Γιατί όποτε υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας, οι άλλοι νομίζουν ότι είμαστε εναντίον τους;



Η άλλη γνώμη



Είναι ένα ερώτημα αρκετά σημαντικό νομίζω στην προσπάθεια να καταλάβουμε τον τρόπο λειτουργίας των σχέσεων. Αυτό δηλαδή που παρατηρούμε είναι ότι αν δεν συμφωνούμε και υπερασπιζόμαστε την γνώμη μας, είτε αυτό γίνεται μέσα στην οικογένεια, είτε αλλού, τότε οι άλλοι μπορούν να θεωρήσουν την στάση μας εχθρική. Δηλαδή οτιδήποτε έχει να κάνει με την διαφοροποίηση μας απέναντι σε ένα σύστημα αναφοράς στο οποίο συμφωνεί η πλειονότητα των μελών της ομάδας που ανήκουμε, δημιουργεί προβληματισμό, και μπορούμε να βρεθούμε απομονωμένοι.

Έτσι ένα παιδί που αντιτίθεται στις αποφάσεις της οικογένειας του και υποστηρίζει την γνώμη του, μπορεί να καταγραφεί σαν εγωιστής, αντιρρησίας, απερίσκεπτος, ανάγωγος, και οτιδήποτε άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε η στάση του να θεωρηθεί προβληματική και μερικές φορές να αναζητηθεί η παρέμβαση ειδικού. Η άρνηση και η προβολή της γνώμης θεωρείται προβληματική από την οικογένεια, το σχολείο, αλλά και την κοινωνία. Μπορεί να θεωρηθεί μια εχθρική στάση και να ν' αντιμετωπίσει μια ανάλογη συμπεριφορά.

Άτομο και ομάδα

Η σχέση του υποκειμένου με τους άλλους εντάσσεται πάντα σ' οργανωμένο σύνολο μέσα στο οποίο “κατέχει” μια θέση η οποία προσφέρει λειτουργικά στο σύστημα και στον ίδιον. Η μορφή της ομάδας καθορίζεται από τις αξίες και τους κανόνες οι οποίοι βοηθάνε στην αναπαραγωγή της, σαν τέτοια. Το κάθε υποκείμενο “ανήκει” με τον τρόπο του σε μια τέτοια οργανωμένη ομάδα η οποία του προσφέρει την δυνατότητα συγκεκριμενοποίησης του εαυτού του υποδεχόμενος τους όρους που θέτει. Δηλαδή η σύζευξη της παρουσίας του καθένα διαμορφώνεται από την ισχύ που του προσφέρει το σύστημα, αλλά και από αυτή που αυτός προσφέρει σε αυτό με την παρουσία του.

Η τάση μιας ομάδας σαν σύστημα (οικογένεια, σχολική τάξη, εργασία) κινείται στην διαμόρφωση της ομοιομορφίας η οποία προσδίδει μια ομοιόσταση στην λειτουργία της. Δηλαδή στοχεύει την αποφυγής καταστάσεων που θέτουν το σύστημα σε ανισορροπία. Μερικές φορές η ανισορροπία του συστήματος μπορεί να επέλθει από εξωτερικούς παράγοντες (περιβάλλον) όσο και εσωτερικούς (μέλη). Εσωτερικός παράγων μπορεί να είναι η προσπάθεια διαφοροποίησης ενός μέλους, πράγμα που προκαλεί ένα σχετικό άγχος στην ομάδα σαν σύνολο όσο και στα μέλη της. Σε αυτή την περίπτωση η έννοια του “εαυτού” με την έννοια της ομάδας φαίνεται ότι βρίσκονται σε αντίθεση.

Δηλαδή εκλαμβάνεται εκ μέρους της ομάδας αλλά και από το υποκείμενο ότι όσο περισσότερο “κοιτάει” τον εαυτό του τόσο αδιαφορεί για την ομάδα. Το πρόβλημα αυτό, δηλαδή ποια είναι τα όρια του εαυτού και της ομάδας είναι πολύ παλιό για της κοινωνικές επιστήμες και οι ρίζες του χάνονται στην αρχαιότητα. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης αναφέρθηκαν στην σχέση του πολίτη και της πολιτείας και τις υποχρεώσεις του καθένα απέναντι στον άλλον. Επίσης οι νομοθέτες αυτή την σχέση προσπάθησαν να οργανώσουν.

Η αντίθεση του ατόμου και της ομάδας και ο τρόπος αντιμετώπισης των καταστάσεων στηρίζεται περισσότερο πάνω στην έννοια της διαφοράς παρά της ομοιότητας. Απαντά σε μια κατηγοριοποίηση των καταστάσεων, των προσώπων και των σχέσεων η οποία διαχωρίζει παρά ενώνει. Δυσκολεύει παρά βοηθάει την κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Επίσης αυτή η κατηγοριοποίηση λειτουργεί αφαιρετικά για το σύστημα και όχι προσθετικά. Μέσα από αυτή φαίνεται ότι το ατομικό αφαιρεί από το συλλογικό και το αντίθετο. Έτσι η αντίληψη των κοινωνικών καταστάσεων πραγματώνεται μέσα από το πρίσμα του “καλού” ή του “κακού”, του “άσπρου”, “μαύρου”, του “πάνω”,”κάτω”.

Το ατομικό είναι συλλογικό

Στο βαθμό που το υποκείμενο αποτελεί ένα κομμάτι του συστήματος που ανήκει, είτε αυτό είναι η οικογένεια, η οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα, το ατομικό αποτελεί ένα κομμάτι του συλλογικού. Η διαφοροποίηση του ατομικού μπορεί να φαίνεται ότι έρχεται ενάντια στο συλλογικό, αλλά στην ουσία λειτουργεί μέσα στο συλλογικό, επιφέροντας μια αλλαγή που μπορεί να έχει σχέση με το υποκείμενο, αλλά αφορά και την ομάδα. Η διαφορετικότητα που μπορεί να διακρίνει κανείς ανάμεσα στο υποκείμενο και την ομάδα είναι μια μορφή διαδικασιών διαμόρφωσης του υποκειμένου, που σημαίνει και διαμόρφωση της ομάδας. Πχ. Ένα γονέας αλλάζει την εργασία του παρ' όλη την αντίρρηση που μπορεί να δέχεται από τα άλλα μέλη της οικογένειας. Με την αλλαγή αυτή, σε προσωπικό επίπεδο, πετυχαίνει κάτι που τον κάνει πιο σίγουρο και ικανοποιημένο από την καινούργια απασχόληση. Η ικανοποίηση και χαρά του τον κάνει πιο ευχάριστο στην οικογένεια του διαμορφώνει με την συμπεριφορά του και την οικογένεια και προσδίδει μια νέα προοπτική σε αυτή. Το ίδιο μπορεί συμβεί σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας.

Με λίγα λόγια όταν κάποιος σε μια οικογένεια κοιτάει τον εαυτό του, σημαίνει ότι κοιτάει την οικογένεια με ένα άλλο τρόπο. Η διαφοροποίηση του επιφέρει μια αλλαγή στον ίδιο, αυτόματα διαφοροποιεί και την λειτουργία της οικογενειακής ομάδας, εμπλουτίζοντας την με το καινούργιο που φέρνει σαν υποκείμενο που διαφοροποιείται.

Στην ουσία λοιπόν ότι προσωπικό, ατομικό κινεί το υποκείμενο μέσα στην οικογενειακή ομάδα δεν μένει μόνο χαρακτηριστικό του, αλλά γίνεται στοιχείο και της ομάδας... και της ανήκει. Από την άλλη η τάση αλλαγής του δεν αντλεί στοιχεία μόνο από την προσωπική του κατάσταση αλλά και από την κατάσταση της ομάδας που ανήκει. Δηλαδή στο προηγούμενο παράδειγμα η κατάσταση της οικογένειας του γονέα, η οικονομική ή τα ωράρια εργασίας που δεν ήταν συμβατά με την επιθυμία του, μπορούν να τον οδηγήσουν σε αυτή την αλλαγή της απασχόλησης. Η στάση του λοιπόν η οποία μπορεί να θεωρηθεί εγωιστική δεν είναι παρά η έκφραση μιας όχι μόνο ατομικής, αλλά και συλλογικής αναγκαιότητας. Αναγκαιότητας η οποία εκφράζεται από την ομάδα που ανήκει, άλλα που μόνο αυτός μέσα από την δική του απόφαση μπορεί να εκπληρώσει. Δηλαδή το υποκείμενο εκφράζει μια γνώμη, μια στάση, ή μια απόφαση η οποία μπορεί να φαίνεται ατομική, αλλά συγχρόνως έχει και ένα συλλογικό χαρακτήρα.

Δηλαδή η ατομικότητα του σαν λόγος και σαν πράξη έχει διαμορφωθεί, και εμπεριέχει στοιχεία μέσα από την συλλογικότητα που αναδύθηκε. Η αλήθεια λοιπόν το υποκειμένου είναι μια αλήθεια της ίδιας της ομάδας αρκεί η ομάδα να θέλει να την ακούσει. Ότι εκφράζει το υποκείμενο σε μια ομάδα είναι και δικό της. Η λόγος του λοιπόν ακόμα και φαίνεται αντίθετος, έρχεται να προσθέσει παρά να αφαιρέσει στην ομάδα, μια πλευρά της ύπαρξής της, που μπορεί να μην είχε συνειδητοποιήσει. Μια πλευρά του “εαυτού “ της που δεν γνωρίζει. Διότι, αν προσέξουμε καλύτερα, αυτό που προβάλλεται από το υποκείμενο συνδέεται με το παρελθόν της ομάδας και δεν είναι ξένο. Δηλαδή η πράξη του, η απόφασή του μπορεί να αποτελέσει μια σύζευξη με αυτό που έχει συμβεί παλιά, και αποτελεί μια συνέχεια αυτού που κάνει τώρα, το οποίο το έχει ανάγκη η οικογενειακή ομάδα για να πάει “παρακάτω”.

Ακόμα και η αντίθεση είναι στοιχείο της ομάδας και δεν ανήκει μόνο στο υποκείμενο. Η αντίθεση το διαχωρίζει τι υποκείμενο από την ομάδα, παρά μόνο στο βαθμό που η ομάδα ερμηνεύει τον λόγο του, την πράξη του σαν κάτι ξένο, σαν κάτι απειλητικό. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στο φόβο του αγνώστου και την ανασφάλεια που απορρέει από αυτό. Η στάση του υποκειμένου καθώς και ο λόγος του σε αυτή την περίπτωση θεωρείται ανταγωνιστικός του λόγου της ομάδας, αλλά ο ανταγωνισμός κρύβει την έλλειψη παραδοχής του φόβου της αλλαγής.

Η υπεράσπιση του εαυτού σαν αυτοπραγμάτωση

Στην ουσία λοιπόν η στάση του υποκειμένου, η οποία μπορεί να εκληφθεί σαν εγωιστική, είναι μια προσπάθεια αυτοπραγμάτωσης του μέσα στην ομάδα που ανήκει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ζητά να απομακρυνθεί από την ομάδα. Δηλαδή η διαφοροποίηση του, δεν έχει να κάνει με την ομάδα αυτή καθ' εαυτή, αλλά με την θέση που κατείχε πριν μέσα σε αυτή. Τόσο ο λόγος όσο και η πράξη του δεν στρέφεται ενάντια στην ομάδα, αλλά ενάντια στην ιδέα που η ομάδα έχει γι αυτόν την οποία θέλει να αλλάξει.

Ο λόγος λοιπόν εδώ εκφράζει αυτή την προσπάθεια αλλαγής, με το να υπερασπίζεται αυτό που σκέπτεται και πιστεύει. Μέσα από αυτή την διαδικασία αποκτά την δυνατότητα να ορίσει την παρουσία του στην ομάδα σαν πραγματικότητα που μπορεί να την αλλάξει. Εάν δεχτούμε ότι, κατ' αρχάς μέσα από το λόγο “υπερασπιζόμαστε” τον εαυτό μας, αυτό ο λόγος δεν είναι παρά η αρχή για μια διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης των όρων συμβίωσης και λειτουργίας της ομάδας, ο οποίος δεν έχει σκοπό να εναντιωθεί στην παρουσία της, αλλά στην μορφή λειτουργίας της.

Η αίσθηση της απειλής που μπορεί να αισθανθεί η ομάδα εξαρτάται από την μορφή δέσμευσης που έχει εγκαθιδρύσει στους κόλπους της. Όσο πιο αυστηρή είναι τόσο η υπεράσπιση του εαυτού παίρνει διαστάσεις καταστροφικές, και ότι καινούργιο προτείνει το υποκείμενο θεωρείται “εγωιστικό”, και απερίσκεπτο. Όσο πιο χαλαρή είναι, τόσο έχει την δυνατότητα να αφομοιώσει την στάση του υποκειμένου και να εμπλουτιστεί από αυτή.
'
Άρα όσο υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας τόσο πλησιάζουμε τον άλλον και τόσο βοηθάμε στην συνοχή της ομάδας, αποζητώντας την αποδοχή που μας δένει με αυτη. Όσο προδίδουμε τον εαυτό μας, τόσο η συνοχή με την ομάδα γίνεται εις βάρος μας, δηλαδή με την αλλοτρίωση του εαυτού μας, που σημαίνει και αλλοτρίωση της ομάδας.

Με λίγα λόγια, όσο πιο αυθεντικοί είμαστε με τον εαυτό μας, τόσο πιο αυθεντική γίνεται και η ομάδα που ανήκουμε.


Κερεντζής Λάμπρος

Πίνακας : Marcel Caram

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα