Η έννοια του στερεοτύπου




Ορισμός

Η έννοια του στερεοτύπου έχει οριστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους από έναν σημαντικό αριθμό μελετητών. (27) Συνεκτιμώντας τις απόψεις που κατατίθενται στη σχετική βιβλιογραφία, μπορεί να υποστηριχτεί ότι οι περισσότερες τείνουν να ορίζουν τα στερεότυπα ως πεποιθήσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά, την τάση και τη συμπεριφορά των μελών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (Hilton & Von Hippel, 1996).

Ο R. Brown (1995) υπογραμμίζει πως τα στερεότυπα είναι γενικευμένες και συχνά υπεραπλουστευμένες εικόνες, απόψεις, στάσεις για μία ομάδα ανθρώπων οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες στο πολιτισμικό παρελθόν και παρόν του κάθε ατόμου και μπορούν να εντοπιστούν εξετάζοντας την κοινωνική ταυτότητα του καθενός.

Η έννοια του στερεοτύπου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο απόψεων οι οποίες υποστηρίζουν ότι όλα τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά -πράγμα, που αυτόματα τους διαχωρίζει από τα μέλη των άλλων κοινωνικών ομάδων και τους τοποθετεί σε κάποιο σημείο της κοινωνικής ιεραρχίας. Υπό αυτό το σκεπτικό, ένα συγκεκριμένο μέλος μιας ομάδας θεωρείται ουσιαστικά όμοιο με τα άλλα και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται από τα μη μέλη της ομάδας. Παράλληλα, η ομάδα ως σύνολο αντιμετωπίζεται με μια ενιαία ματιά που τείνει να προσλαμβάνει την ομάδα ως ένα ομογενοποιημένο σύνολο ατόμων, όπου οι διαφορές, αν υπάρχουν – και συνήθως υπάρχουν – τείνουν να παίρνουν σε δεύτερη μοίρα, να παραβλέπονται. Η ομοιογένεια στην πρόσληψη μιας κοινωνικής ομάδας, αν και δεν συνδέεται πάντα με την αξιολόγηση της από τα μέλη των άλλων ομάδων, είναι ωστόσο ένα στοιχείο που υπάρχει. Δηλαδή, τα άτομα έχουν την τάση να σχηματίζουν ευνοϊκά, θετικά στερεότυπα για τα μέλη της ομάδας τους και αρνητικά, υποτιμητικά στερεότυπα για τα μέλη των άλλων ομάδων αντιμετωπίζοντας τους ως αδιαφοροποίητα σύνολα ατόμων τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται σημαντικά στην πραγματικότητα της σύνθεσης των κοινωνικών ομάδων (Vonk, 2002).

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των στερεοτύπων είναι ο συλλογικός τους χαρακτήρας. Τα στερεότυπα είναι διαδεδομένα σε ομάδες ατόμων που τα αποδέχονται και τα χρησιμοποιούν ως στοιχεία σκέψης και δράσης απέναντι στα μέλη της κοινωνικής ομάδας στην οποία αναφέρονται. Για παράδειγμα σε πολλές κοινωνίες υπάρχει η αντίληψη ότι οι Σκοτσέζοι είναι τσιγκούνηδες, οι Ιταλοί επιπόλαιοι, οι Γάλλοι ρομαντικοί, οι Άγγλοι ψυχροί κτλ.

Ο Lippmann, πολύ νωρίς (1922),(28) περιέγραψε με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο την έννοια των στερεοτύπων, υποστηρίζοντας τις εξής θέσεις: Τα άτομα προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν μέσα σε ένα πολύπλοκο και γεμάτο απαιτήσεις κοινωνικό περιβάλλον τείνουν να δομούν μία απλουστευμένη εικόνα αυτού του περιβάλλοντος στο νου τους. Αυτή η εικόνα παίζει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στο άτομο και στο περιβάλλον του. Το περιεχόμενο αυτής της εικόνας, που εν μέρει είναι πολιτισμικά προσδιορισμένο, συνιστά τα στερεότυπα. Έτσι, τα στερεότυπα προσλαμβάνονται, ως απλοποιημένες εικόνες του κοινωνικού κόσμου. Αποτελούν, ωστόσο, γενικά μη επιθυμητές μορφές οργάνωσης της κοινωνικής γνώσης, δεδομένου ότι είναι λανθασμένα υπό τους όρους της αντικειμενικής προσέγγισης της πραγματικότητας. Είναι συμπαγή και ανθεκτικά στην ενημέρωση και γενικεύονται μέσω μιας αιτιολογικής διαδικασίας που αναπαριστά μία μικρογραφική απεικόνιση της γνώσης και «διάνοιας» της κοινωνίας.

Δημιουργία - σχηματισμός

Η διαδικασία της δημιουργίας και απόδοσης στερεοτύπων είναι μία θεμελιώδης και πιθανότατα παγκόσμια διαδικασία αντίληψης των μελών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων με τρόπο επιφανειακό, που τείνει να αποδίδει συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς και να δημιουργεί αντίστοιχες αναμονές συμπεριφοράς χωρίς να έχει ελεγχθεί στο σύνολό της και προτού αποτελέσει αντικείμενο ολοκληρωμένης γνωσιακής επεξεργασίας να έχει διαμορφωθεί και αποκρυσταλλωθεί ως θέση (Kawakami, Spears & Dovidio, 2002).

Τα στερεότυπα δημιουργούνται και, κυρίως, αναπαράγονται με όλους τους συνηθισμένους κοινωνικο-πολιτισμικούς τρόπους· μέσω της κοινωνικοποίησης που συντελείται στην οικογένεια και το σχολείο, μέσα από την επανειλημμένη έκθεση του ατόμου σε αυτά δια των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, αλλά και την καθημερινή επικοινωνία και αλληλεπίδραση στα πλαίσια του μικρο-κοινωνικού συστήματος στο οποίο τα κάθε άτομο κινείται στις διάφορες περιόδους της ζωής του. Τα στερεότυπα, συνήθως, δεν προκαλούνται, από κάποια συμπεριφορά μέλους ή μελών της ομάδας στην οποία αναφέρονται. Είναι, μάλλον, η πρόθεση των άλλων, των μελών άλλων κοινωνικών ομάδων να δημιουργεί συγκεκριμένες εικόνες για να μπορέσει με αυτό τον τρόπο να ορίσει και να χειραγωγήσει την κοινωνική πραγματικότητα προς ίδιον όφελος (Lepore & Brown, 1997). Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την εξήγηση του τρόπου δημιουργίας των στερεοτύπων. Εδώ πρόκειται να συζητηθούν δύο από αυτές: (29)

Οι Johnson & Mullen (1994) θεωρούν ότι μία από τις σημαντικότερες οδούς σχηματισμού των στερεοτύπων είναι αυτή που αφορά στη γενίκευση της συμπεριφοράς ενός μέλους μιας ομάδας, προκειμένου να χαρακτηριστεί η ομάδα στο σύνολό της. Μία εξήγηση αυτού του φαινομένου μπορεί να δοθεί αν σκεφτεί κανείς ότι τα μέλη των μεγαλύτερων σε αριθμό και ισχυρότερων κοινωνικών ομάδων βρίσκονται σε εγρήγορση, ώστε να εντοπίσουν μία συμπεριφορά ενός μέλους μιας μικρότερης και λιγότερης ισχυρής ομάδας και να χαρακτηρίσουν συλλήβδην την ομάδα αυτή και τα μέλη της με συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς, οι οποίοι θα εξυπηρετούν την πρόθεσή τους να διαφυλάξουν τη διαφορετικότητα και διακριτικότητα της ομάδας τους. Στην προέκταση αυτού του τελευταίου συλλογισμού οι Park et al., (1991) αναδεικνύουν το στοιχείο της εξω-ομαδικής ομοιογένειας ως βασικό κριτήριο δημιουργίας των στερεοτύπων.

Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, τα άτομα που ανήκουν σε μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και τείνουν να αναγνωρίζουν εαυτόν ως μέλος της, απολαμβάνοντας όλα τα –κατά την υποκειμενική τους κρίση- προτερήματα αυτής της ιδιότητας, δεν διαφοροποιούν τα μέλη των άλλων ομάδων σύμφωνα με κάποια χαρακτηριστικά που τους καθιστούν, επίσης, διαφορετικούς και ξεχωριστούς. Προτιμούν να καταφεύγουν σε γρήγορες και απλουστευμένες γενικεύσεις με στόχο την ομαδοποίησή τους και απώτερο σκοπό τον τονισμό της διαφορετικότητας της ομάδας στην οποία οι ίδιοι ανήκουν.

Διατήρηση

Η έννοια της παλαιότητας των πληροφοριών σχετικά με ένα άτομο ή μια κοινωνική κατάσταση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση ενός στερεοτύπου. Οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν την άποψη που έχουν σχηματίσει καταρχήν για ένα πρόσωπο η μια κατάσταση, ακόμα κι αν η αρχική τους εμπειρία και, συνακόλουθα, σχηματισθείσα άποψη δεν έχει καμία σχέση με τα τρέχοντα δεδομένα (Sherman et al., 1990). Η έρευνα, (30) έχει δείξει ότι ειδικά σε περιπτώσεις που ιδιότητες όπως το γένος, η φυλή, η εθνικότητα είναι παρούσες, οι αρχικά αποθηκευμένες πληροφορίες ανακαλούνται μάλλον αυτόματα στην συνείδηση και διαμορφώνουν την άποψη και τη θέση του ατόμου χωρίς απαραίτητα να διαμεσολαβεί η συνείδηση της γνωσιακής διαδικασίας της επεξεργασίας των νέων πληροφοριών. Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν οι Macrae et al., (1994) ειδικά στις περιπτώσεις που η πληροφορία σχετίζεται ή παραπέμπει άμεσα στο θέμα της κοινωνικής κατηγοριοποίησης έχει παρατηρηθεί ότι οι αρχικά αποθηκευμένες πληροφορίες είναι αυτές που καθορίζουν την στάση του ατόμου χωρίς να επιτρέπουν την συνολική επεξεργασία των νέων πληροφοριών, που μάλλον αποθηκεύονται άμεσα, έχοντας ωστόσο υποστεί μία εννοιολογική τροποποίηση, ώστε να συμβαδίζουν με τις ήδη υπάρχουσες πληροφορίες που σχηματίζουν και τις σχετικές απόψεις.

Η βασική διαδικασία διατήρησης του στερεοτύπου είναι η αφομοίωση. Πιο απλά, πολλές φορές τα άτομα γίνονται αντιληπτά ως πιο ανάλογα ή όμοια με το στερεότυπο που τα αφορά από ότι είναι στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα σε μία περίπτωση κλοπής σε μία περιοχή κοντά στο συνοικισμό των τσιγγάνων είναι πολύ πιο πιθανό να θεωρηθεί κάποιος τσιγγάνος ως δράστης απ’ ότι κάποιος μη τσιγγάνος. Οι Neuberg & Newsom (1993) διαπίστωσαν ότι ιδιαίτερα τα μέλη των κοινωνικά μεγάλων και ισχυρών ομάδων έχουν την τάση να επιζητούν την συνέπεια και την οργάνωση στο κοινωνικό τους περιβάλλον με αποτέλεσμα να τείνουν να χρησιμοποιούν στερεοτυπικά δομημένους χαρακτηρισμούς που διευκολύνουν την διαδικασία της απόδοσης. Ο διομαδικός ανταγωνισμός και η έλλειψη ουσιαστικής επαφής μεταξύ των μελών διαφορετικών ομάδων αυξάνει την εντύπωση της έξω- ομαδικής ομοιογένειας και ευνοεί την τάση να προσομοιώνονται με το στερεότυπο της ομάδας τους άτομα που η στάση και η συμπεριφορά τους δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο (Islam & Hewstone, 1993).

Λειτουργία

Ο H. Tajfel (1969) υπήρξε από τους πρώτους ερευνητές της κοινωνικής ψυχολογίας που υπέδειξαν την ανάγκη μελέτης των γνωστικών διαδικασιών τις οποίες εξυπηρετούν τα στερεότυπα. Υπήρξε, όμως, και από τους πρώτους που υπέδειξαν ότι τα στερεότυπα δεν εξυπηρετούν μόνο τις γνωστικές λειτουργίες του ατόμου και ανέδειξε την κομβικότητα της κοινωνικής διάστασης της λειτουργίας των στερεοτύπων. Τα στερεότυπα είναι παρόντα σε περιπτώσεις διένεξης μεταξύ κοινωνικών ομάδων, διαφορών στη χρήση και την τοποθέτηση απέναντι στην εξουσία, προκειμένου να διευκολύνουν το άτομο να πάρει μία απόφαση σχετικά με 56 την στάση που πρέπει σε κάθε περίπτωση να τηρήσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι πάντα και οι καλύτεροι σύμβουλοι (Eagly, 1995). Επίσης, τα στερεότυπα κάνουν την εμφάνισή τους για να τεκμηριώσουν την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων κατά το συμφέρον του ατόμου και για να προσδιορίσουν και κυρίως να στηρίξουν –μέσω της διαφοροποίησης- την κοινωνική ταυτότητα του (Hogg & Abrams, 1988).

Άλλωστε, και στη σκέψη του Tajfel (1981α) η κοινωνική πτυχή της λειτουργίας των στερεοτύπων συνίσταται στα ακόλουθα: Επιτρέπουν την ερμηνεία – μέσω της απόδοσης ευθυνών- μεγάλης κλίμακας κοινωνικών καταστάσεων και γεγονότων. Τεκμηριώνουν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών αντιδράσεων και συμπεριφορών υπηρετώντας την ιδεολογική λειτουργία της ερμηνείας και δικαιολόγησης του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος. Διατηρούν ή δημιουργούν τις ανάλογες συνθήκες για τη θετική διαφοροποίηση μεταξύ της ομάδας στην οποία ανήκει το άτομο και των υπολοίπων. Οι λειτουργίες αυτές μπορούν να ονομαστούν αντίστοιχα ως κοινωνική αιτιολόγηση, κοινωνική τεκμηρίωση και κοινωνική διαφοροποίηση.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κοινωνική αιτιολόγηση αναφέρεται σε μια διαδικασία διερεύνησης προκειμένου να κατανοηθούν τα πολύπλοκα, και συνήθως δυσάρεστα, κοινωνικά ή μη γεγονότα μεγάλης κλίμακας. Η κοινωνική εξήγηση τέτοιων γεγονότων εμπεριέχει τον προσδιορισμό της ταυτότητας της κοινωνικής ομάδας που κατηγορείται ως άμεσα υπεύθυνη για αυτό και την λεπτομερή και σχοινοτενή διάδοση των αρνητικών στερεοτύπων που σχετίζονται με τα γεγονότα αυτά. Αυτό είναι το φαινόμενο του αποδιοπομπαίου τράγου. Ένα παράδειγμα αυτού του φαινομένου στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι η απόδοση της ευθύνης για την ανεργία στους οικονομικούς μετανάστες και όχι σε άλλους, πιο ρεαλιστικούς, 57 λόγους, όπως η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ή η τάση του κεφαλαίου να χειραγωγεί την διακίνηση και τα κοινωνικά αιτήματα του εργατικού δυναμικού.

Η κοινωνική τεκμηρίωση αναφέρεται στην λεπτομερή ανάλυση ενός συγκεκριμένου στερεοτύπου μιας κοινωνικής ομάδας ώστε να δικαιολογηθούν οι πράξεις που διαπράττονται ή σχεδιάζονται εναντίον αυτής της ομάδας. Το παράδειγμα που ο Tajfel (1981α) δίνει, αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι αποικιακές δυνάμεις τον 19ο αιώνα κατασκεύασαν υποτιμητικά στερεότυπα για τις φυλές που απάνθρωπα εκμεταλλεύονταν προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια. Η από-ανθρωποποίηση (dehumanization) μιας ομάδας κάνει την βάναυση εκμετάλλευση της να φαίνεται πιο τεκμηριωμένη, φυσική και μη προβληματική. Οι Jost & Banaji (1994) επεχείρησαν τη διεξοδικότερη εξέταση της άποψης του Tajfel και πρότειναν ότι η λειτουργία της κοινωνικής τεκμηρίωσης εξυπηρετεί την τεκμηρίωση του κοινωνικού συστήματος, της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων μέσα από την τεκμηρίωση, τόσο του εαυτού, όσο και της ομάδας. Η τεκμηρίωση του εαυτού αφορά στη θέση ότι τα στερεότυπα αναπτύσσονται για να προστατεύσουν τη θέση ή τη συμπεριφορά του εαυτού, ενώ η τεκμηρίωση της ομάδας αφορά στην άποψη ότι τα στερεότυπα δεν αναδύονται για να εξυπηρετήσουν ή να προστατέψουν μόνο την εικόνα του εαυτού, αλλά και την θέση της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει το άτομο συνολικά, στο πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης και ιεράρχησης των ομάδων. Η κοινωνική διαφοροποίηση αναφέρεται στην τάση ενίσχυσης των στερεοτυπικά δομημένων διαφορών που ενισχύουν την εικόνα της ομάδας στην οποία το άτομο κατατάσσει τον εαυτό. Συνήθως, αυτό συμβαίνει σε συνθήκες κατά τις οποίες η διαφοροποιητική ισχύς της ομάδας προσλαμβάνεται ως παραπαίουσα και απειλούμενη ή όταν οι κοινωνικές συνθήκες είναι τέτοιες ώστε μία ομάδα χαμηλού 58 στάτους να προσλαμβάνεται ως άνομη και μεταβαλλόμενη. Η κοινωνική διαφοροποίηση πραγματοποιείται μέσα από την παραγωγή θετικών στερεοτύπων για την ομάδα στην οποία ανήκει το άτομο και αρνητικών στερεοτύπων για την άλλη ή τις άλλες ομάδες. Τις περισσότερες φορές το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας συνίσταται στην δραματική αύξηση του βαθμού διαφοροποίησης μεταξύ των ομάδων (Tajfel, 1982).

Η έννοια της κοινωνικής αιτιολόγησης και η λειτουργία της στην περίπτωση των στερεοτύπων αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η πλειοψηφία των κοινωνικών ομάδων μιας κοινωνίας αναγνωρίζει μία συγκεκριμένη ομάδα ως υπεύθυνη για δυσεπίλυτα και δυσάρεστα γεγονότα στα πλαίσια της εν λόγω κοινωνίας (Tajfel, 1981β).

Στην ομάδα αυτή αποδίδονται υποτιμητικά στερεότυπα και συχνά γίνεται αντικείμενο διώξεων. Μία εξήγηση για τη λειτουργία αυτή των στερεοτύπων παρέχεται από την θεωρία της κοινωνικής απόδοσης στο πλαίσιο της κοινωνικής ψυχολογίας (Harvey & Smith, 1977· Hewstone, 1983). Η θεωρία της κοινωνικής απόδοσης μοιράζεται με την προσέγγιση της κατηγοριοποίησης την άποψη ότι οι άνθρωποι έχουν την βασική ανάγκη να απλοποιούν και να επιβάλλουν την τάξη – να διαφεντεύουν – τον κοινωνικό τους κόσμο. Η προσέγγιση της κοινωνικής απόδοσης κάνει ένα βήμα πιο πέρα υποστηρίζοντας ότι υπάρχει μία βαθύτερη και ουσιαστικότερη ανάγκη να καταστεί ο κόσμος πιο προβλέψιμος, προκειμένου να είναι το άτομο ικανό να συμπεριφερθεί πιο προσαρμοστικά –πράγμα, που εκδηλώνεται με τη μορφή της αυθόρμητης τάσης για την αναζήτηση αιτιωδών εξηγήσεων για το σύνολο των κοινωνικών γεγονότων.

Ωστόσο η άποψη αυτή μοιάζει να είναι περιορισμένη ως προς τη θεώρηση που επιχειρεί σχετικά με την εξήγηση του είδους των αιτιωδών αποδόσεων στις οποίες προβαίνουν τα άτομα και τη χρονική συγκυρία στην οποία τις 59 πραγματοποιούν. Μπορεί επομένως να υποστηριχτεί ότι η οπτική της κοινωνικής απόδοσης εστιάζοντας την προσοχή της στην λειτουργία της κοινωνικής αιτιολόγησης των στερεοτύπων υπό τους όρους των κινήτρων του ατόμου που «αποδίδει», αναδεικνύει και τα όρια της λειτουργίας των στερεοτύπων στο κοινωνικό επίπεδο. Η προκατάληψη είναι το θεωρητικό –ιδεολογικο-πολιτικό- πλαίσιο, μέσα στο οποίο δομείται και λειτουργεί το στερεότυπο έχοντας πάντα μια σχέση αμφίδρομης διασύνδεσης με το φαινόμενο της προκατάληψης. Οι Kunda και Sinclair καταθέτουν σχετικά ερευνητικά ευρήματα τα οποία υποδεικνύουν πως η ενεργοποίηση και εφαρμογή ενός στερεοτύπου ως προς τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας μπορεί να επηρεαστεί από την προσπάθεια ενίσχυσης και «νομιμοποίησης» των προκατειλημμένων πεποιθήσεων σχετικά με τα μέλη αυτής της ομάδας (Kunda & Sinclair, 1999· Sinclair & Kunda, 2000).

Σημειώσεις:

27 Για μία επισκόπηση βλ. Gardner, 1994
28 Lippmann, W. (1922). Public opinion. New York: Harcourt Brace. Βρέθηκε σε: Brown, R. (1995). Prejudice. Oxford: Blackwell.
29 Οι Hilton & Von Hippel (1996) αναφέρουν ένα πλήθος προτάσεων για τον σχηματισμό των στερεοτύπων και αποτελούν σημαντική πηγή βιβλιογραφικής επισκόπησης σχετικά με το θέμα. Η επιλογή αναφοράς δύο μόνον από αυτές οφείλεται στην εκτίμηση ότι οι συγκεκριμένες προοπτικές εξήγησης είναι κοντύτερα στο σκεπτικό που διαπνέει την παρούσα μελέτη και εξυπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς της θεωρητικής διαπραγμάτευσης που επιχειρείται.
30 Βλ. Ford et al., 1994


Εργασία
με τίτλο
Όψεις της κοινωνικής αναπαράστασης για τους τσιγγάνους.

Λαμπρίδης, Μάκης
στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας. Τομέας Παιδαγωγικής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα