ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ




Σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία της γονιμότητας, η οικογένεια θεωρείται ως μία αυτοτελής-αυτόνομη οντότητα, με δικές της φιλοδοξίες και σκοπιμότητες, προς τις οποίες ευθυγραμμίζονται τελικά οι βουλήσεις, οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές των μελών της. Υποτίθεται ότι δρα σαν άτομο και αποφασίζει ελεύθερα για τον τρόπο που κάθε μέλος της θα κατανείμει το χρόνο του σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την αγορά εργασίας και με τις ανάγκες του σπιτιού.

Ειδικότερα, ο G. Becker (1960) ήταν ο πρώτος που προέβη στην παραδοχή ότι οι γονείς αποφασίζουν να κάνουν ένα ή περισσότερα παιδιά σταθμίζοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα σε σχέση με άλλες δραστηριότητες στις οποίες θα μπορούσαν να επιδοθούν και πιθανόν να παρεμποδίζονται από την απόκτηση των παιδιών. Συνήθως, οι οικογένειες με σχετικά υψηλότερα εισοδήματα επιλέγουν να αποκτήσουν λίγα παιδιά,8 σύμφωνα με τις απόψεις του Becker, αλλά με υψηλότερη «ποιότητα».9 Αντίστοιχα, οι οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα αποκτούν πολλά παιδιά, διότι αφ’ ενός δεν έχουν επαρκή γνώση των μέσων ελέγχου και περιορισμού τους, εφ’ ετέρου τα παιδιά αποτελούν το κεφάλαιό τους.10

Η αρχική προσέγγιση του G. Becker (1960) έδινε έμφαση στο άμεσο υψηλό κόστος (για διατροφή, ρουχισμό, εκπαίδευση κ.λπ.), ενώ σε νεότερες εκδοχές η έμφαση δινόταν στο υψηλό κόστος ευκοαρίας, δηλαδή στο εισόδημα που χάνεται όταν η μητέρα δεν μπορεί να εργασθεί λόγω της απόκτησης, φροντίδας και ανατροφής παιδιών11 (Shultz, 1974· Willis, 1987). Το κόστος αυτό αποτιμάται ως ιδιαίτερα υψηλό στις περιπτώσεις των ζευγαριών, όπου το ένα μέλος, και κυρίως η σύζυγος, αποκόπτεται ολοκληρωτικά ή ευκαιριακά από την αγορά εργασίας, εφ’ όσον το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της διατίθεται για να προσέχει και να φροντίζει το παιδί (ή τα παιδιά).

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η διαχείριση του οικογενειακού χρόνου, κατά τη νεοκλασική θεωρία, αποτελεί συνάρτηση του οικογενειακού προϋπολογισμού και επομένως εκλαμβάνεται ως παράγοντας ορθολογικών διαδικασιών και εκλογικεύσεων. Αυτό φαίνεται να το αναγνωρίζουν τα μέλη του οικογενειακού πυρήνα, όταν λαμβάνουν αποφάσεις και συντονίζουν την προσφορά και τη διάθεση της εργατικής τους δύναμης στην αγορά εργασίας. Ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους ανισότητα, το άμεσο και το έμμεσο κόστος, δηλαδή το συνολικό κόστος, είναι αυτό που σε τελευταία ανάλυση έχει καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του ζευγαριού για την απόκτηση ενός ή περισσότερων παιδιών.

Πάνω στο νεοκλασικό υπόδειγμα ανάλυσης της γονιμότητας δεν έχουν διατυπωθεί κάποιες εκτεταμένες εναλλακτικές θεωρήσεις, ενώ έχουν αναπτυχθεί έντονες κριτικές απόψεις και αμφισβητήσεις (Μπα- λούρδος, 1988· Μπαλούρδος, 1997).

Ωστόσο, στην παρούσα εργασία, η εξ ορισμού ατομοκεντρική12 νεοκλασική προσέγγιση της οικονομικής-αναπαραγωγικής συμπεριφοράς δεν θεωρείται το μοναδικό και το πιο έγκυρο πλαίσιο ανάλυσης. Αντίθετα, υποτίθεται ότι η οικογένεια λειτουργεί ως οικογενειακή οιονεί επιχείρηση, «στους κόλπους της οποίας προγραμματίζεται συλλογικά η άριστη δυνατή χρησιμοποίηση της διαθέσιμης οικογενειακής εργατικής δύναμης, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα υφιστάμενα ή προσδοκώμενα κυκλώματα πρόσκτησης εισοδήματος. 

Στον συνολικό στρατηγικό υπολογισμό της κατανάλωσης χρόνου ή ενέργειας εντάσσονται σαφώς τόσο το σύνολο των προσδοκώμενων κρατικών επιδοτήσεων, ασφαλιστικών παροχών ή πόρων από την οποιαδήποτε επίσημη ή μη δραστηριότητα, όσο και οι οποιεσδήποτε ενδεχομένως διέξοδοι των παραοικονομικών κυκλωμάτων όλων των τύπων. Και μονολότι τα φαινόμενα αυτά αφορούν κυρίως τους φορείς-υποκείμενα, που συγκεντρώνονται στη λεγόμενη “δευτερογενή” αγορά εργασίας, η “πρωτογενής” σταθεροποιημένη εργατική τάξη δεν παραμένει ανεπηρέαστη από τη δυνάμει πολυσθένεια. Και γι’ αυτούς η οικογενειακή κοινότητα παρέχει συχνά την ευρύτερη μονάδα, στους κόλπους της οποίας αποφασίζεται και υλοποιείται η στρατηγική της προσφοράς εργασίας» (Τσουκαλάς, 1987, σ. 191).

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η οικογένεια δεν αποτελεί ένα ομοιογενές, αδιαίρετο και συμπαγές σύνολο, του οποίου η οικονομική και αναπαραγωγική συμπεριφορά αναλύεται ατομοκεντρικά. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από μια δομική ετερογένεια με διαφορετική δυναμική και διαφορετικές προοπτικές άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων. Ανάλογα δε με τα ατομικά του χαρακτηριστικά, το ζευγάρι ρυθμίζει όχι μόνον την παραγωγική-οικονομική συμπεριφορά αλλά και την οικονομική-αναπα- ραγωγική συμπεριφορά, κάτω από ένα γενικότερο υπολογισμό κόστους- ωφέλειας και με συγκεκριμένο ρόλο για το κάθε μέλος της.13

Με βάση τη διάκριση της αγοράς εργασίας σε δύο «μη τεμνόμενα» υποσύνολα ή υποαγορές, την πρωτεύουσα και τη δευτερεύουσα αγορά, οι γυναίκες ή/και τα ζευγάρια με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ασταθή εργασία, χαμηλό εισόδημα κ.λπ. αποκτούν περισσότερα παιδιά, όχι απλά διότι δεν γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τα σύγχρονα μέσα αντισύλληψης, αλλά διότι πιθανόν (και) να μην επηρεάζονται από τους παράγοντες ή τα αίτια που ωθούν τα άλλα ζευγάρια, που κατά κανόνα απασχολούνται στην πρωτεύουσα αγορά, να αποκτήσουν λιγότερα παιδιά.

Ειδικότερα, όσον αφορά το κόστος ευκαιρίας το οποίο αποτελεί και τον καθοριστικότερο παράγοντα μείωσης των γεννήσεων κατά τους νεοκλασικούς, φαίνεται ότι η επίδρασή του ή η ισχύς του στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας είναι ασήμαντη ή μηδενική, εφ’ όσον οι κανόνες λειτουργίας και η συμμετοχή των γυναικών (ή /και των ανδρών) σ’ αυτήν σε πολύ ελάχιστες περιπτώσεις παρεμποδίζεται από την ύπαρξη παιδιών. Διότι απασχολούνται σε θέσεις προσωρινές, ρευστές και με χαμηλότερες απολαβές (εργασία στο σπίτι, προσωρινή και «μαύρη» εργασία). Άλλωστε, σε μια πολυμελή παραδοσιακή οικογένεια έχει παρατηρηθεί ότι το μεγαλύτερο παιδί φροντίζει τα μικρότερα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα παιδιά, ύστερα από κάποια ηλικία, αφήνονται μόνα τους ή εισέρχονται νωρίς στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας (Χρυσάκης, 1993).

Εξάλλου, με τη χρήση οικονομετρικών υποδειγμάτων, έχει διαπιστωθεί ότι οι παράγοντες προσδιορισμού της γονιμότητας διαφοροποιούνται σε κάθε υποσύνολο της αγοράς εργασίας με άμεσο επακόλουθο το κόστος ευκαιρίας, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη συμβολή της νεοκλασικής θεωρίας στην ερμηνεία των διακυμάνσεων της γονιμότητας, να είναι μηδενικό στην περίπτωση των ζευγαριών που κύρια απασχολούνται στη δευτερεύουσα-εξωτερική αγορά εργασίας (Μπαλούρδος, 1997).

Φαίνεται επομένως ότι ο αναλυτικός μηχανισμός της νεοκλασικής θεωρίας δεν μπορεί να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τις διαφοροποιήσεις και τα πρότυπα της γονιμότητας ενδοχωρικά. Άλλωστε, συχνά οι δημο- γραφικές (επιδοματικές) πολιτικές, που εφαρμόζονται, καταλήγουν σε αποτυχία, διότι κατά κανόνα απευθύνονται στα ζευγάρια που ήδη έχουν αποκτήσει πολλά παιδιά, είναι φτωχά ή/και απασχολούνται στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας, ενώ ίσως δεν γνωρίζουν να κάνουν χρήση των επιδομάτων που έχουν δικαίωμα να απολαύουν (Μπαλούρδος, 1995· Σούλης, Μπαλούρδος, Χρυσάκης, 1994- Μπαλούρδος, 1997). Εκτός αυτού, το αποτέλεσμα που επέρχεται στη συνολική γονιμότητα από την αύξηση της (μερικής) γονιμότητας των επί μέρους αυτών ζευγαριών είναι επουσιώδες και ασήμαντο, λόγω της περιορισμένης αναλογίας των ζευγαριών στο συνολικό πληθυσμό.

Συχνά τα πολλά παιδιά συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σωρευτικής αιτιότητας του κύκλου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, και για το λόγο αυτόν η οικογένεια μειώνει το μέγεθος της. Η τάση αυτή είναι χαρακτηριστική σε περιπτώσεις που έχει ολοκληρωθεί η αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση μιας κοινωνίας, ενώ υποτίθεται ότι οι κοινωνικοί κανόνες και οι κοινωνικές αξίες έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλουν και να «επιτρέπουν» το χαμηλό μέγεθος της γονιμότητας και επί πλέον η τάση αυτή να μην μεταβάλλεται, τουλάχιστον βραχυχρόνια. Εννοείται ότι η μείωση αυτή γίνεται σταδιακά και συνήθως επηρεάζεται επιπρόσθετα από το μορφωτικό επίπεδο του ζευγαριού και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας.14 Παρ’ όλες τις εξελίξεις αυτές, υπάρχει μια ομάδα οικογενειών που διατηρεί το παραδοσιακά υψηλό πρότυπο της γονιμότητας είτε λόγω πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, είτε λόγω άλλων δυσκολιών οι οποίες συμβάλλουν στην καθυστέρηση της υιοθέτησης του προτύπου της χαμηλής γονιμότητας.15

Με άλλα λόγια, αν και το πρότυπο της απόκτησης λίγων παιδιών είναι «οικονομικά ωφέλιμο» και υιοθετείται από την πλειονότητα, εντούτοις υπάρχουν ζευγάρια που, υπό την επίδραση πολιτισμικών, κοινωνικών, ψυχολογικών και οικονομικών παραγόντων,16 εξακολουθούν να αποκτούν πολλά παιδιά, με άμεσο αποτέλεσμα να υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο φτώχειας.

Είναι προφανές ότι η οικογένεια στην Ελλάδα διέρχεται, αναμφισβήτητα, ένα στάδιο μετάβασης και ουσιαστικών αλλαγών όσον αφορά τις σχέσεις, τους ρόλους και τις προσδοκίες των μελών της. Νέοι τύποι και σχήματα οικογενειών διαμορφώνονται. Τη στιγμή που ο δείκτης γονιμότητας επιμένει να διατηρείται χαμηλός, η αύξηση των διαζυγίων οδήγησε στην αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών, που κύρια έχουν τη γυναίκα ως υπεύθυνο. Στην ουσία, πρόκειται για μια τάση, η οποία, κατά τη δική μας άποψη, θα γίνει κυρίαρχη κατά τις επόμενες δεκαετίες, αν και προς το παρόν η αύξηση της αναλογίας των μονογο- νεϊκών οικογενειών οδηγεί συχνά σε φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό (π.χ., αν δεν υπάρχει θέση με ευέλικτο ωράριο, αν η μητέρα δεν διαθέτει υψηλή μόρφωση, την απαραίτητη επαγγελματική εμπειρία, αν δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος φύλαξης των παιδιών κ.λπ.).

Άλλωστε, οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν και τις μεταβολές που πρέπει να ακολουθήσουν τα υφιστάμενα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία είναι σχεδιασμένα στη βάση της υποστήριξης των παραδοσιακών οικογενειών.

Εξάλλου, από τη στιγμή που έχει στοιχειοθετηθεί ο σαφής διαχωρισμός στα δύο υποσύνολα της αγοράς εργασίας και υπό την προϋπόθεση ότι η αύξουσα κρατική παρεμβατικότητα, το υψηλό κόστος των ασφαλίσεων, η συμπίεση και ο περιορισμός των δυνατοτήτων (υψηλού) κέρδους στρέφουν το ενδιαφέρον των εργοδοτών στην αναζήτηση νέων, λιγότερο απαιτητικών και πολύ φθηνότερων απασχολήσεων (εργασία στο σπίτι, «μαύρη» προσωρινή εργασία κ.λπ.), η οικογένεια για να αντεπεξέλθει και να «επιβιώσει» στις συνθήκες αυτές πρέπει να αναπτύσσει στρατηγικές πρόσκτησης εισοδήματος από οιποιαδήποτε πηγή. Για το λόγο αυτόν, διαμορφώνονται σχέσεις βαθιάς οικονομικής εξάρτησης και εκμετάλλευσης ανάμεσα στα μέλη της. 
Δηλαδή, πολλοί γονείςπου οικονομικά είναι ευκατάστατοι επενδύουν - δηλαδή, δαπανούν χρήματα για τα παιδιά τους - με την προσδοκία να έχουν αυτά στο μέλλον καλή σταδιοδρομία, επαγγελματική καταξίωση και αποκατάσταση κ.λπ.. Ως εκ τούτου, η «απολαβή» τους στο μέλλον από την επένδυση αυτή είναι καθαρά ψυχική, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το οικονομικό κόστος της επένδυσης αυτής είναι ιδιαίτερα υψηλό, εφ’ όσον τα οικογενειακά επιδόματα, από το σύστημα κοινωνικής προστασίας, δεν αντισταθμίζουν το κόστος της επένδυσης ούτε κατά το ελάχιστο.

Επιπρόσθετα, η (οικονομική) εξάρτηση των παιδιών από τους γονείς συνήθως είναι σχετικά μεγάλης χρονικής διάρκειας (π.χ., λόγω σπουδών). Επομένως, έχουμε μια «εκμετάλλευση-εξάρτηση» των παιδιών από τους γονείς, ενώ οι χρηματικές ροές που δημιουργούνται είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση του μεγέθους της οικογένειας, εφ’ όσον ουσιαστική βαρύτητα και «συντονιστικό ρόλο» φαίνεται να έχει το κόστος της εξάρτησης αυτής. Σε πολλές περιπτώσεις, αποφασιστικής σημασίας θεωρούνται τα επιδόματα και οι παροχές που ενισχύουν τις δυνατότητες των οικονομικά ασθενέστερων οικογενειών. Άλλωστε, με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την άντληση κρατικών παροχών και ωφελημάτων και σε συνδυασμό με το εισόδημα από απασχόληση, πολλα- πλασιάζονται οι εισοδηματικές δραστηριότητες της οικογένειας.

Από την άλλη πλευρά, πέραν της χρήσης ή της μη χρήσης των οποιωνδήποτε επιδομάτων, παρατηρείται η εκμετάλλευση των παιδιών που εργάζονται από πολύ μικρή ηλικία. Πρόκειται για «επένδυση», η οποία αναμένεται να είναι αποδοτική, σε επόμενες, σχετικά σύντομες χρονικές στιγμές, ενώ μακροχρόνια τα παιδιά θα φροντίζουν τους γονείς στα γεράματά τους. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε μια αντίστροφη ροή της εξάρτησης η οποία κατευθύνεται από τους γονείς προς τα παιδιά, τα οποία αποτελούν «το κεφάλαιό τους». Επί πλέον, σε πολλές περιπτώσεις, όταν ο ένας μισθός ή ακόμη και ο δεύτερος δεν επαρκούν, τότε η βοήθεια προέρχεται κυρίως από τη σύνταξη των κοντινότερων ηλικιωμένων συγγενών.

Σημειώσεις:


  1. Διότι από μικρά μπορούν να εργασθούν, να φροντίσουν το σπίτι, να αποφέρουν κάποιο χρηματικό όφελος από την απολαβή επιδομάτων και σε τελευταία ανάλυση να φροντίζουν τους γονείς όταν είναι σε μεγάλη ηλικία.
  2. Προς την κατεύθυνση αυτή, σημαντική ήταν η συνεισφορά του Becker (1965), ο οποίος ενασχολήθηκε έντονα με το διαχωρισμό-τριχοτόμηση του χρόνου σε «χρόνο απασχόλησης», «χρόνο οικιακής ενασχόλησης» και «χρόνο σχόλης».
  1. Που άλλοτε έχει το άτομο ως μονάδα ανάλυσης και άλλοτε την οικογένεια ή το νοικοκυριό που δρα σαν άτομο.
  1. Στο σημείο αυτό, ο Κ. Τσουκαλάς (1987, σ. 190) αναφέρει: «Βέβαια, οι “εσωτερικές” κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στα άτομα που συγκροτούν τον οικογενειακό πυρήνα και ο κοινωνικός ρόλος του τελευταίου είναι προβλήματα που παρουσιάζουν εξαιρετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές δυσκολίες».
  2. .Σε περιπτώσεις που διευκολύνεται η είσοδος των γυναικών ή /και μεγαλώνουν οι δυνατότητες πρόσβασής τους στις υψηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, η γονιμότητα μειώνεται, υπό την προϋπόθεση ότι η αντισύλληψη χρησιμοποιείται αποτελεσματικά
  3. Ως γνωστόν, ο δείκτης γονιμότητας από το 1981 και μετά έχει πέσει κάτω του 2,11 παιδιά/ γυναίκα, που απαιτείται για την αναπαραγωγή των γενεών.
  4. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η περίπτωση της μικροοικονομικής θεωρίας της γονιμότητας, η οποία στηρίζεται στην υπόθεση ότι το κόστος για τα παιδιά και τα εισοδήματα του ζευγαριού επηρεάζουν τον αριθμό και τη χρονική στιγμή που αποκτώνται τα παιδιά (Μπαλούρδος, 1988).

Πηγή:

Οικογένεια, ανισότητα και φτώχεια στην Ελλάδα

Λιονύσης Μπαλονρδος
Οικονομολόγος, Δημογράφος Διευθυντής ερευνών
Γιάννης Υφαντόπουλος
Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
    Επιθεώρηση. Κοινωνικών. Ερευνών, 98-99, 1999, 137-181

    πίνακας: Adam NIDZGORSKI

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα