Η Αφήγηση ως παιδαγωγική στρατηγική





Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένας προβληµατισµός γύρω από την αξιοποίηση της αφήγησης στη διδακτική πράξη. Ο προβληµατισµός αυτός συνδέεται µε την υιοθέτηση απόψεων που αφορούν στην εγκατάλειψη της ακαδηµαϊκής παράδοσης στη διδασκαλία, τόσο στο πλαίσιο των φυσικών επιστηµών, όσο και των µαθηµατικών. Σύµφωνα µε την άποψη της Davies (2005), η αφήγηση είναι ένα αναπόσπαστο κοµµάτι της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η ίδια υποστηρίζει ότι οι ιστορίες αποτελούν ένα υπέροχο εργαλείο για µάθηση, τις οποίες χρησιµοποιούµε καθηµερινά για να µεταδώσουµε πληροφορίες ο ένας στον άλλον και µέσα από αυτή τη διαδικασία καθορίζουµε το ποιοί είµαστε.

Η αφήγηση είναι ένας αντικειµενικός τρόπος αντιµετώπισης ενός προβλήµατος, ο οποίος επιτρέπει στους µαθητές να µεταφέρουν τις καταστάσεις έξω από το περιοριστικό περιβάλλον της τάξης και να τις τοποθετούν σε ένα περιπετειώδες περιβάλλον όπου µπορούν να χρησιµοποιήσουν τη φαντασία τους για να επιλύσουν το πρόβληµα. Ενισχύοντας την άποψή της, η Davies (2005), σηµειώνει πως οι ιστορίες ενθαρρύνουν τη δηµιουργικότητα και την επικοινωνία και δεν υπάρχει τίποτα πιο ευχάριστο απ' το να βλέπεις µια τάξη να ανακαλύπτει καινούριους τρόπους σκέψης. Η αφήγηση µε αυτή την τάση, θεωρείται ότι “εξανθρωπίζει” τη διδασκαλία της επιστήµης.

Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τους Kokkota, Rizaki, Malamitsa (2010), η διήγηση ιστοριών “εξανθρωπίζει” τη διδασκαλία της επιστήµης, αφού την εντάσσει σε ανάλογο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο και συνεπώς τη συνδέει µε αξίες, ιδέες και συναισθήματα, κινητοποιώντας το ενδιαφέρον των µαθητών και μαθητριών. Στο πλαίσιο αυτό, η επιστηµονική γνώση αναγνωρίζεται ως κάτι το οποίο δεν µπορεί να αποµονωθεί από τους ανθρώπους που τη δηµιούργησαν. Η ενασχόληση µε την επιστήµη, ως µιας ανθρώπινης προσπάθειας, διεγείρει το θαυµασµό, δίνει οµορφιά και εµπνέει ενδιαφέροντα στους µαθητές (Χατζηγεωργίου, 2005).

Αξίζει να σηµειώσουµε επίσης πως σύµφωνα µε τον Egan (1990,1997), η αφήγηση ενισχύει τη ροµαντική κατανόηση, της οποίας ο θαυµασµός αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό. Ο ίδιος αναφέρει πως η ροµαντική κατανόηση είναι ένας τρόπος νοηµατοδότησης του κόσµου και των εµπειριών, που υπερτονίζει ορισµένα χαρακτηριστικά ενώ υπερκαλύπτει άλλα. Χρησιµεύει ως ένα είδος διανοητικού φακού, που οδηγεί στην εστίαση της γνώσης, της πραγµατικότητας και της φύσης της επιστήµης.

Μέσω της αφήγησης ιστοριών, οι µαθητές βιώνουν την εµπειρία του θαυµασµού, της περιέργειας και του µυστηρίου. Η πλήρης κατανόηση µιας έννοιας, µαθηµατικής ή όχι, προϋποθέτει τόσο την εννοιολογική όσο και τη ροµαντική κατανόηση αυτής. Η ροµαντική κατανόηση διαφέρει από την εννοιολογική σύµφωνα µε τον Χατζηγεωργίου (2005), σε τέσσερις βασικούς άξονες. Πρώτον, αναπαριστά ένα διαφορετικό τρόπο νοηµατοδότησης του κόσµου και της ανθρώπινης εµπειρίας (Egan, 1990). Δεύτερον, προτείνει πως η γνώση είναι ανθρώπινη κατασκευή και για το λόγο αυτό δεν µπορεί να θεωρηθεί έξω από το πλαίσιο της κατασκευής της. Τρίτον, χρησιµοποιεί τις δυνατότητες της επινοητικότητας και της φαντασίας των µαθητών και τέταρτον έχει µια αισθητική κατεύθυνση.

Επιπλέον, οι Kokkotas, Rizaki, Malamitsa (2010), υποστηρίζουν πως η διήγηση µε την ανάπτυξη του συναισθήµατος συντελεί στην ανάπτυξη της επινόησης. Επί τούτοις, η επινόηση οδηγεί τους µαθητές σε κάποιο είδος δράσης. Αυτή η δράση πιθανόν να οδηγεί σε ανάπτυξη ενδιαφέροντος και αναζήτηση των Φυσικών Επιστηµών έξω από το σχολικό περιβάλλον. Γιατί όχι και στην ανάπτυξη επιθυµίας για την ενασχόληση µε τις Φυσικές Επιστήµες στη µετέπειτα ζωή τους.

Ενισχύοντας τα παραπάνω, ο Steiner (1997) υποστηρίζει πως εξαιτίας του ότι τα παιδιά βρίσκονται σε ηλικία που χρησιµοποιούν κυρίως τη φαντασία τους, η µάθηση θα πρέπει να πραγµατοποιείται σε αυτά διαµέσω ιστοριών. H αφήγηση αναπτύσσει τη φαντασία και τα συναισθήµατα των παιδιών και βοηθά να δώσουµε στη διδασκαλία νόηµα. Όταν τα παιδιά ακούνε ιστορίες, δηµιουργούν νοητές εικόνες που ανήκουν σε αυτά, συνδέοντας το περιεχόµενο της ιστορίας µε κάτι προσωπικό τους (M. B. Goral & C. M. Gnadinger, 2006).

Σχετικά µε τον παιδαγωγικό ρόλο της αφήγησης, σύµφωνα µε τους Noddings & Witherell (1991), υποστηρίζεται ότι µαθαίνουµε µέσω των ιστοριών και κατανοούµε καλύτερα τους εαυτούς µας και τους άλλους καθώς επίσης και τα αντικείµενα που διδάσκουµε. Οι ιστορίες, µας βοηθούν να κατανοήσουµε ιδέες, γιατί µετατρέπουν το αφηρηµένο σε συγκεκριµένο και το κάνουν προσιτό. Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως οι ιστορίες µας κινητοποιούν, γιατί αυτό που είναι θολό και µακρινό µπορούν να το κάνουν µέσα από την πλοκή τους, ζωντανό και ξεκάθαρο. Τέλος αναφέρουν ότι ακόµα κι αν κατανοούµε ιδέες και έννοιες σε ένα αφηρηµένο επίπεδο, αυτό δε µας κινητοποιεί πάντοτε σε δράση – η διήγηση όµως µιας ιστορίας συχνά το κάνει.

Αξίζει να αναφέρουµε ακόµη πως σύµφωνα µε τον Kubli (2005), η διήγηση ιστοριών συµβάλλει στη µείωση της απόστασης µεταξύ δασκάλου και µαθητών, βελτιώνοντας το κλίµα στην τάξη και κάνοντάς το λιγότερο τυπικό και περισσότερο προσωπικό. Προς την ίδια κατεύθυνση στρέφεται και η άποψη ότι οι ιστορίες αποτελούν τον πιο φυσικό και συνηθισµένο τρόπο σκέψης, επειδή αφενός αποτελούν µέσο έκφρασης πολιτισµικής ταυτότητας και αφετέρου σπουδαίο µέσο επικοινωνίας (Manna & Minichiello, 2005).

Θέλοντας να ενισχύσουν τις παραπάνω απόψεις, οι Kurtz & Ketcham (1994) γράφουν πως οι ιστορίες αποτελούν το όχηµα που µετατρέπει τη µεταφορά και την εικόνα σε εµπειρία. Η χρήση επιστηµονικών ιστοριών λοιπόν, παρέχει συνδέσεις ανάµεσα στην αρχέγονη επιστήµη και τη σύγχρονη επιστήµη. Οι ιστορίες πρέπει να χρησιµοποιούνται δίνοντας έµφαση στις διαδικασίες απόκτησης της γνώσης. Ο Adler (1982), αναφέρει πως η διδασκαλία πρέπει να δίνει κίνητρα στους µαθητές για να ανοίξουν την πόρτα στον κόσµο της επιστήµης. Η αφήγηση βοηθά εκπληκτικά στην εκπλήρωση αυτού του στόχου. O Sparkes (1998) από την άλλη, υποστηρίζει ότι όταν κάποιος διηγείται ή ακούει ή διαβάζει µια ιστορία, έχει τη δυνατότητα να µοιραστεί γνώσεις και εµπειρίες τόσο για τη ζωή τη δική του όσο και για τις ζωές των άλλων.

Σε αυτό το σηµείο αξίζει να αναφέρουµε τις απόψεις του Bruner (1986), για τον αφηγηµατικό τρόπο σκέψης. Στο κεφάλαιο “Δύο Τύποι Σκέψης”, υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο τύποι σκέψεις, ο ένας είναι ο λογικό-επιστηµονικός, ενώ ο άλλος είναι ο αφηγηµατικός. Ο λογικό-επιστηµονικός χρησιµοποιεί τη λογική και στοχεύει στη ταξινόµησή της, ή αφορά στην αλήθεια, και ο αφηγηµατικός αφορά στο νόηµα της. Πώς όµως συνδέεται γλώσσα, σκέψη και αφήγηση; Ο Bruner (2004:37), στο βιβλίο του “Δηµιουργώντας Ιστορίες: Νόµος, Λογοτεχνία, Ζωή” υποστηρίζει ότι η αφήγηση αποτελεί ένα γενετικό ανθρώπινο γνώρισµα που βιώνεται φυσικά από τον κάθε ένα. Συγκεκριµένα, λέει: «Είµαστε τόσο ειδικοί στην αφήγηση που αυτή µοιάζει να είναι σχεδόν εξίσου φυσική µε την ίδια τη γλωσσική ικανότητα. Οι ιστορίες εµφανίζονται νωρίς στη ζωή µας και συνεχίζουν αδιάκοπα δίχως αµφιβολία γνωρίζουµε να τις χειριστούµε.» Bruner (2004:37)

Η αφήγηση λοιπόν, φαίνεται να είναι µια εκ γενετής έκφραση της σκέψης. Απορρέει από την ανάγκη να περιγράψουµε τον κόσµο, να µιλήσουµε και να επικοινωνήσουµε µε άλλους για καταστάσεις που µας ενδιαφέρουν, ή ακόµα να εκφράσουµε τη φαντασία µας πλάθοντας ήρωες και σχέσεις που τους συνδέουν. Για το λόγο αυτό δηµιουργούµε ιστορίες που παίρνουν µορφή µέσα από τη γλωσσική ικανότητα. Οι ιστορίες όµως, είναι το νόµισµα και το συνάλλαγµα µιας κουλτούρας (Bruner, 2004:53).

Ο Δοξιάδης (2003) από την άλλη, υποστηρίζει ότι ο σκοπός της αφήγησης µιας ιστορίας µπορεί να είναι ευτελής ή όχι, ειλικρινής ή όχι, αγαθός ή όχι, όµως µόλις πούµε (ή µε άλλο τρόπο δηλώσουµε) το ‘θα σου πω µια ιστορία’, αµέσως µπαίνουµε στον χώρο της γνωστικής και επικοινωνιακής σκοπιµότητας. Όταν τα λόγια µας, ή τα στοιχεία όποιου άλλου µέσου χρησιµοποιούµε, αποκτήσουν τον χαρακτηρισµό της ιστορίας, τότε οδηγούν αµέσως και στην ερµηνεία, της οποίας η µετάδοση, είτε συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι το κύριο µέρος της αφήγησης. Στον καθηµερινό λόγο, η σηµασία της ιστορίας ταυτίζεται κατά κανόνα µε το γνωστικό της περιεχόµενο. Ακόµη και όταν ο αφηγητής στοχεύει σε κάποιο βαθµό στα συναισθήµατα του δέκτη η ιστορία λέγεται για να µεταφέρει κάτι, να διακινήσει γνώση, γνώση στοιχείων, γνώση ερµηνειών ή και, γιατί όχι, γνώση και ερµηνεία συναισθηµάτων.

Κατά την άποψη του Δοξιάδη (2003), για κάθε τελεία (ολοκληρωµένη) ιστορία που θα πούµε, υπάρχει πάντα ένα συγκεκριµένο ‘δίδαγµα’, που είναι κατά βάση ο κυρίαρχος λόγος για να ειπωθεί. Κι αυτός ο λόγος οδηγεί κατά κανόνα και τη δοµική της εξέλιξη, στήνει τον σκελετό της κατασκευής, είναι η αόρατη ραχοκοκαλιά του αφηγηµατικού οργανισµού – µε αυτή ακριβώς την έννοια λέµε ότι η αφήγηση είναι σχεδόν πάντα τελεολογική. Διέπεται δηλαδή από ένα σκοπό, προς την εκπλήρωση του οποίου τείνει.

Ο Bruno Bettelheim γράφει για τη διδακτική λειτουργία του παραµυθιού στο “Uses of enchantment”: «Όταν το παραµύθι λειτουργεί ως ηθικό πρότυπο, το παιδί γοητεύεται καταρχήν από τον ήρωα και για αυτό θέλει να µιµηθεί την ηθική συµπεριφορά του. Ουδέποτε συµβαίνει το αντίθετο : γοητεύεται επειδή είναι ηθικός.»(1989:137)

Σύµφωνα µε τον Δοξιάδη (2003), δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι η αφήγηση είναι τρόπος επικοινωνιακός, τρόπος που µεταφέρει κάτι από τον ποµπό στο δέκτη. Με την έννοια αυτή, πρέπει να έχουµε κατά νου ότι η πληροφορία που αφηγούµαστε πρέπει να αναφέρεται σε αληθινά γεγονότα, να δίνει δηλαδή µια σωστή εικόνα για την πραγµατικότητα που δηλώνει ότι αναπαριστά. Επίσης ο τρόπος που αυτή παρουσιάζεται στα παιδιά να είναι αποτελεσµατικός.

Άρα η αφήγηση στη βασική της µορφή, διέπεται από την αιτιοκρατία και την τελεολογία. Με την έννοια αυτή, κάθε αφήγηση συνιστά ερµηνευτική πράξη, λέγεται για ένα σκοπό που εµπεριέχει την προβολή µιας ερµηνείας. Μια αφήγηση γεγονότων δεν είναι ποτέ ‘αθώα’, αφού πάντα περιέχει µια ερµηνεία τους – αυτό µπορεί ενίοτε να το κάνει απλώς και µόνον εντάσσοντάς τα σε αιτιακές σειρές. Η φύση των αιτιακών αυτών σχέσεων (το τι δηλαδή συνιστά αιτιότητα στη συγκεκριµένη αφήγηση) καθορίζεται ή και καθορίζει τις βασικές αρχές – τα αξιώµατα θα λέγαµε – του κοσµοειδώλου µέσα στο οποίο κινείται η αφήγηση (Δοξιάδης, 2003).

Η αφήγηση λοιπόν φτιάχνει σχέσεις αιτιότητας – κι όπου δεν υπάρχουν, ή δεν είναι φανερές, τις ανακαλύπτει. Κατά αυτό τον τρόπο, ο αφηγητής κατά κανόνα δοµεί τον φαινοµενικά χαοτικό κόσµο γύρω του δηµιουργώντας σχέσεις αιτιότητας. Κατασκευάζει έναν κόσµο µε νόηµα – ή καλύτερα δίνει νόηµα στον κόσµο µετατρέποντας το χάος σε τάξη (Δοξιάδης, 2003).

Αξίζει ακόµη να αναφέρουµε τις απόψεις του Vygotsky, για τον οποίο, το πιο σηµαντικό σύστηµα συµβόλων είναι η γλώσσα. Ο ίδιος υποστηρίζει πως η επικοινωνία είναι ένα πολιτισµικό γεγονός διότι εάν υπάρχουν πολιτισµοί, είναι λόγω της δυνατότητας επικοινωνίας και της δέσµευσης ή πρόνοιας για γνώση και αξίες από γενιά σε γενιά. Η γλώσσα είναι ένα πολιτισµικό εργαλείο, ένα ιδιαίτερο όργανο επικοινωνίας το οποίο σχετίζεται µε τη σκέψη.

Συγκεκριµένα, στο βιβλίο “Γλώσσα και Σκέψη”,(2008 :211) ο Vygotsky, ο οποίος έθεσε το κοινωνικό και πολιτισµικό πλαίσιο στη θέση του εξέχοντος πλαισίου όσον αφορά τη µάθηση, αναφέρεται στην ανάπτυξη του παιδιού και δηλώνει ότι: «Μέχρι ένα χρονικό σηµείο, η γλώσσα και η σκέψη ακολουθούν διαφορετικές πορείες η µία από την άλλη. Σε κάποιο σηµείο οι δύο πορείες συναντιούνται, εκεί όπου η σκέψη γίνεται λεκτική και ο λόγος λογικός.»

Με την αφήγηση ιστοριών λοιπόν, ως µέσο επικοινωνίας, µπορούµε να θεωρήσουµε ότι παράγουµε πολιτισµό. Από τα παραπάνω προκύπτει µία προσέγγιση σύµφωνα µε την οποία, η αφήγηση δεν αποτελεί συγκεκριµένη ικανότητα µιας οµάδας ανθρώπων αλλά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, όσο ανθρώπινο χαρακτηριστικό αποτελεί η ύπαρξη της σκέψης. Σύµφωνα µε τον Vygotsky (1997:87), «εάν κάτι δεν µπορεί να επηρεάσει τη συµπεριφορά, δεν µπορεί να θεωρηθεί διδακτικό εργαλείο». Στο πλαίσιο αυτό, οι Kόκκοτας, Μαλαµίτσα, Ριζάκη (2008), υποστηρίζουν ότι η διήγηση ιστοριών µπορεί να θεωρηθεί ως πολιτισµικό εργαλείο, εφόσον έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει τη συµπεριφορά του παιδιού. Ο Egan προτείνει επίσης, ότι η «ιστορία» είναι σύµφωνη µε τις απαιτήσεις που τίθενται από τον Vygotsky και γι’ αυτό µπορεί να αποτελέσει γνωστικό εργαλείο επειδή: «ιστορία… είναι µια αφηγηµατική ενότητα η οποία µπορεί να ενισχύσει τη συναισθηµατική σηµασία των στοιχείων τα οποία τη συνθέτουν… έχει µια αρχή, που δηµιουργεί µια σύγκρουση ή µια ελπίδα, µια δοµή και ένα περιεχόµενο που την περιπλέκει, ένα τέλος που την ξεκαθαρίζει. Το προσδιοριστικό χαρακτηριστικό των ιστοριών, είναι ότι αυτές προσανατολίζουν τα συναισθήµατά µας για τα περιεχόµενά τους… Οι ιστορίες αποκρυσταλλώνονται στον πολιτισµό και άρα θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν ως διαµεσολαβητικά εργαλεία για την ανάπτυξη της φαντασίας των παιδιών» (Egan, 1992:56).

απόσπασμα από την
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
της
ΔΗΜΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗΣ
με τίτλο:
Η αφήγηση ως καινοτόµος στρατηγική στη διδασκαλία των µαθηµατικών

πίνακας:Unholy Vault Designs / Shutterstock.com


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα