ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ


 


Ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού

«Ο αριθμός των θεωριών που έχουν διατυπωθεί για τον κοινωνικό αποκλεισμό, είναι ίδιος με τον αριθμό των μελετητών του φαινομένου. Καθένας έχει διατυπώσει μια διαφορετική θεωρία» (Atkinson, 2000 στο Farrington, 2008)

Ο κοινωνικός αποκλεισμός, παρ’ όλο που εμφανίζεται σε κείμενα Γάλλων κοινωνιολόγων από το ’60-’70 (Littlewood et al., 1999˙ Barata, 2000), εμφανίζεται στις κοινωνικές επιστήμες και τον πολιτικό λόγο ως κύριο εργαλείο κατηγοριοποίησης, ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών προβλημάτων (Πετράκη, 1998) και ως το «μείζον κοινωνικό θέμα της εποχής μας» από τα τέλη της
δεκαετίας του ’80, οπότε εισάγεται στις επίσημες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Jacques Delors (Room et al., 1992) και κυριαρχεί τελικά από τη δεκαετία του 1990 μεχρι και σήμερα.

Ως έννοια, έχει δεχτεί κριτική από πολλές πλευρές. Πολλοί είναι οι μελετητές, οι οποίοι θεωρούν πως ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί έννοια, καθώς δεν πληροί βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο5 (Καυταντζόγλου, 2006). Από άλλους (Πετράκη, 1998˙ Καυταντζόγλου, 2006) θεωρείται όρος σκοτεινός, αμφισβητήσιμης επιστημονικά αξίας, προ-έννοια και ιδιαίτερα ασαφής ως προς το περιεχόμενό της και το θεωρητικό της αντικείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως
κατακερματισμένο και πολυδιασπασμένο.

 Ο Castel αναφέρει πως ο αποκλεισμός αποτελεί μία «μη αναλυτική ιδέα», η οποία εξαιτίας του μεγάλου εύρους φαινομένων στα οποία αναφέρεται και τα οποία αναλύει, δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή (Castel στο Καυταντζόγλου 2006). Επίσης, φαίνεται ότι είναι μία έννοια η οποία «εμφυτεύτηκε στο χώρο των κοινωνικών επιστημών από το χώρο της κυρίαρχης κοινωνικής πολιτικής» (Πετράκη, σελ. 20, 1998) και επομένως είναι εκφραστής μίας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Η επιλογή του απο την κυρίαρχη κοινωνική πολιτική είναιπιθανό ότι σχετίζεται ή ακόμα και οφείλεται ακριβώς στο γεγονός οτι πρόκειται για έναν όρο ασαφή. Αναφέρεται σε πολλές και διαφορετικές καταστάσεις, χωρίς όμως να επιτρέπει την ακριβή πρόσληψη καμίας. Τις περιγράφει, δεν κάνει όμως καμία αναφορά, ούτε καν νύξη, στις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτές τις καταστάσεις.

 Ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν αποτελεί έναν καθαρά επιστημονικό όρο, είναι περισσότερο ένας κοινωνιολογικός όρος ο οποίος αναφέρεται σε διαδικασίες αποκοπής απο το κύριο κοινωνικό σώμα ολόκληρων κοινωνικών ομάδων οι οποίες θεωρούνται απειλητικές για τη δημόσια τάξη (Μάτσα, 2000).

Η βιβλιογραφία, κυρίως από το ’90 και μετά είναι τεράστια και προέρχεται από πολλούς επιστημονικούς τομείς (κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία, πολιτική οικονομία, πολιτική φιλοσοφία, δίκαιο, ευρωπαϊκή πολιτική κ.λπ.). Η πρώτη διατύπωση του όρου έγινε απο πολιτικούς και τεχνοκράτες, υπεύθυνους για τις κοινωνικές πολιτικές (Καυταντζόγλου, 2006). Ακολούθως ξεκίνησε και η έντονη ενασχόληση των ακαδημαϊκών με τον όρο. Μέχρι και σήμερα ο όρος σχοινοβατεί
ανάμεσα στην ακαδημαϊκή του διάσταση και τη διάσταση που σχετίζεται με την κατάρτιση κοινωνικών- προνοιακών πολιτικών μέσα από προγράμματα και την απορρόφηση κονδυλίων. Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάντως, οι ερμηνείες που δίνουν οι τεχνοκράτες κυριαρχούν, καθώς χρηματοδότης της πλειονότητας των ερευνών, που διεξάγονται και φτάνουν στη δημοσιότητα είναι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση (Daly, 2006).

Οι προσπάθειες ορισμού του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού έχουν οδηγήσει στη διατύπωση δεκάδων ορισμών, κυρίως από το χώρο της κοινωνιολογίας, δικαιώνοντας το S. Paugam ο οποίος υπενθυμίζει στους κοινωνικούς επιστήμονες ότι είναι μάταιη η αναζήτηση ορισμών για τόσο ευαίσθητα πολιτικά και κοινωνικά θέματα όπως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός, καθώς είναι έννοιες οι οποίες μεταβάλλονται αναλογα με τη στιγμή και τη συνθήκη, οπότε είναι απίθανο να βρεθεί τελικά ένας πλήρης ορισμός (S. Paugam στο Littlewood & Herkommer, 2000). Μεταξύ των περισσότερων ορισμών υπάρχουν κάποια κοινά σημεία˙ όπως η παραδοχή οτι πρόκειται για μία διαδικασία και όχι για μία κατάσταση. Όλοι συμφωνούν επίσης οτι μιλάμε για έναν πολυδιάστατο όρο με κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις (Haan, 1998 στο Barata, 2000). Έχουν γίνει επίσης προσπάθειες ταξινόμησης των ορισμών με βάση έναν κοινό άξονα (βλ. Silver, Levitas). Εμφανή κοινά σημεία είναι η έμφαση στη «νέα» φύση του κοινωνικού αποκλεισμού και γενικά των φαινομένων φτώχειας και αποστέρησης, στην έννοια του αποκλεισμού ως διαδικασία, στο ότι είναι απόρροια κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων, στην πολυδιάστατη, σωρευτική και χωρική του φύση (Littlewood & Herkommer, 2000).

Γενικά, η επιλογή ενός πλαισίου – ορισμού για τον κοινωνικό αποκλεισμό έχει σημασία στο βαθμό που επηρεάζει, εκφράζει ή νομιμοποιεί τις πολιτικές που επιστρατεύονται για την «καταπολέμηση» του φαινομένου. Έτσι, εάν επιλέξουμε να ορίσουμε τον κοινωνικό αποκλεισμό ως «πρόβλημα» που αφορά συγκεκριμένες «ομάδες – στόχους» και το οποίο οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ορισμένα
χαρακτηριστικά τους ή στη δυσκολία προσαρμογής των μελών αυτών των ομάδων, χωρίς σαφή προσδιορισμό των διεργασιών που οδηγούν σε αυτό τον αποκλεισμό (Αλεξίου κ.α.), αυτό οδηγεί σε «δέσμες μέτρων» έκτακτου χαρακτήρα (Πετράκη, 1998) που στοχεύουν στην αντιμετώπιση αυτών των «παθολογικών» χαρακτηριστικών σε καθαρά θεσμικό επίπεδο. Ο Paugam, χωρίς να διατυπώνει
ορισμούς για τον κοινωνικό αποκλεισμό, αναφέρει τρεις άξονες στους οποίους θεωρεί οτι κινείται το φαινόμενο. Ο πρώτος άξονας σχετίζεται με τις κοινωνικές ανισότητες (ανεργία, φτώχεια), ο δεύτερος με την απώλεια των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ο τρίτος με τη διάρρηξη των κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών. Με τους τρείς άξονες που αναφέρει, καταφέρνει να καλύψει όλο το φάσμα των ζητημάτων που πραγματεύεται ο κοινωνικός αποκλεισμός (1996), στο Ματσα, 2006).

Οι κυρίαρχοι ορισμοί του κοινωνικού αποκλεισμού (πρόκειται για μία συζήτηση που σε μεγάλο βαθμό διεξάγεται στο πλαίσιο και υπό τον έλεγχο της Ε.Ε.) χαρακτηρίζονται επίσης και από τα στοιχεία τα οποία παραλείπουν. Οι αποκλεισμένοι χρησιμοποιούνται ως αντικείμενα και όχι ως υποκείμενα των καταρτιζόμενων πολιτικών (Elizaga, 2002). Σπανίως γίνεται αναφορά στο «υποκείμενο» του αποκλεισμού ή στη διεργασία με την οποία αυτός προκύπτει· ούτε στις δομές
(οικονομικές και κοινωνικές) και στη φύση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, οι οποίες γεννούν αποκλεισμούς. Σπανίως αναφέρονται όροι όπως «εκμετάλλευση», «καταπίεση» ή αντίστοιχα «χειραφέτηση», «απελευθερωση», «δημοκρατία», «αλληλεγγύη».

 Έτσι, ο αποκλεισμός παρουσιάζεται ως ένα περιστασιακό φαινόμενο (μοιραίο όμως για αυτούς στους οποίους συμβαίνει – [Αλεξίου, 2008]) μάλλον, παρά εγγενές χαρακτηριστικό ενός συστήματος που στα θεμέλια της οικονομίας του έχει την εκμετάλλευση. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι τετελεσμένο, κάτι που έχει εδραιωθεί και επηρεάζει συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού· η διαδικασία όμως που οδήγησε σε αυτό το τετελεσμένο γεγονός δεν περιγράφεται, ούτε εμπλέκονται άλλα πρόσωπα, φορείς και συστήματα πέρα απο τους ίδιους τους αποκλεισμένους.

Οι ορισμοί που έχουν διατυπωθεί για τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι πάρα πολλοί, υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους αλλά και σημαντικές διαφορές. Οι Liz Sayce & Claire Curran (2007) σημειώνουν οτι οι ορισμοί μπορούν να χωριστούν σε δύο γενικές κατηγορίες, αυτούς που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη συμμετοχή των ατόμων στις διάφορες εκφάνσεις της κοινωνίας και σε αυτούς που δίνουν έμφαση στα δικαιώματα. Παρακάτω παραθέτουμε μερικούς απο τους πιο δημοφιλείς ορισμούς που χρησιμοποιούνται, καθώς και τις δυο θεωρίες/ υποδείγματα που διατυπώθηκαν
απο τη Ruth Levitas και τη Hilary Silver.

Οι Madanipour et al. (1990 στο Munck 2005, και αλλού), ορίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό ως μια πολυδιάστατη διαδικασία στην οποία συνδυάζονται διάφορες μορφές αποκλεισμού: αποκλεισμός απο τη λήψη αποφάσεων, αποκλεισμός από πολιτικές διαδικασίες, αποκλεισμός από την προσβαση στην εργασία και σε υλικές πηγές αλλά και αδυναμία ενσωμάτωσης σε καθημερινές πολιτισμικές
δραστηριότητες. Αυτό που επιδιώκουν να τονίσουν οι συγκεκριμένοι μελετητές είναι η άνιση κατανομή της εξουσίας στους ανθρώπους.
  Ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι ένα πρόβλημα το οποίο προέκυψε τυχαία εξαιτίας του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά αποτελεί ένα δομικό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας ανισοτήτων η οποία έχει δομηθεί πάνω σε σχέσεις εξουσίας.

Ένας άλλος ορισμός του φαινομένου, ιδιαίτερα διαδεδομενος είναι αυτός που διατυπώθηκε απο τους Walker & Walker (1997 στο Munck, 2005˙ Byrne, 1999˙ Levitas, 2004).
 Ο κοινωνικός αποκλεισμός ορίζεται ως μια δυναμική διαδικασία κατα την οποία κάποιος αποκόπτεται, ολικώς ή μερικώς απο κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά συστήματα, τα οποία καθορίζουν την ενσωμάτωση ενός ατόμου στην κοινωνία. Ο κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί να ιδωθεί επομένως και ως άρνηση ή μη συνειδητοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών. Στη θεωρία των Walker & Walker ο κοινωνικός αποκλεισμός γίνεται αντιληπτός ως μια άρνηση της ιδιότητας του πολίτη όπως αυτή ορίστηκε απο τον T. Marshall (Munck, 2005˙ Καβουνίδη, 2005).

Ο Graham Room (1990), ο οποίος είχε αρχικά ασχοληθεί με τη μελέτη της φτώχειας και συνδέει στενά τα δύο φαινόμενα, ορίζει τον κοινωνικό αποκλεισμό ως μία κατάσταση στην οποία (α) άτομα υποφέρουν από γενικευμένες μειονεξίες στην εκπαίδευση, στις δεξιότητες τους, στις οικονομικές πηγές και σε άλλους τομείς (β) οι δυνατότητες των ατόμων για πρόσβαση σε σημαντικούς κοινωνικούς θεσμούς στους οποίους συναντά κανείς ευκαιρίες, είναι σημαντικά λιγότερες από ότι για τον υπόλοιπο πληθυσμό και (γ) αυτές οι μειονεξίες παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μιλάμε δηλαδή για πολλαπλή αποστέρηση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (Robila, 2006).

Ο επίσημος φορέας της κυβέρνησης των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία, ο οποίος ιδρύθηκε το 1997 προκειμένου να μελετήσει το φαινόμενο και να προτείνει λύσεις για την καταπολέμηση του, η Μονάδα Κοινωνικού Αποκλεισμού (Social Exclusion Unit), αναφέρει οτι πρόκειται για έναν όρο ο οποίος περιγράφει το τι μπορεί να συμβεί όταν άτομα ή περιοχές υποφέρουν απο μια σειρά αλλοσυνδεόμενων προβλημάτων όπως η ανεργία, η έλλειψη δεξιοτήτων, το χαμηλό εισόδημα, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, περιβάλλον υψηλής εγκληματικότητας, κακή υγεία και διαλυμένη οικογένεια (Social Exclusion Unit, 1997).

Ιδιαίτερα διαδεδομένος και με έμφαση στη συμμετοχή είναι ο ορισμός των Burchardt et al., σύμφωνα με τον οποίο «ένα άτομο είναι κοινωνικά αποκλεισμένο εάν α) κατοικεί σε μια γεωγραφική περιοχή μιας κοινωνίας, β) αυτός ή αυτή δε συμμετέχει στις φυσιολογικές δραστηριότητες των πολιτων σε αυτή την κοινότητα.» Ως φυσιολογικές δραστηριότητες ορίζονται η κατανάλωση, η αποταμίευση, η συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία, η συμμετοχή στα κοινά και η κοινωνική αλληλεπίδραση (Burchardt et al., 1999:230 στο Percy-Smith).

Για τη Silver (Silver & Daly,2008˙ Littlewood& Herkommer, 1999), οι βασικότερες ερμηνείες του κοινωνικού αποκλεισμού έχουν τις ρίζες τους σε ρεύματα της πολιτικής φιλοσοφίας, τα οποία επηρέασαν έντονα τον τρόπο σκέψης στην Ευρώπη: τον γαλλικό ρεπουμπλικανισμό ο οποίος έχει έντονες επιρροές απο τον φιλόσοφο Rousseau, τον κοινωνικό καθολικισμό ο οποίος έχει τις ρίζες του στην Αγγλοσαξονική παράδοση και τον John Locke και την κοινωνική δημοκρατία, η οποία τυγχάνει ευρείας αποδοχής στη Βόρεια Ευρώπη και έχει επηρεαστεί έντονα απο τον φιλόσοφο Max Weber.

Η Silver (1994) ερμηνεύει τον κοινωνικό αποκλεισμό με βάση τρία κυρίαρχα υποδείγματα. Το πρώτο, βασίζεται στην Γαλλική Ρεπουμπλικανική παράδοση της αλληλεγγύης, σύμφωνα με την οποία, ο κοινωνικός αποκλεισμός αφορά τη διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο. Το δεύτερο υπόδειγμα τοποθετείται στο ατομικιστικό πλαίσιο του Αγγλοσαξονικού φιλελευθερισμού το οποίο η Silver ονομάζει (εξ)ειδίκευση. Αντιμετωπίζει τον αποκλεισμό σαν κάτι το
οποίο παρουσιάζεται όταν τα άτομα υπολείπονται στην πρόσβαση σε οικονομικές και κοινωνικές συναλλαγές.

 Σύμφωνα με το τρίτο υπόδειγμα, του μονοπωλίου, όπως ονομάζεται, ο κοινωνικός αποκλεισμός εμφανίζεται επειδή οι εντός της κοινωνίας επωφελούνται αποκλείοντας μέρος του πληθυσμού. Το υπόδειγμα της αλληλεγγύης συνδέει τον κοινωνικό αποκλεισμό με την αποτυχία των διαδικασιών ένταξης, κυριως στην πολιτισμική και ηθική υποδομή καθώς και στη συλλογική αλληλεγγύη. Στο παράδειγμα της εξ-ειδίκευσης, οι διακρίσεις και/ή οι διαφορές μεταξύ ομάδων, εμποδίζουν τα άτομα να εξασκήσουν τις επιλογές τους και να αλληλεπιδράσουν κοινωνικά.

Στο υπόδειγμα του μονοπωλίου, ο κοινωνικός αποκλεισμός απορρέει απο την κοινωνική απομόνωση, μεσώ του μονοπωλίου, βασικών πηγών απο ισχυρές ομάδες και απο την κυριαρχία της τάξης, του κύρους και της πολιτικής δύναμης (Silver & Daly 2008˙ Bhalla & Lapeyre, 2004˙Littlewood & Herkommer, 1999).

Η Ruth Levitas υποστηρίζει οτι στη συζήτηση για τον κοινωνικό αποκλεισμό προκύπτουν προβλήματα, τόσο σε σχέση με τον ορισμό, όσο και σε σχέση με τη μέτρηση του. Βέβαια, ο πρώτος λόγος για τον οποίο υπάρχει δυσκολία στην εξεύρεση των δεικτών είναι το γεγονός οτι δεν υπάρχει κάν συμφωνία για τον ορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού και τις αιτίες που τον προκαλούν. Όλες οι κυριάρχες
θεωρίες, κάποιες απο τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, ορίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό ως ένα πολυδιάστατο και δυναμικό πρόβλημα, το οποίο σχετίζεαι με τη φτώχεια και με πολλαπλές μορφές αποστέρησης. Η φύση της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό δεν έχει καταστεί δυνατό να αποσαφηνιστεί. Για κάποιους επιστήμονες υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο φαινόμενα (Walker & Walker 1997), ενώ για άλλους η ερμηνεία της φτώχειας
περιλαμβάνει και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

 Σε μια προσπάθεια ταξινόμησης, αποσαφήνισης, απλοποίησης όλως αυτών των τάσεων που υπάρχουν στη συζήτηση για τον κοινωνικό αποκλεισμό, η Levitas ανέπτυξε κι αυτή ένα μοντέλο στο οποίο αναλύονται οι τρείς επικρατέστερες προσεγγίσεις του κοινωνικού αποκλεισμού. Η εξέταση των διαφορετικών προσεγγίσεων είναι σημαντική γιατί τα ζητήματα που πραγματεύεται έχουν πραγματική υπόσταση, γιατί οι διαφορετικές ερμηνείες παρουσιάζουν και διαφορετικά μοντέλα αιτιώδους συνάφειας, διαφορετικές στρατηγικές αντιμετώπισης και πολιτικές και γιατί ο προτιμητέος ορισμός είναι ο αντικατοπτρισμός του τρόπου μέτρησης του αποκλεισμού (Levitas, 1998).

Οι τρεις προσεγγίσεις σύμφωνα με την Ruth Levitas είναι οι ακόλουθες:

α) Η πρώτη προσέγγιση εκπορεύεται απο την κριτική κοινωνική πολιτική και ονομάζεται αναδιανεμητικός λόγος (RED, redistributive discourse): Αντιμετωπίζει τον κοινωνικό αποκλεισμό ως συνέπεια της φτώχειας. Ο Peter Townsend, βασικός εκπρόσωπος της συγκεκριμένης θεωρίας, υποστηρίζει οτι η φτώχεια δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή με όρους επιβίωσης, αλλά υπο το πρίσμα της δυνατότητας των ατόμων να συμμετάσχουν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Σύμφωνα με τον αναδιανεμητικό λόγο, εφόσον ο κοινωνικός αποκλεισμός πηγάζει απο τη
φτώχεια, η αύξηση του επιπέδου των επιδομάτων που δίνονται είναι καθοριστικής σημασίας για την καταπολέμηση του αποκλεισμού. Στο ευρύτερο πλαίσιο αυτή της θεωρίας ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο απο τη φτώχεια. Παραπέμπει σε ένα δυναμικό, εξελισσόμενο, πολυδιάστατο και διαδραστικό φαινόμενο. Είναι ένα ανοιχτό πεδίο για τη διερεύνηση των πρακτικών διάκρισης και αποκλεισμού ως αιτίων της φτώχειας.

β) Η δεύτερη προσέγγιση του κοινωνικού αποκλεισμού αναφέρει πως, ο δεσμός με την εργατική δύναμη και η ένταξη των ατόμων σε αυτή, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της θεωρίας, καθώς θεωρείται οτι η κοινωνική ενσωμάτωση επιτυγχάνεται, αποκλειστικά σχεδόν, μέσω της ένταξης των ατομων στο εργατικό δυναμικό της κοινωνίας. Αποκλεισμένοι, σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ενσωμάτωσης (SID, social integration discourse), είναι οι άνεργοι ή όταν μιλάμε για νέους
ανθρώπους, όλοι όσοι κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι. Πάρ΄οτι στο επίκεντρο αυτής της προσέγγισης βρίσκεται η αμειβόμενη εργασία, συγκαλύπτονται οι τρόποι με τους οποίους η αμειβόμενη εργασία αποτυγχάνει να προστατεύσει απο τον αποκλεισμό, αποσιωπάται δηλαδή η πιθανότητα, ο παρεχόμενος μισθός να είναι τόσο χαμηλός, ώστε να μην εξασφαλίζει στο άτομο τα ελάχιστα ωστε να ζει αξιοπρεπώς.

γ) Η τρίτη προσέγγιση αναφέρεται στον ηθικό λόγο για την underclass (MUD, moral underclass discourse). Το μοντέλο αυτό δίνει έμφαση στις ηθικές και πολιτισμικές αιτίες της φτώχειας και επικεντρώνεται στον ηθικό κίνδυνο της εξάρτησης από την πρόνοια και στις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού στην κοινωνική ευταξία. (Levitas, 2004˙ Levitas et al., 2007˙ Gordon, 2007)

Με λίγα λόγια, η πρώτη θεωρία υποστηρίζει οτι οι φτωχοί δεν έχουν χρήματα και άρα ο κύριος λόγος αποκλεισμού τους είναι το χαμηλό εισόδημα, η δεύτερη οτι οι φτωχοί δεν έχουν εργασία και άρα ο λόγος αποκλεισμού τους είναι η ανεργία ή η οικονομικήαδράνεια. Οι θεμελιωτές της τρίτης θεωρίας, που δίνει έμφαση στην ηθική, διαβλέπουν μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού και παράλληλα συλλαμβάνουν τα αίτια της φτώχειας ως αυτά να πηγάζουν απο έναν
πολιτισμικό και ηθικό (αυτό-) αποκλεισμό και όχι το αντίθετο. Η ευθύνη για την ανεργία αποδίδεται σε παράγοντες όπως η έλλειψη δεξιοτήτων και εκπαίδευσης και η εργασιακή ασφάλεια επαναπροσδιορίζεται με όρους ικανοτήτων για εξεύρεση νέας απασχόλησης. Η απασχολησιμότητα παρουσιάζεται ως ατομική ευθύνη. Όσοι δεν έχουν δουλειά οφείλουν να την αναζητούν και παράλληλα να εμπλουτίζουν συνεχώς τα προσόντα και τις δεξιότητες τους.

Ένα βασικό στοιχείο του λόγου περί αποκλεισμού είναι μία σαφής χωρική διάσταση που αποδίδει στην κοινωνία. Η κοινωνία αναπαρίσταται ως ένας χώρος που αποτελείται από το «εντός» και το «εκτός», με σαφή όρια ανάμεσά τους, όπου το «εντός» χαρακτηρίζεται από αρμονία και συνοχή ενώ το «εκτός» από απειλητικά για τη συνοχή της κοινωνίας χαρακτηριστικά. Αυτή η άποψη ευνοοεί την εικόνα μίας κοινωνίας χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις και ανισότητες και, κατά συνέπεια, τη
διατήρηση του status quo (Παπαϊωάννου, 2006).

πηγή:
 από
Διπλωματική Εργασία:
με τίτλο
Ευρωπαϊκές πολιτικές ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό:
Μία κριτική προσέγγιση

των
Μυρτώ Σηφάκη
Ελένη Σπανού

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα