, είναι πλέον γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό της εργατικής δύναμης σε όλο τον κόσμο. Η πιο σημαντική πλευρά της αυξημένης συμμετοχής τους στην οικονομία είναι ότι περισσότερες γυναίκες από ποτέ παραμένουν στην παραγωγή κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών τους χρόνων, παρότι τα εμπόδια όσον αφορά στο συνδυασμό οικογένειας και εργασίας παραμένουν (United Nations, 2000). Όμως, παρά τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, η φύση και το είδος της εργασίας για άνδρες και γυναίκες διαφέρει σημαντικά. Οι γυναίκες πρέπει να συμφιλιώσουν την εργασία τους με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, για αυτό και η συμμετοχή τους στην παραγωγή έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθώς αυτές προσλαμβάνονται ή εκδιώκονται ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας αλλά και της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται για τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση των γυναικών από την εργασία είναι είτε η απαγόρευση της εισόδου των γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα, είτε οι διάφοροι τρόποι αποβολής των γυναικών από τα επαγγέλματα, άμεσοι και έμμεσοι (Walby, 1986). Σύμφωνα με την Walby (1986), η απορρόφηση των γυναικών σε συγκεκριμένα γυναικεία επαγγέλματα αποτελεί έναν τρόπο για τη δημιουργία μιας υποβαθμισμένης εργατικής τάξης. Οι γυναίκες τελικά συνωστίζονται σε δουλειές και επαγγέλματα με μικρότερο κύρος, χαμηλότερες αμοιβές και δίχως προοπτικές εξέλιξης, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση του προσωρινού και ευκαιριακού χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας τους.

Από την άλλη, ενώ η αυτό-απασχόληση, η μερική απασχόληση και η εργασία στο σπίτι έχουν επεκτείνει τις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών, αυτού τους είδους οι θέσεις εργασίας χαρακτηρίζονται κυρίως από έλλειψη ασφάλειας, προνομίων και ιδιαίτερα χαμηλές αμοιβές (United Nations, 2000). Επιπλέον, οι γυναίκες απασχολούνται πολύ περισσότερο σε σχέση με τους άνδρες στην παραοικονομία μιας χώρας, δηλαδή ως συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων (United Nations, 2000). Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος για τις διαφορές φύλου στον τομέα της αγοράς εργασίας, αποτελεί ο καταμερισμός της εργασίας στο χώρο της οικογένειας, όπου οι γυναίκες αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο για μη αμειβόμενη οικιακή εργασία, όπως η καθαριότητα, η μαγειρική, η ανατροφή των παιδιών και η φροντίδα άλλων μελών της οικογένειας. Ιστορικά επίσης, ο θεσμός του οικογενειακού μισθού, ο οποίος προσέφερε στους άνδρες εργαζόμενους μεγαλύτερες αμοιβές ώστε να μπορούν να συντηρούν τη γυναίκα και τα παιδιά τους,
επέβαλλε την οικονομική εξάρτηση και την ιδεολογική υποδούλωση των γυναικών (Barrett & MacIntosh, 1982).

 Ο παραπάνω θεσμός προϋποθέτει έναν άνδρα-σύζυγο, ο οποίος στηρίζει οικονομικά την οικογένεια, εν τούτοις αδικεί τις εργαζόμενες και τις ανύπανδρες γυναίκες. Πίσω από την ιδέα του οικογενειακού μισθού, κρύβεται φυσικά η αντίληψη ότι οι πρωταρχικές υπευθυνότητες των γυναικών είναι το σπίτι και η οικογένεια, ακόμη κι όταν αυτές εργάζονται. Βεβαίως στις μέρες μας, ο οικογενειακός μισθός άλλαξε όνομα και έγινε διαφορετικός μισθός, ο οποίος επίσης ενθαρρύνει τον γάμο και καθορίζει την εργασία των γυναικών ως δευτερεύουσα σε σχέση με αυτήν των ανδρών (Hartmann, 1981). Τέλος, το διάστημα 1991-97, τα ποσοστά της ανεργίας των γυναικών σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, με εξαίρεση την Αγγλία και τη Φιλανδία, είναι υψηλότερα για τις γυναίκες, ενώ σε όλες τις χώρες οι νεότερες σε ηλικία γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τους άνδρες (United Nations, 2000).

Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και δεν έχει αυξηθεί καθόλου τα τελευταία χρόνια. Δίχως όμως την ενεργή συμμετοχή των γυναικών και την ενσωμάτωση της γυναικείας οπτικής σε κέντρα αποφάσεων της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, οι στόχοι της ισότητας, της ανάπτυξης και της ειρήνης τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν. Σύμφωνα με την Μαγγανάρα (1998), τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχής της γυναίκας στην πολιτική είναι τρία. Πρώτον, όλοι οι πολίτες των δημοκρατικών συστημάτων πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν ισότιμα επιρροή στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν, ενώ τα όργανα λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι προσιτά σε όλους. Δεύτερον, η ανεπαρκής εκπροσώπηση των γυναικών αμφισβητεί τη νομιμότητα των αποφάσεων, καθώς αυξάνει επικίνδυνα την απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που αποφασίζουν και στους ίδιους τους πολίτες, δηλαδή τις γυναίκες. Τρίτον, σε μια τέτοια περίπτωση κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει σημαντικές απώλειες ανθρώπινου δυναμικού, καθώς δεν αξιοποιεί αποτελεσματικά τις γνώσεις και τις εμπειρίες του μισού της πληθυσμού, δηλαδή των γυναικών.

Έτσι, το 2000 μόνο 9 γυναίκες στον κόσμο ήταν επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων (United Nations, 2000). Το 1998, μόνο το 8% των υπουργών σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν γυναίκες, ενώ το 1999 οι γυναίκες εκπροσωπούσαν μόνο το 11% των εθνικών κοινοβουλίων παγκοσμίως (United Nations, 2000). Σε γενικές γραμμές η εκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική είναι καλύτερη σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου ανέρχεται σε ποσοστό 21% (United Nations, 2000). Ωστόσο, το 1990 στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στη Μ. Βρετανία τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια ήταν πολύ χαμηλά καθώς κυμαίνονταν από 1% έως 6% (Μαγγανάρα, 1998). Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν συμμετοχή των γυναικών σε ποσοστά από 7% έως 15%, ενώ το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής γυναικών σε εθνικό κοινοβούλιο εμφανίζει η Σουηδία με 38,1%. (Μαγγανάρα, 1998). Ανάλογη είναι και η εικόνα της εκπροσώπησης της γυναίκας στον κόσμο των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Για παράδειγμα, το 1999 οι γυναίκες εκπροσωπούσαν μόνο το 11% των στελεχών στις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Αμερικής (United Nations, 2000). Γενικά, τα ποσοστά γυναικών σε διευθυντικές και διοικητικές θέσεις εργασίας, σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, κυμαίνονται ως εξής για την περίοδο 1985-1997: Γαλλία 10%, Γερμανία 19%, Ελλάδα 12%, Ισπανία 12% και Αγγλία 33% (United Nations, 2000).

Ως επιπλέον στοιχεία για την κοινωνική θέση της γυναίκας παγκοσμίως αναφέρονται τα εξής: σήμερα οι γυναίκες κατά μέσο όρο γεννούν λιγότερα παιδιά, παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία, αποκτούν παιδιά εκτός γάμου, ανατρέφουν παιδιά μόνες τους ως αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, εργάζονται σταθερά ενώ έχουν παιδιά ηλικίας κάτω των τριών ετών και παρ΄ όλα αυτά υφίστανται σε υψηλό ακόμη ποσοστό φυσική ή σεξουαλική κακοποίηση (United Nations, 2000). Επίσης, πολλές γυναίκες υποανάπτυκτων κυρίως χωρών υποφέρουν από σοβαρά προβλήματα υγείας την περίοδο της εγκυμοσύνης και από σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες.

Στις μέρες μας, ασκείται οξεία κριτική στη θεωρία και πρακτική του δημοκρατικού φιλελευθερισμού για τον αποκλεισμό των γυναικών από την πλήρη ιδιότητα του πολίτη. Όπως άλλωστε ισχυρίζεται η Arnot (1995), η θέση που κατέχουν οι γυναίκες σήμερα σε μια κοινωνία – και η θέση αυτή δεν καθορίζεται μόνο νομοθετικά – αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους δείκτες του βαθμού στον οποίο αυτή η κοινωνία θεωρείται «ώριμη δημοκρατία» – όταν δηλαδή ο δημοκρατικός λόγος συμβαδίζει και ταυτίζεται με τη δημοκρατική πρακτική. Με αυτήν τη λογική, ακόμη και σήμερα οι περισσότερες Ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν αποτελούν «ώριμες» αλλά «μερικές» ή «τμηματικές» δημοκρατίες (Arnot et al., 1995). Πράγματι, «η υποαντιπροσώπευση των γυναικών καταδεικνύει την αδυναμία της δημοκρατίας, δηλαδή τη συνύπαρξη της πολιτικής ισότητας με την κοινωνική ανισότητα, αφού ο παράγων δύναμη σε κάθε κοινωνία καθορίζει ποιοι είναι εκείνοι που βρίσκονται στα κέντρα λήψης αποφάσεων» (Μαγγανάρα, 1998: 22). Η ίδια συγγραφέας, παρόμοια με πολλούς άλλους, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν ένα δημοκρατικό καθεστώς να διαπλέκεται με ένα σύστημα εξουσιαστικών σχέσεων, όπως είναι αυτό των δύο φύλων και να στηρίζεται σε αυτό. Σύμφωνα με τη James (1996), o αποκλεισμός των γυναικών γίνεται με δύο τρόπους: πρώτον, δεν αναγνωρίζονται στη γυναίκα τα πλήρη δικαιώματα και προνόμια που αναγνωρίζονται στους άνδρες και δεύτερον θεωρείται αυτονόητη μια συγκεκριμένη αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη, η οποία αποκλείει κάθε τι παραδοσιακά γυναικείο. Το παραπάνω επιχείρημα υποστηρίζει ουσιαστικά ότι η φιλελεύθερη θεωρία στηρίζεται σε μια αλληλοσυμπληρούμενη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, στη διάκριση δηλαδή ανάμεσα στους πολιτικούς θεσμούς μιας κοινωνίας και στην οικιακή σφαίρα του σπιτιού και της οικογένειας. Αυτό βεβαίως δεν ισχύει μόνον για τις συνθήκες ζωής παλιότερων γενεών αλλά και των σημερινών γυναικών που ζουν στις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες. Επομένως, παρά τη σημαντική πρόοδο σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρά τα συνεχή αιτήματα για ισότητα, οι γυναίκες δεν έχουν ακόμη αποκτήσει την πλήρη ιδιότητα του πολίτη και η δημοκρατική φιλελεύθερη θεωρία εξακολουθεί να διαιωνίζει μια αντίληψη της πολιτικής που έμμεσα περιθωριοποιεί τις γυναίκες και τις στερεί από προνόμια.

Τα τελευταία χρόνια η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνει λόγο για το φαινόμενο του «κοινωνικού αποκλεισμού» διαφόρων κοινωνικών ομάδων, κυρίως εξαιτίας των διαρθρωτικών οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών και της μαζικής μετανάστευσης στις ευρωπαϊκές χώρες. Τα άτομα που υφίστανται αποκλεισμό δεν μπορούν να ασκήσουν βασικά κοινωνικά δικαιώματα ως πολίτες ενός κράτους, όπως εκείνα της εκπαίδευσης, της υγείας, της απασχόλησης ή το δικαίωμα σε ένα εισόδημα που να επιτρέπει ένα αποδεκτό και αξιοπρεπή τρόπο ζωής. Όπως αναφέρει η Καβουνίδη (1998), η έννοια των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη πηγάζει από το έργο του T.H. Marshall, το οποίο περιγράφει την ιστορική εξέλιξη της ιδιότητας του πολίτη και το οποίο βασίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι ο πληθυσμός είναι ένα ομοιογενές σύνολο που έχει ισότιμη πρόσβαση σε όλα τα δικαιώματα, αστικά, πολιτικά και κοινωνικά. Σύμφωνα όμως με τις περισσότερες φεμινίστριες, το μοντέλο του Marshall βασίζεται μόνο στην εμπειρία των λευκών ανδρών, ενώ η ανάπτυξη της ιδιότητας του πολίτη βασίζεται εκ των προτέρων στον αποκλεισμό των γυναικών από αστικά και πολιτικά δικαιώματα.

Έτσι και η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, ισχυρίζεται η Καβουνίδη (1998), αναπτύχθηκε με βάση το υπάρχον σύστημα σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και βασίστηκε σε ένα συγκεκριμένο καταμερισμό της εργασίας, με τρόπο που απέκλεισε τις γυναίκες από την ίδια πρόσβαση σε κοινωνικά δικαιώματα που απολάμβαναν οι άνδρες. Κλειδί για την πρόσβαση σε κοινωνικά δικαιώματα έγινε φυσικά η συμμετοχή στην αγορά εργασίας και η μισθωτή εργασία. Όμως, η ευθύνη της γυναίκας για τη φροντίδα των μελών της οικογένειας συνεπάγεται την παρεμπόδιση της ανάπτυξης της ίδιας σχέσης με την αγορά εργασίας που έχουν οι άνδρες. Η χωρίς πληρωμή παροχή φροντίδας στο σπίτι δεν θεμελιώνει δικαιώματα, δεν αναγνωρίζεται και δεν έχει την ίδια αξία όπως η συμμετοχή στη μισθωτή εργασία. Για παράδειγμα, με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας οι γυναίκες εξασφάλισαν παροχές κυρίως μέσα από την εξαρτημένη θέση τους στην οικογένεια ως σύζυγοι και μητέρες, ενώ το μοντέλο του άνδρα κουβαλητή απετέλεσε το υπόβαθρο του κράτους πρόνοιας (Καβουνίδη, 1998). Η ιδιότητα του πολίτη γενικά και όχι μόνο η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη δομήθηκε πάνω σε μια συγκεκριμένη διάκριση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, η οποία συνδέεται ιστορικά με τη συμμετοχή των ανδρών στη δημόσια σφαίρα και τον αντίστοιχο αποκλεισμό των γυναικών από αυτήν. Σύμφωνα με την Καβουνίδη (1998), στόχος σήμερα γίνεται ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη, η οποία ιδιότητα πρέπει να είναι είτε ουδέτερη ως προς το κοινωνικό φύλο, είτε να αναγνωρίζει τις διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με ανάλογους προσδιορισμούς ώστε να αναδειχθούν αξίες και δραστηριότητες που παραδοσιακά έχουν ταυτιστεί με τις γυναίκες.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι τόσο οι υλιστικές (οικονομικές), όσο και οι πολιτισμικές (ιδεολογικές) συνθήκες διαβίωσης των γυναικών αλληλεπιδρούν για να περιορίσουν τελικά την ισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Με άλλα λόγια, σε οικονομικό και εργασιακό επίπεδο οι γυναίκες υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους άνδρες, ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο λίγα έχουν αλλάξει στην αντιπροσώπευση των γυναικών ως το «αδύνατο φύλο». Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες δεν κατέχουν μια κατώτερη κοινωνικά θέση, ακόμη κι αν υπάρχουν διαφορές στο βαθμό και στη φύση μιας τέτοιας υποταγής και κατωτερότητας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί φυσικά εξαίρεση στο παραπάνω παγκόσμιο φαινόμενο της γυναικείας καταπίεσης.

1.2 Η θέση της γυναίκας στην Ελληνική κοινωνία.

Σύμφωνα με την Παυλάκου (1991), η θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία είναι δυνατόν να διαπιστωθεί από τη θέση της στο δίκαιο, τη συμμετοχή της στην πολιτική, τη συμμετοχή της στην παραγωγή και το ρόλο της μέσα στην οικογένεια. Στις ενότητες που ακολουθούν περιγράφεται η θέση της Ελληνίδας στους τομείς του δικαίου, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, της εργασίας και της οικογένειας. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται ωστόσο στους τομείς της μισθωτής απασχόλησης και στον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη ελληνίδα προσπαθεί να συμφιλιώσει οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις.

Όπως είναι γνωστό, η μισθωτή απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό χώρο οργάνωσης της ανθρώπινης ταυτότητας και έναν τόπο άσκησης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Η μαζική είσοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία σήμανε ουσιαστικά την αφετηρία στους αγώνες για τη χειραφέτηση της γυναίκας και οδήγησε σε διαρθρωτικές αλλαγές στο χώρο της οικονομίας και της οικογένειας. Με άλλα λόγια, η μισθωτή εργασία επηρέασε σημαντικά το σύγχρονο καθημερινό τρόπο ζωής και των ελληνίδων γυναικών, μεταβάλλοντας τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας τόσο στο χώρο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής ζωής. Αν και ο όρος απασχόληση ή εργασία αναφέρεται πρωτίστως στη μισθωτή εργασία, διότι αυτή θεωρείται ως η μόνη παραγωγική εργασία επειδή αμείβεται, το θέμα της γυναικείας εργασίας επεκτείνεται αναγκαστικά και στον τομέα της οικογένειας, καθώς εξαρτάται άμεσα από τις οικογενειακές δεσμεύσεις των γυναικών και συνεπάγεται μεταβολές στους οικογενειακούς ρόλους των δύο φύλων και στη γονιμότητα. Σύμφωνα με την Θανοπούλου (1992: 18), «το εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο υποστηρίζει τη χρήση του όρου γυναικεία απασχόληση ή εργασία φαίνεται να συνδέεται, άλλοτε σαφώς και άλλοτε υπαινικτικά, με την ιδεολογία της γυναικείας απελευθέρωσης, τη γενικότερη εξέλιξη της ελληνικής οικογένειας και την προβληματική της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας».

Πηγή:

Απόσπασμα
 από τη
διδακτορική διατριβή
 «Νέες γυναίκες με πανεπιστημιακή μόρφωση και η συμφιλίωση της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας στο σχεδιασμό της ενήλικης ζωής»,
  Χριστίνα Αθανασιάδου, Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη,

Πίνακας: .Picasso, Femme se peignant, juin 1940    
 http://www.philippesollers.net/radio-libre.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα