Η «Μίμηση» σαν συμβολή του ατόμου στην κοινωνικοποίηση του.





Στην κοινωνιολογία υπάρχουν δύο σχολές, δύο τάσεις προσέγγισης της κοινωνικοποίησης. Αυτή της «υγιούς κοινωνικοποίησης» και αυτή της «μη υγιούς». Η «υγιής κοινωνικοποίησης θεωρεί ότι υποκείμενο και κοινωνία αλληλεπιδρούν έτσι ώστε η κοινωνικοποίηση» ν’ αποτελεί προϊόν μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους δύο. Αυτή η διαπραγμάτευση καταστεί το υποκείμενο βασικό πρωταγωνιστή στην κοινωνικοποίηση του. Θεωρείται ενεργός παράγοντας ο οποίος προσπαθεί από την μια, την κοινωνική του ενσωμάτωση, και από την άλλη την διατήρηση της ιδιαιτερότητας του. Η ελευθερία της συμμετοχής αναδύεται σαν κάτι ξεχωριστό εμπλουτίζοντας την με την διαφορετικότητα του. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο αν και αποτελεί μέρος ενός συνόλου εντούτοις παραμένει κύριος των καταστάσεων και αποφασίζει, διατηρώντας την δυνατότητα της διαφοροποίηση του, που σημαίνει την αυτονομία του. Η κοινωνικοποίηση στην περίπτωση αυτή, συνκατασκευάζεται από την αλληλεπίδραση του με την συλλογικότητα που το περιβάλει.


Η «μη υγιής κοινωνικοποίηση» θεωρεί ότι η κοινωνία αποτελείται μια ομάδα από εξουσιαστικές δομές οι οποίες επιβάλλονται στο υποκείμενο μέσω του κοινωνικού συστήματος. Σε αυτή την περίπτωση η αυτονόμηση παρουσιάζεται σαν μια υποκειμενική ουτοπία εφόσον και οι κοινωνικές πρακτικές παρουσιάζουν ανυπέρβλητες απαιτήσεις όπου η κοινωνικοποίηση αποτελεί μια μορφή προγραμματισμού του υποκειμένου με στόχο να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης εις βάρος της αυτονομίας του. Δηλαδή το υποκείμενο δεν θεωρείται σημαντικός παράγοντας της κοινωνικοποίησης, αλλά υποτάσσεται στις κοινωνικές συνθήκες που το περιβάλλουν.

Παρ' όλη την διαφορά ερμηνείας αυτών των δύο σχολών, εκείνο που τις ενώνει είναι η ικανότητα του υποκειμένου να μιμείται. Δηλαδή και οι δύο αναφέρονται στην ικανότητα του να εσωτερικεύει του τρόπους, τους κανόνες και τις αξίες της κοινωνίας και μέσα από την αναπαράσταση τους, την «μίμηση» τους, να διαμορφώνει τον εαυτό του, αλλά και την κοινωνία την ίδια. Οι κοινωνικές επιστήμες ορίζουν την “μίμηση” η κάθε μια σύμφωνα με το δικό της επιστημονικό πεδίο. Για την ψυχολογία, αλλά και την κοινωνιολογία η ικανότητα του υποκειμένου να μιμείται, να αναπαριστά και να εκφράζει αυτό που παρατηρεί στους άλλους, το καθιστά, όπως είπαμε βασικό συμμέτοχο στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η «μίμηση» όμως σαν όρος δεν εμφανίστηκε πρώτα στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά από την φιλοσοφία και τις τέχνες. Το εννοιολογικό της περιεχόμενο απλώθηκε από τις τέχνες προς τις κοινωνικές επιστήμες. Βλέπουμε λοιπόν ότι η μίμηση σαν έννοια είναι τόσο ευρεία, τόσο πλούσια η οποία μπορεί να ενώσει την επιστήμη και την τέχνη, κάτι που είχαν αντιληφθεί όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας.

Για πρώτη φορά την «μίμηση» σαν όρο την βρίσκουμε στον Όμηρο και σημαίνει «κάνω κάτι που έκανε κάποιος άλλος». Στις αρχές όμως της φιλοσοφικής σκέψης η «μίμηση» σαν όρος είχε δυο διαφορετικές προσεγγίσεις οι οποίες εκφράστηκαν από το Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Η πρώτη σύμφωνα με τον Πλάτωνα έχει να κάνει με την ομοιότητα και αναφέρεται στην εικόνα και η άλλη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στην αναπαράσταση. Για τον Πλάτων η μιμητική δραστηριότητα έχει να κάνει με την μίμηση ενός φαντάσματος και όχι της αλήθειας και αναπαριστά το ον, όχι όπως είναι αλλά όπως φαίνεται. Όπως έλεγε, ο ζωγράφος προσπαθεί να κάνει τα πράγματα να φαίνονται καλύτερα από ότι είναι για να αντλήσει την ευχαρίστηση, άρα διαχωρίζεται το πραγματικό από το φανταστικό, από το ωραίο και το φαινομενικά ωραίο. Άρα ο Πλάτων μεγάλος λάτρης της αλήθειας και της πραγματικότητας δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τις τέχνες, οι οποίες, έλεγε ότι δημιουργούν μια ψεύτικη πραγματικότητα, αλλά ούτε και την «μίμηση» σαν λειτουργία την είχε σε εκτίμηση, διότι την θεωρούσε ότι αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα για την πραγματικότητα.

Αντίθετα όμως ο μαθητής του ο Αριστοτέλης προσέγγισε την «μίμηση», όπως αναφέραμε, από την μεριά της αναπαράστασης. Η «μίμηση», έλεγε, έχει να κάνει με την ικανότητα του ανθρώπου να αναπαριστά τη πραγματικότητα με διάφορους τρόπους. ‘Έτσι είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται το βάθος και την σημασία της για τον άνθρωπο και την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη, όταν μιλάει για το μιμητικό ένστικτο το οποίο είναι ανεπτυγμένο στον άνθρωπο από την παιδική ηλικία. Έλεγε «Η μίμηση είναι φυσική στα ανθρώπινα όντα από τη νεαρή ηλικία και συνέχεια. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα στο ότι είναι ο πολύ μιμητικός. Τα πρώτα του βήματα στη μάθηση γίνονται διαμέσου της μίμησης και όλοι οι άνθρωποι ικανοποιούνται από τη μίμηση. Μιμούμενοι τη μελωδία και το ρυθμό αυτό είναι φυσικό για μας». (Αριστοτέλης, Ποιητική 1448 Β, βλ. επίσης Ηθικά Νικομάχεια, 1102-3).

Η «μίμηση» λοιπόν κατέχει μια σημαντική θέση στην αναπαραγωγή της καθημερινότητας την οποία ο Αριστοτέλης, εντόπισε σαν βασικό στοιχείο της παιδαγωγικής επιστήμης, αλλά και σαν παράγοντα κοινωνικής λειτουργικότητας των διάφορων μορφών της τέχνης. Μέσω αυτού η «μίμηση» υιοθετείται σαν ορολογία και η μιμητική ικανότητα αποτελεί σημαντικό παράγοντα κατανόησης και έρευνας τόσο στην επιστήμη της παιδαγωγικής - όπως έλεγε «τάς μαθήσεις ποιείσθαι διά της μιμήσεως τάς πρώτας» (Αριστοτέλης, Ποιητική ΙV, 1448 Β 1-5) - όσο και στο κόσμο της τέχνης, όπως στο θέατρο, το χορό, την ζωγραφική, την ποίηση, την λογοτεχνία ακόμα και την αρχιτεκτονική. Η θεωρεία του για την αναπαραστατική ικανότητα της «μίμησης» σαν λειτουργικό στοιχείο του αρχαίου θεάτρου και με τη καθιέρωση του όρου «κάθαρση» του θεατή, ο οποίος εκφράζει την ταύτιση του με τα διαδραματιζόμενα στην σκηνή σαν στοιχεία επηρεασμού της προσωπικότητας, ο Αριστοτέλης, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο τόσο στην κοινωνική ψυχολογία όσο και την ψυχολογία με την μορφή της ψυχοθεραπείας. Μέσω αυτού αντιλαμβανόμαστε τη σημαντικότητα του όρου “μίμηση” ξεκινώντας από την μητέρα των επιστημών την φιλοσοφία, και περνώντας από την τέχνη στην κοινωνιολογία, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία και το σημαντικότερο την παιδαγωγική.

Η «μίμηση» λοιπόν αποτελεί την έκφραση του περιεχομένου της σχέσης του υποκειμένου με το περιβάλλον του. Εκφράζει λειτουργίες του ψυχικού οργάνου του υποκειμένου που λαμβάνουν χώρα στην σχέση αυτή. Εκφράζει την «εσωτερίκευση», έννοια που καθιερώθηκε τόσο στην κοινωνιολογία όσο και την ψυχολογία, η οποία δηλώνει την ικανότητα του υποκειμένου, να αφομοιώνει στον ψυχισμό του ορισμένα στοιχεία του εξωτερικού κόσμου με τέτοιο τρόπο, ώστε να βοηθήσουν στην κοινωνική του προσαρμογή . Επίσης άλλες λειτουργίες του ψυχικού οργάνου εκτός από την « εσωτερίκευση», όπως η «ενδοβολή», η «προβολή» καθώς και η «ταύτιση» προβλήθηκαν από τον Φρόιντ και την ψυχανάλυση σαν μηχανισμοί άμυνας του «εγώ». Τέλος θα προσθέταμε και τον όρο της «πιστότητας» τον οποίο προτείνει η συστημική ανάλυση και ο οποίος μαζί με του άλλους έρχονται να συμπληρώσουν και να ανοίξουν ακόμα περισσότερο το χώρο της διερεύνησης των κοινωνικών επιστημών και ιδιαιτέρως αυτόν της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας. Η κοινωνικοποίηση λοιπόν εμπεριέχει λειτουργίες συνειδητές, αλλά και ασυνείδητες. Κατανοητές αλλά και παράλογες οι οποίες χρειάζονται μιας προσεκτικής προσέγγισης για να καταλάβουμε την έκταση και την δυναμικότητα τους.

Όλες οι παραπάνω διαδικασίες, όπως είπαμε, αποτελούν ψυχικές λειτουργίες οι οποίες ανήκουν στο υποκείμενο και το βοηθάνε να ιδιοποιηθεί την πραγματικότητα και να προσαρμοσθεί σε οργανικό και ψυχικό επίπεδο μαζί της για να μπορέσει να επιβιώσει. Αποτελούν λοιπόν την δίκη του απάντηση - συμβολή στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και βασίζονται τόσο στο ένστικτο επιβίωσης, το οποίο περιλαμβάνει το ασυνείδητο, όσο και στο συνειδητό κομμάτι της προσωπικότητας του. Η «μίμηση» λοιπόν, η «ταύτιση», η «εσωτερίκευση» και τέλος η «πιστότητα» σαν μηχανισμοί του ψυχικού οργάνου του υποκειμένου εμφανίζονται πρωτίστως στην σχέση του με την οικογένεια, όπου εκεί αναπτύσσονται στην προσπάθεια του να αποδεχτεί τους όρους της οικογενειακής συνύπαρξης δηλαδή της πρωταρχικής του κοινωνικοποίησης. Αποτελούν, μπορούμε να πούμε, κομμάτια ενός διαλόγου, μιας επικοινωνίας του υποκειμένου πρώτα με το οικογενειακό του περιβάλλον και μετά με το κοινωνικό και δηλώνουν την ενεργό συμμετοχή του στην οικογενειακή και κοινωνική λειτουργία. Οι παραπάνω μηχανισμοί προσφέρουν στο υποκείμενο την δυνατότητα να αποκτήσει την θέση, όπως λέει η κοινωνιολογία και τον κοινωνικό του ρόλο μέσα από τον οποίο μπορεί να συμμετάσχει στο οικογενειακό και κοινωνικό παιχνίδι. Αυτή λοιπόν η κατάσταση, δηλαδή η αναζήτηση της θέσης μέσα στην ομάδα ξεκινάει, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του υποκειμένου στην ζωή και η πρώτη θέση που καταλαμβάνει είναι αυτή μέσα στην οικογένειά του.

Η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα σε αυτό και την οικογένεια του είναι μια παιδαγωγική σχέση. Η παιδαγωγική αυτή σχέση στηρίζεται, όπως έλεγε ο Άλμπερτ Μπαντούρα1 στο βιβλίο του Social learning theory,
πρώτον, στη παρατήρηση, τη σύγκριση και στη διαδικασία της μηχανιστικής εσωτερίκευσης αλλά και αναπαραγωγής της παραταθείσας συμπεριφοράς από το παιδί.
Δεύτερον, οι συμπεριφορές που τραβάν την προσοχή, οι οποίες αποκτούν ένα βαθύτερο νόημα, εσωτερικεύονται και αναπαράγονται από αυτό. Η αναπαραγωγή έχει σχέση με την συγκράτηση τους σαν ανάμνηση η οποία στηρίζεται στην επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς, η οποία έχει επανειλημμένως παρατηρηθεί, είτε σαν εικόνα δηλαδή αποθηκεύουμε την εικόνα του προσώπου που παρατηρούμε, (π.χ. μητέρα), η οποία ανακαλείται όταν οι συνθήκες το προκαλούν, είτε σαν λεκτική συμπεριφορά η οποία και αυτή αποθηκεύεται σε προσβάσιμη μορφή.
Τρίτον, σύμφωνα πάντα με τον Άλμπερτ Μπαντούρα, ο μηχανισμός αναπαραγωγής της υπό παρατήρηση συμπεριφοράς βοηθάει το άτομο να μετατρέψει την κωδικοποιημένη πληροφορία σε ενέργεια και συμπεριφορά. Συμπεριφορά η οποία δεν μοιάζει με του μοντέλου που έχει εσωτερικευθεί, αλλά συμβολικά επαναφέρει την ίδια ατμόσφαιρα και μπορεί να προκαλέσει τις ίδιες αντιδράσεις.

Ο Άλμπερτ Μπαντούρα έρχεται να επιβεβαιώσει πιο αναλυτικά αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης ότι η «μίμηση» είναι παιδαγωγικός μηχανισμός που ο άνθρωπος θέτει σε λειτουργία από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του στην ζωή. Αποτελεί το πιο βασικό λειτουργικό του στοιχείο, ένα στοιχείο έμφυτο που το διακρίνει και το κάνει να συμμετέχει στο γίνεστε που το περιβάλλει. Μέσω αυτής το παιδί προσπαθεί να μοιάσει στο περιβάλλον αναπαριστώντας το. Μέσω αυτής συμμετέχει στην συνκατασκευή τόσο του ίδιου όσο και αυτού που το περιβάλλει. Η «μίμηση» λοιπόν εκφράζει την πρωταρχική ικανότητα του υποκειμένου να εξασφαλίσει την σύνδεση, την αποδοχή και την αίσθηση ότι ανήκει σε μια οικογένεια, σε μια ομάδα, σε μια κοινωνία. Έτσι με τον ίδιο λοιπόν τρόπο που η κοινωνία κατέχει μηχανισμούς κοινωνικοποίησης, θα λέγαμε, ότι το υποκείμενο, έχει και αυτό τους δικούς του μηχανισμούς προσαρμογής, οι οποίοι το βοηθάνε να συγχρονιστεί με αυτή και να δηλώσει τόσο την ανάγκη υιοθέτηση των όρων και των αξιών της, όσο και προβολή της διαφορετικότητας και ιδιαιτερότητας του. Δηλαδή να μπορεί να είναι ο εαυτός του, αλλά και να αποτελεί μέρος ενός συνόλου, μιας κοινωνικής ομάδας. Η ικανότητας αυτή έχει να κάνει τόσο με την οργανική και βιολογική, όσο και με την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.

Η «θέση» και ο «ρόλος» αποτελούν κοινωνικά μοντέλα που παρέχει η κοινωνία μέσω των οποίων το υποκείμενο μπορεί να εκφράσει με ασφάλεια την ιδιαιτερότητα της παρουσία του. Η εσωτερίκευση των κοινωνικών χαρακτηριστικών τους του παρέχει την δυνατότητα να προσαρμόσει με προσοχή την ενέργεια του σε αυτή ενός κοινωνικού μοντέλου. Αυτό δεν σημαίνει την πλήρη υποταγή του στο μοντέλο, αλλά την δυνατότητα του να διαμορφώσει το μοντέλο σύμφωνα με την προσωπικότητα του. Π. χ. Έχουμε πολλούς καθηγητές, αλλά ο καθένας είναι διαφορετικός από τον άλλον. Η διαφορετικότητα αυτή δεν είναι παρά η διαφορετική προσωπικότητα του υποκειμένου που εκφράζεται μέσα από το ίδιο μοντέλο και η οποία διαφοροποιεί το μοντέλο. Το υποκείμενο λοιπόν παρουσιάζεται σαν μια «κοινωνική προσωπικότητα» όπου η υποκειμενικότητα και η κοινωνικότητα αποτελούν δυο φάσεις του ίδιου νομίσματος. Είναι ένα «πρόσωπο» που καθορίζεται από το συναίσθημα του ενώ είναι εκτεθειμένο στις κοινωνικές επιρροές, πράγμα που σημαίνει ότι υιοθετεί ένα «ρόλο» ο οποίος διαμορφώνεται από τα προσωπικά του κίνητρα, αλλά και την κοινωνική του διάσταση. Έτσι η «θέση» και ο «ρόλος» εμπεριέχουν πάντα την υποκειμενικότητα του ατόμου ακόμα και αν - αυτό μέσα από αυτούς - επαναλαμβάνει κάτι που έχει ήδη επαναληφθεί. Η λειτουργία αυτή δεν καταργεί την υποκειμενικότητα αλλά της προσφέρει ένα χώρο κοινά αποδεχτό για να εκφραστεί. Η έννοια της «μίμησης» των κοινωνικών μοντέλων λοιπόν, θα πρέπει να θεωρηθεί στοιχείο προώθησης της υποκειμενικότητας και όχι σαν κατάργηση της. Αποτελεί ένα δυναμικό παράγοντα κοινωνικής συμμετοχής του υποκειμένου μέσω της οποίας μπορεί να προσδώσει μια άλλη δυναμική με την παρουσία του στο κοινωνικό ρόλο που «υποδύεται» και κατ’ επέκταση στην κοινωνικοποίηση του. Έτσι μέσω αυτής το υποκείμενο στην υιοθετεί το κοινωνικό του ρόλο, και στην βρίσκει την κοινωνική του θέση. Μέσω αυτής του προσφέρεται η δυνατότητα ν’ ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά συγχρόνως να προβάλλει την διαφορετικότητα του. Η «μίμηση» παρουσιάζεται σαν μια λειτουργία που ενώνει το άτομο με την ομάδα απαιτώντας την δική του ενεργητική στάση.

Η ατομική του ταυτότητα απορρέει ακριβώς από αυτή την ενεργητική στάση, η οποία θέτει σε ενέργεια ένα σύστημα εξατομίκευσης και ταυτοποίησης μέσα από την σχέση με τους άλλους. Το σύστημα αυτό βασίζεται στις ενέργειες, τις αλληλεπιδράσεις, την εσωτερίκευση και τις μιμήσεις οι οποίες αποτελούν μορφές διαλόγου του υποκειμένου με άλλα πρόσωπα και πιο γενικά με το περιβάλλον του, πάντα όμως μέσα σε οργανωμένα κοινωνικά πλαίσια που εξελίσσονται, όπως είναι η οικογένεια η παρέα, η εργασία. Η εξατομίκευση πραγματοποιείται από το πήγαινε έλα του υποκειμένου ανάμεσα στις εμπειρίες του και στις κοινωνικές αναπαραστάσεις της ομάδας (οικογένειας) που ανήκει. Μέσα από την ανάλυση αυτών που βιώνει και των κανόνων και αξιών που συγκροτούν το περιβάλλον του, το υποκείμενο, δημιουργεί, κατασκευάζει, και καινοτομεί προβάλλοντας την ιδιαιτερότητα του, την προσωπικότητα του.  (Malrieu, 1988, p. 102-103)

Η κατασκευή του εαυτού λοιπόν, όπως μας λέει ο Malrieu2, χρειάζεται ένα άλλο βασικό παράγοντα «το κοινωνικό πλαίσιο». Η ύπαρξη του πλαισίου προσφέρει την ασφάλεια και την σταθερότητα για την ομαλή κοινωνικοποίηση του υποκειμένου. Τα συγκεκριμένα πλαίσια καθορίζονται από την μορφή των αλληλεπιδράσεων και αποτελούν ένα οριοθετημένο χώρο και χρόνο όπου το υποκείμενο μπορεί να αισθανθεί εμπιστοσύνη. Τα κοινωνικά πλαίσια αποτελούν με το χρόνο στοιχεία του εαυτού και η σχέση εαυτού-πλαισίου εκφράζει μια διασύνδεση όσον αφορά την αλληλοκατασκευή τους. Η κοινωνικοποίηση αποτελεί ένα ατελείωτο διάλογο μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια ανάμεσα στο εγώ και το «άλλο», ένα διάλογο ο οποίος φαίνεται εξωτερικός αλλά είναι και εσωτερικός. Τον διάλογο αυτόν τον διακρίνουν μηχανισμοί προσεταιρισμού του άλλου και του εαυτού μέσω της μίμησης, η οποία, όπως είπαμε, εκφράζει το ποσοστό της ταύτισης, την εσωτερίκευση, την ενδοβολή, μηχανισμούς που σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο καθορίζουν τόσο την εξέλιξη του ατόμου όσο και της ομάδας που ανήκει. Η αμοιβαιότητα που μας διακρίνει στην σχέση μαζί της είναι δυνατή και βοηθά το υποκείμενο να επιβιώνει αλλά να επιβιώνει και η ομάδα μέσα από αυτό. Άρα μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνικοποίηση δεν είναι μια μεμονωμένη ενέργεια η οποία μπορεί, άλλες φορές να ανήκει στην ομάδα και άλλες στο υποκείμενο, αλλά αποτελεί το υλικό μιας αμοιβαιότητας, ενός διαλόγου, μιας σχέσης. Στο βαθμό που η αμοιβαιότητα είναι μια μορφή αλληλεπίδρασης που δηλώνει το δούνε και λαβείν δυο μελών μιας σχέσης, στην σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και την ομάδα που ανήκει, η αμοιβαιότητα δηλώνει την ισοτιμία συμμετοχής του ατόμου στην κοινωνικοποίηση του.

Συμφωνώντας περισσότερο με την κοινωνιολογική σχολή της “υγιούς κοινωνικοποίησης” θεωρούμε ότι η κοινωνικοποίηση είναι το αποτέλεσμα της αμοιβαιότητας της σχέσης ατόμου - ομάδας. Η αμοιβαιότητα αυτή δηλώνει ότι κοινωνικοποίηση είναι μια συνκατασκευή. Στην συνκατασκευή αυτή οι λειτουργίες του ψυχικού οργάνου του κάθε υποκειμένου όπως «εσωτερίκευση», «ενδοβολή», «ταύτιση», «πιστότητα» οι οποίες εκφράζονται μέσα από την «μίμηση» διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ψυχολογική και κοινωνική του καταξίωση. Φανερώνουν την συμμετοχή του στην κοινωνικοποίηση του και την δυνατότητα του να καθορίζει την ανάπτυξη και κατ επέκταση την κοινωνική του εξέλιξή.



Κερεντζής Λάμπρος

πίνακας:Claire Tabouret

1Albert Bandura Καναδός ψυχολόγος
2Philippe Malrieu Γάλλος κοινωνιολόγος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα