Η αγάπη που εξηγεί την ανθρωπιά



Τσβετάν Τόντοροφ: «Η απάντηση στο ερώτημα για την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα πρέπει να αναζητηθεί στην αγάπη»

Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από τη διάλεξη που έδωσε ο δοκιμιογράφος Τσβετάν Τόντοροφ στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Φιλοσοφίας, που έγινε στην ιταλική πόλη Κοζέντσα.
Ενα από τα πιο ωραία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, «Ο αυτοκράτορας της Πορτογαλίας» της Σέλμα Λάγκερλεφ, αρχίζει με το επεισόδιο στο οποίο περιγράφεται η γέννηση ενός κοριτσιού, έτσι όπως αυτή προσλαμβάνεται από την ψυχή του πατέρα της, του Γιαν. \

Ο Γιαν είναι ένας φτωχός γεωργός που δεν κατέχει τίποτα και δεν έχει καταφέρει τίποτα σημαντικό στη ζωή του. Με το πέρασμα των χρόνων παντρεύτηκε, και να που η εγκυμοσύνη της συζύγου του φτάνει τώρα στο τέρμα της. Ο Γιαν έχει περάσει ολόκληρη τη μέρα περιμένοντας έξω από την πόρτα, κρυώνει, είναι κουρασμένος, σκέφτεται όλους τους μικρούς μπελάδες που η παρουσία του νεογέννητου θα συνεπάγεται για το σπίτι του. Ωστόσο, στο τέλος μπαίνει στο δωμάτιο όπου γέννησε η γυναίκα του και του βάζουν στα χέρια του ένα ελαφρύ φορτίο, από το οποίο ξεπροβάλλουν ένα προσωπάκι λίγο ζαρωμένο και δύο λυγερά χεράκια. Ξαφνικά, αισθάνεται την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά στο στήθος του, ώστε φοβάται και αμέσως ζητάει βοήθεια από τις άλλες γυναίκες που βρίσκονταν εκεί. Αυτές αντιλαμβάνονται αμέσως την κατάσταση και ξεσπούν σε γέλια. «Δεν έχετε ποτέ αγαπήσει αρκετά κάποιον προηγουμένως, ώστε να νιώθετε ότι χτυπάει η καρδιά σας μόνον τώρα;», τον ρωτάει η μαμή. Ο Γιαν υποχρεώνεται να παραδεχθεί πως όχι, αλλά κατανοεί τι ήταν αυτό που μόλις έζησε. Και η Σέλμα Λάγκερλεφ σχολιάζει: «Εκείνος που δεν νιώθει την καρδιά του να χτυπάει, ούτε με τη θλίψη ούτε με τη χαρά, δεν μπορεί να θεωρείται αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη».

«Ο αυτοκράτορας της Πορτογαλίας» είναι η ιστορία μιας τρελής αγάπης, της αγάπης ενός πατέρα για την κόρη του. Αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ασήμαντο -ούτε για τον πρωταγωνιστή ούτε για τη συγγραφέα. Πρόκειται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, για τον προσδιορισμό αυτού που κάνει τους ανθρώπους αληθινά ανθρώπινους. Το ερώτημα για την ανθρώπινη ταυτότητα μπορεί να διατυπωθεί μέσα στα πιο ανόμοια πλαίσια αναφοράς και να δεχθεί επομένως πάρα πολύ διαφορετικές απαντήσεις. Η απάντηση της Λάγκερλεφ τοποθετείται σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ανθρωπολογικό και εκφράζεται με μία μόνο λέξη: την αγάπη.

Εκείνο που καθιστά αυτό το ον ειδικά ανθρώπινο είναι η ικανότητά του να αγαπάει. Είναι εύκολο να πούμε για έναν παρόμοιο ισχυρισμό ότι είναι ωραίος ή ότι είναι ευγενής, αλλά θα μπορούσαμε να φτάσουμε ως το να δηλώσουμε ότι είναι αληθινός;

Πριν διατυπώσω τη γνώμη μου σχετικά με αυτό, θα ήθελα να υπενθυμίσω μιαν άλλη προσπάθεια εξήγησης της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας, η οποία τοποθετείται στο ίδιο ανθρωπολογικό επίπεδο. Στη δεκαετία του 1930, ένας νεαρός ρώσος φιλόσοφος που είχε μεταναστεύσει στο Παρίσι, ο Αλεξάντρ Κοζέβ, εξηγεί σε κάμποσους προσεκτικούς ακροατές το νόημα της περίφημης «διαλεκτικής του δούλου και του αφέντη» στη «Φαινομενολογία του πνεύματος» του Χέγκελ. Μετά τον πόλεμο, ένας από τους παρόντες στο κοινό ακροατές, ο Ραϊμόν Κενό, θα δημοσιεύσει αυτές τις διαλέξεις με τον τίτλο «Εισαγωγή στην ανάγνωση του Χέγκελ», ένα έργο που θα ασκήσει βαθιά επιρροή σε πολλούς σύγχρονους στοχαστές.
Η απάντηση του Χέγκελ στο ερώτημα για την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα (έτσι όπως αυτή ερμηνεύτηκε από τον Κοζέβ) είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της Λάγκερλεφ. Σε τι έγκειται η διαφορά ανάμεσα στο ζώο και στον άνθρωπο; Το πρώτο δρα πάντοτε και μόνον με βάση το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και γι' αυτόν τον σκοπό οικειοποιείται όλα όσα του είναι αναγκαία (για παράδειγμα την τροφή) εξαλείφοντας τα εμπόδια (τους αντιπάλους). Ο δεύτερος ενεργεί παρόμοια, αλλά δεν αρκείται σε αυτό και αναζητάει κάτι περισσότερο από την απλή φυσιολογική του ικανοποίηση: επιδιώκει να ενεργήσει έτσι ώστε η αξία του να αναγνωριστεί και να εκτιμηθεί και αυτό δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνον από τους άλλους.

Επομένως, η ανθρωπότητα αρχίζει εκεί όπου «η βιολογική επιθυμία της συντήρησης της ζωής» υποτάσσεται «στην ανθρώπινη επιθυμία της επιδοκιμασίας».
Από δω προκύπτει ότι το να είμαστε ανθρώπινοι σημαίνει να είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύσουμε τη ζωή μας για κάτι που την υπερβαίνει. Να είμαστε ανθρώπινοι σημαίνει να πάψουμε να θεωρούμε τη ζωή μας απόλυτη αξία.

Αυτή η ακραία κατάσταση, στα μάτια του Κοζέβ, αποκαλύπτει την αλήθεια που ενυπάρχει στην αναζήτηση της επιδοκιμασίας: επειδή όλοι επιθυμούν να την αποκτήσουν και επειδή, για να αποκτήσουν αυτό που εύχονται να πάρουν από τους άλλους, είναι αναγκαίο πριν απ' όλα να τους κατακτήσουν, η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μιαν ανελέητη πάλη με σκοπό τη νίκη, η οποία καταλήγει στην εμφάνιση ενός αφέντη (του νικητή) και ενός δούλου (του ηττημένου). Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της πάλης τους και των αποτελεσμάτων της (της πάλης των τάξεων, θα πει ο Μαρξ). Ο Κοζέβ μπορεί επομένως να συμπεραίνει: «Η ιστορική ανθρώπινη ύπαρξη, που έχει συνείδηση του εαυτού της, δεν είναι συνεπώς δυνατή παρά μόνον εκεί όπου υπάρχουν -ή τουλάχιστον υπήρξαν- αιματηροί πόλεμοι, πόλεμοι για το κύρος». Αυτό που είναι ειδικά ανθρώπινο δεν είναι πλέον η αγάπη αλλά ο πόλεμος.

Η απάντηση του Κοζέβ είναι σίγουρα λιγότερο ελκυστική από εκείνη της Λάγκερλεφ, αλλά μήπως είναι περισσότερο αληθινή; Πολλοί σύγχρονοι στοχαστές φαίνεται να την έχουν προεπιλέξει, φοβούμενοι αναμφίβολα ότι θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, στην αντίθετη περίπτωση, για επιτηδευμένη καλοσύνη (η αλήθεια πρέπει να είναι πάντοτε πικρή: αυτό είναι ένα από τα εντυπωσιακά αξιώματα της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας). Ας στραφούμε, λοιπόν, για να προσπαθήσουμε να δούμε καθαρότερα, όχι τόσο στην προβληματική εμφάνιση του ανθρώπινου γένους στην αυγή της ιστορίας, όσο στην εμφάνιση του ανθρώπινου ατόμου, που είναι απείρως πιο εύκολο να παρατηρήσουμε (και που περιγράφει πολύ καλά το πρώτο κεφάλαιο του «Αυτοκράτορα της Πορτογαλίας»). Από τη γέννησή του ο μικρός άνθρωπος δεν διακρίνεται ριζικά από τα μικρά των άλλων ζωικών ειδών, για παράδειγμα των ανώτερων πιθήκων. Το παιδί θέλει παρηγοριά, ζεστασιά και τροφή, αλλά και τα μικρά πιθηκάκια το ίδιο θέλουν. Οι διαφορές ωστόσο υπάρχουν και μια από αυτές αποκτάει ένα εντελώς ιδιαίτερο νόημα. Σε μιαν ηλικία που μπορούμε να τοποθετήσουμε κατά προσέγγιση γύρω στην έβδομη ή την όγδοη εβδομάδα ζωής, το βυζανιάρικο κάνει μια χειρονομία που δεν βρίσκει αντίστοιχη στον ζωικό κόσμο: δεν αρκείται πλέον στο να βλέπει τη μητέρα (αυτό το κάνει από την ίδια τη στιγμή της γέννησής του), αλλά προσπαθεί να συλλάβει το βλέμμα της, για να δει αν είναι στραμμένο πάνω του. Αναζητάει και ατενίζει το βλέμμα που το ατενίζει. Αυτό είναι το γεγονός χάρη στο οποίο το παιδί μπαίνει σε έναν κόσμο φανερά ανθρώπινο.

Βλέπουμε επομένως ότι η θέση του Κοζέβ είναι αποδεκτή μόνον εν μέρει: σε μιαν ανθρωπολογική προοπτική, είναι ορθό να υποστηρίζουμε ότι η ειδικά ανθρώπινη ύπαρξη αρχίζει με την αναγνώριση των εαυτών μας που την δεχόμαστε από τα έξω, από μιαν άλλη ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι το ίδιο πράγμα που είχε ήδη υποστηρίξει ο Ρουσό, πιθανός εμπνευστής του Χέγκελ σε αυτό το θέμα: στην αυγή της ανθρωπότητας «καθένας άρχισε να κοιτάζει τους άλλους και να θέλει να τον κοιτάζουν». Αλλά κάθε αναγνώριση -εδώ χρειάζεται να γυρίσουμε τις πλάτες μας στον Κοζέβ- δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά μια θανάσιμη πάλη. Η ύπαρξη του ατόμου, στον βαθμό που είναι ειδικά ανθρώπινη, δεν αρχίζει σε ένα πεδίο μάχης, αλλά με το νεογέννητο που προσελκύει πάνω του το βλέμμα της μητέρας- μια κατάσταση, ας το παραδεχθούμε, που λίγοι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν μέχρι ένα πρόσφατο παρελθόν. Χάρη σε αυτό το βλέμμα αρχίζει να υπάρχει.
Χωρίς αναγνώριση, χωρίς διυποκειμενικότητα, χωρίς κοινωνία, δεν υπάρχει ανθρωπιά. Και χωρίς αγάπη; Δεν γνωρίζουμε αυτό που η απουσία της αγάπης θα προκαλούσε στο επίπεδο του ανθρώπινου γένους, αλλά γνωρίζουμε όλοι ότι ορισμένα άτομα φτάνουν, αλίμονο, να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους χωρίς να γνωρίσουν ποτέ την αγάπη. «Κύριε Χαμίλ, μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αγάπη;» ρωτάει ο μικρός Μόμο στο αριστούργημα του Ρομέν Γκαρί «Η ζωή μπροστά σου». «Ναι, απάντησε σκύβοντας το κεφάλι, σαν να ένιωθε ντροπή. Και άρχισε να κλαίει». Εκείνοι που ζουν χωρίς αγάπη είναι πλάσματα άτυχα σίγουρα, αλλά αναμφίβολα είναι ανθρώπινες υπάρξεις. Η αγάπη δεν είναι πραγματικά αναγκαία ούτε για τη διατήρηση της ζωής ούτε για τη διατήρηση της ύπαρξης, που γεννιέται από την αναγνώριση και όχι από την αγάπη.

Η Σέλμα Λάγκερλεφ θα διαφωνούσε άραγε με αυτό το συμπέρασμα; Δεν το νομίζω. Πράγματι, η συγγραφέας δεν ήθελε να υπαινιχθεί ότι πριν από τη γέννηση της κόρης του ο Γιαν δεν ήταν μια ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή ήθελε να πει ότι, χάρη στην αγάπη που ο Γιαν νιώθει για την κόρη του, αυτός πραγμάτωσε τη δική του δυνητική ταυτότητα, ό,τι πιο υψηλό υπάρχει στην ανθρώπινη κατάσταση. Πρέπει επομένως να εννοούσε ότι η έκφραση «αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη» δεν είναι διαπίστωση γεγονότος αλλά αξιολογική κρίση.

Η καλύτερη ανθρώπινη ζωή (όχι η ανθρώπινη ζωή από μόνη της και ως αυτοσκοπός) είναι εκείνη που τη ζούμε με την αγάπη, φαίνεται να μας λέει η Λάγκερλεφ.

Και λέγοντας αυτό συμμεριζόταν και εκείνη μιαν από τις ιδέες που βρισκόταν στη βάση της ευγενούς μεσαιωνικής αγάπης -«κανείς άνθρωπος δεν είναι ενάρετος χωρίς αγάπη», έγραφε ο Μπερνάρ ντε Βενταντούρ- που άφησε βαθιά ίχνη στην ευρωπαϊκή έννοια της αγάπης (...).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα