Το Δικαίωμα και η Ενοχή




Νόμος και Πόλις

Το δικαίωμα μας οδηγεί στο νόμο, η ενοχή επίσης. Ο νόμος κατ' αρχάς επιτρέπει και μετά περιορίζει. Αναδεικνύει πρωτίστως την ύπαρξη των δικαιωμάτων του υποκειμένου και μετά λειτουργεί περιοριστικά για αυτά που απαγορεύει. Δηλαδή σαν πρώτιστο αγαθό έχει τα δικαιώματα παρά την απαγόρευσή τους. Η τήρησή του αποτελεί την προϋπόθεση συνύπαρξης και επίτευξης της αρμονίας, ισορροπίας, της ομοιόστασης τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο.

Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης ο νόμος λοιπόν είναι ο δρόμος προς την συλλογικότητα, την διαφυλάσσει. Η Ισότητα, η ισονομία, ο σεβασμός του άλλου, η αξιοκρατία προφυλάσσονται από τον νόμο και είναι τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται οι συλλογικότητες. Μόνο μέσα σε την συλλογικότητα μπορεί να αναπτυχθεί η υποκειμενικότητα. Η συνείδηση της αναγκαιότητας του νόμου είναι η συνείδηση της συλλογικότητας, δηλαδή η αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα του ομαδικού μέσα από το οποίο ολοκληρώνεται το ατομικό.

Η βασική στόχευση σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο για την επιβίωση είναι η κοινωνία. Το εγώ δεν υφίσταται χωρίς τους άλλους και η διαφύλαξη των άλλων σημαίνει την διαφύλαξη του εγώ. Όπως λοιπόν έλεγε ο Αριστοτέλης, ο νόμος είναι ο ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων και εάν καταλυθεί, καταλύεται και η πόλις. Όπως επίσης έλεγε ότι ο νόμος λειτουργεί για την πραγμάτωση του υποκειμένου, σε αντίθετη περίπτωση η απαξίωση του νόμου φέρνει και την απαξίωση του υποκειμένου.

Η απαξίωση του νόμου προωθείται από αυτούς που έχουν συγκεκριμένα προσωπικά συμφέροντα θεσπίζοντας άδικους νόμους, οι οποίοι στοχεύουν στην εκμετάλλευση και την καθυπόταξη του άλλου. Αυτό δημιουργεί μια κοινωνία αρπαχτικών, μια κοινωνία ηλιθίων η οποία δεν καταλαβαίνει ότι όταν κατασπαράζει τον άλλον κατασπαράζει την κοινωνία της οποία είναι μέρος.

Ο οικιακός νόμος

Στην Αρχαιότητα εκτός από το νόμο της πόλης, υπήρχε και ο “οικιακός” νόμος ο οποίος αναπτυσσόταν στα πλαίσια του “οίκου” και ο οποίος απαρτίζονταν από πολλούς εθιμοτυπικούς κανόνες, που σήμερα θα τις λέγαμε οικογενειακές τελετουργίες που ρύθμιζαν τις σχέσεις και τα δικαιώματα του κάθε μέλους της οικογένειας.

Τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο και στην αρχαία Ρώμη το νόμο τον αντιπροσώπευε ο Πατέρας. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους διότι ο Πάτερ φαμίλιας των Ρωμαίων ήταν ένα αδίστακτος τύραννος που είχε μέχρι και το δικαίωμα θανάτου για τα παιδιά του, ενώ ο Έλληνας πατέρας εμφανίζεται πιο ήπιος και προστατευτικός για αυτά.

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι μέσω του νόμου ο νομοθέτης ήταν δάσκαλος, ήταν ο παιδαγωγός που θα δημιουργούσε την έξη προς την τέλεση του αγαθού. Μέσω αυτού άρχισε να λειτουργεί η παρουσία του “άλλου” σαν στοιχείο γύρω από το οποίο συγκροτείται το υποκείμενο. Εφόσον η συγκρότησή του υποκειμένου γινόταν γύρω από το νόμο σαν στοιχείο κοινωνικοποίησης και αποδοχής του στην κοινωνία, ο νόμος καταλάμβανε την θέση του “άλλου”. Γίνεται ο νόμος του “άλλου” όπως θα έλεγε μετά από αιώνες ο Λακάν.

Τον νομοθέτη τον αντιπροσώπευε ο πατέρας στην οικογένεια και ήταν αυτός που θα εξασκούσε το νόμο του. Έτσι στα οικογενειακά πλαίσια με την επανάληψη και την επιβράβευση των αγαθών πράξεων δημιουργείτο στο παιδί η έφεση προς την αρετή. Μέσα από τον έπαινο και την ενθάρρυνση, κατασκευαζόταν η ευχαρίστηση των καλών πράξεων και το αντίθετο η δυσαρέσκεια και η τιμωρία από την τέλεση του κακού. Ο πατέρας από τότε λοιπόν γίνεται ο “νόμος”, γίνεται ο Λακανικός “λόγος του νόμου” προς τα παιδιά του. Ο νόμος λοιπόν του πατέρα δεν είναι παρά ο νόμος του “άλλου”.

Νόμος, διακαιώματα και οικογένεια

Το δικαίωμα απορρέει από τον νόμο, και έχει να κάνει με τον σεβασμό του, ενώ η ενοχή με την παραβίασή του. Από την γέννηση μέχρι το θάνατο είμαστε ανάμεσα σε αυτά τα δύο, ανάμεσα στο δικαίωμα και την ενοχή, ανάμεσα στο σεβασμό και την παράβαση. Όλες οι επαναστάσεις πραγματοποιήθηκαν για την ανάδειξη και διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων έτσι φτιάχτηκε ο χάρτης δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το δικαίωμα λοιπόν ορίζει τα όρια του πολίτη μέσα από το νόμο, ο οποίος καθορίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων του από τους άλλους, καθώς και το σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων από αυτόν.

Όπως είπαμε ο “νόμος” αντιπροσωπεύεται από το γονέα μέσα στην οικογένεια και τα διακαιώματα εξαρτιούνται από τον τρόπο διαχείρισης του. Άρα το δικαίωμα στο οικογενειακό πλαίσιο ορίζει τη θέση του υποκειμένου και αναγνωρίζει τις ανάγκες και τις συνθήκες ανάπτυξης του. Καθορίζει εκείνο που δικαιούται μέσω του οποίου εκφράζει την παρουσία του. Έτσι το δικαίωμα μέσα στην οικογένεια έχει σχέση με το νόμο του “άλλου” που είναι ο γονέας. Ο γονέας σαν νόμος ορίζει τα δικαιώματα των “παιδιών”. Αλλά και η παρουσία του παιδιού αποτελεί ένα “νόμο” για τον γονέα.

Ο Νόμος του “άλλου” σύμφωνα με την ψυχανάλυση οριοθετεί την επιθυμία της απόλαυσης, η οποία κοινοποιείται μέσα από την σχέση για να γίνει αποδεχτή. Η ανεξέλεγκτη απόλαυση δημιουργεί μια ανισορροπία και οδηγεί στην άσκηση βίας με στόχο την υποταγή στην εκπλήρωσή της. Ο καπιταλισμός πάνω σε αυτή ποντάρει καθοδηγώντας την κατανάλωση σαν κεντρικό στόχο της ζωής. Απόλαυση όχι σε σχέση με τον άλλον, αλλά σε σχέση με την κτήση των αντικειμένων απόλαυσης.

Η απόλαυση χωρίς περιορισμό είναι μια ενστικτώδης τάση του βρέφους, του παιδιού... και του πρωτόγονου ανθρώπου. Για την ικανοποίηση της, καταστρατηγούνται κανόνες και νόμοι αποζητώντας... η ζωή των άλλων να υποταχθεί στην δική μας ανάγκη απόλαυσης. Ο σεβασμός των άλλων έχει σχέση με την οριοθέτηση της επιθυμίας στο βαθμό που εκείνη ξεπερνά τα όρια του εφικτού του “ νόμιμου” και αποζητά της ικανοποίηση της, εις βάρος των άλλων. Ένα παιδί π. χ. μπορεί να μετατραπεί σε τύραννο μέσα στο σπίτι του, εφόσον ο νόμος του “άλλου” (γονέα) δεν έχει επικρατήσει και έτσι δεν έχει μάθει να τον σέβεται που σημαίνει οριοθέτηση της επιθυμίας του. Ο νόμος μπορεί να φαντάζει σαν ένας συμβολικός ευνουχισμός, αλλά στην ουσία οριοθετεί την ύπαρξή του υποκειμένου μέσα από την οριοθέτηση της ανεξέλεγκτης απόλαυσης.

Όπως αναφέραμε ο “νόμος” είναι αυτό που προφυλάσσει την συλλογικότητα. Στα πλαίσια της οικογένειας η έννοια της συλλογικότητα μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές για την διατήρησή της όπου τα δικαιώματα των μελών της ή ο “νόμος” που ασκείται από τους γονείς να μην επιτρέπει την άσκησή τους. Αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις η ενοχή για την μη τήρηση του “νόμου” των γονέων είναι εδώ για να διαμορφώσει ένα σύστημα αναφοράς και αξιολόγησης του υποκείμενου στις σχέσεις μαζί τους. Έτσι το δικαίωμα και η ενοχή σαν στοιχεία διαμόρφωσης του υποκειμένου αποκτούν μεγάλη σημασία για την ανάπτυξή του. Καθορίζουν τόσο την συμπεριφορά όσο και το συναίσθημά του μέσα αλλά και έξω από την οικογένεια.

Το δικαίωμα ενός “παιδιού” να διαχειρίζεται και να αξιολογεί την παρουσία του στην βάση της ισότητας, της ισονομία και του σεβασμού μέσα στην οικογένεια, διαμορφώνει ένα πλαίσιο αποδοχής του, σε σχέση με τον άλλον, που δεν έχει σχέση μόνο με την οικογένεια, αλλά με την μετέπειτα κοινωνική του ζωή.

Η ψυχολογική συνιστώσα του δικαιώματος ( λέγειν και πράττειν)

Το δικαίωμα λοιπόν εκτός του κοινωνικού και νομικού του χαρακτήρα έχει και μια ψυχολογική συνιστώσα η οποία γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στην οικογένεια. Η ύπαρξη η όχι δικαιωμάτων μέσα στην οικογένεια φανερώνει την μορφή οργάνωσης και λειτουργία της. Το δικαίωμα οριοθετεί τις σχέσεις με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και δημιουργεί με την παρουσία του ή την απουσία του, την απαιτούμενη ομοιόσταση για να μπορέσει να υπάρξει η οικογένεια μακριά από κρίσεις, διαχωρισμούς και αποχωρισμούς.

Όπως αναφέραμε ο λόγος του “νόμου” που εκφράζεται από το γονέα, μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τον τρόπο έκφρασης της διαφοράς ισχύος ανάμεσα στο μέλη της οικογένειας. Μπορεί να είναι εποικοδομητικός και να λειτουργήσει σαν το στοιχείο συγκρότησης του υποκειμένου (παιδί), όπως και μπορεί να πάρει διαστάσεις καταστροφής και να γίνει στοιχείο αποσταθεροποίησης για την προσωπικότητα του.

Δηλαδή η έννοια του δικαιώματος εκτός την “εξωτερική” παρουσία του διαμορφώνει και μια “εσωτερική” αντίληψη του εαυτού στην σχέση με τον “άλλον”. Το να έχει ή όχι το “παιδί” δικαίωμα για να κάνει κάτι απηχεί στην σχέση με τον εαυτό και την αυτοπεποίθηση που μπορεί να αντλήσει από τον λόγο και την πράξη του. Η αφαίρεση ενός δικαιώματος σημαίνει και αφαίρεση της δυνατότητας του λόγου και της πράξης.

Στο βαθμό που το “λέγειν”, ο λόγος του υποκειμένου εκφράζει την παρουσία του και προσπαθεί να δηλώσει την διαφορετικότητα του απέναντι στο λόγο του “άλλου”, η σημασία εκφοράς του είναι τόσο σημαντική για την ύπαρξή του όσο και το οξυγόνο για την ζωή. Ο Λόγος είναι η το πρώτο στοιχείο που δηλώνει την υποκειμενικότητα. Έρχεται να δηλώσει την εμπειρία του υποκειμένου και να κάνει γνωστή την θέση του απέναντι στο λόγο του “άλλου”. Η άρνηση όσο και η κατάφαση δεν έχουν τόση μεγάλη σημασία όσο έχει η προσπάθεια έκφρασης και την ιδίως η ένωση με το λόγου του “άλλου” και την κατασκευή νέων διαλογικών χώρων επικοινωνίας όπου ο λόγος του “άλλου” και του υποκειμένου αποκτούν μια καινούργια διάσταση. Εάν η πραγματικότητα είναι μια συνκατασκευή, ο λόγος του άλλου, με το λόγο του υποκειμένου διαμορφώνουν, συνκατασκευάζουν την πραγματικότητα.

Η αφαίρεση του λόγου είναι η αφαίρεση της πράξις του λόγου που δηλώνει την παρουσία του υποκειμένου σαν ενεργό στοιχείο στην διαμόρφωση της πραγματικότητας της δικής του και των άλλων. Η αφαίρεση του δικαιώματος του λόγου μέσα στην οικογένεια παίρνει πολλές και διαφορετικές μορφές. Είτε υποβιβάζοντας την σημασία του, είτε διαστρεβλώνοντας τα νοήματα του.

Εκτός όμως από την αφαίρεση του δικαιώματος του “λέγειν” επέρχεται και η αφαίρεση του δικαιώματος του “πράττειν”. Η πράξη έχει πάντα σχέση με την γνώση. Η γνώση έχει σχέση με την αυτοπεποίθηση, με την αυτοκυριαρχία, με την αυτονομία καλύτερα. Η πράξη δεν είναι μια απλή λειτουργία, μια ενστικτώδη κατάσταση, αντιθέτως είναι μια ενέργεια που χρειάζεται την συνεργασία πολλών ικανοτήτων του υποκειμένου που έχουν σχέση με τους στόχους τα μέσα, την σχεδίαση κ. λ. π.

Δεν έχει να κάνει με μια τεχνική διαδικασία αλλά μια διαδικασία που ζητά της συμμετοχή του όλου του υποκειμένου οργανικά, συναισθηματικά, κοινωνικά. Κάθε πράξη, όπως λέει ο Καστοριάδης “αναδύει μια καινούργια γνώση διότι κάνει τον κόσμο να μιλάει με μια γλώσσα ταυτόχρονα μοναδική και καθολική”1.

Κάθε πράξη λοιπόν ανοίγει το πεδίο γνώσης και εμπειρίας του υποκειμένου, του προσφέρει το δικαίωμα να πάει ακόμα παραπέρα στην ανακάλυψη του κόσμου και του εαυτού. Μέσω αυτής το υποκείμενο διαμορφώνεται τη σχέση του με την πραγματικότητα διαμορφώνοντας την σχέση με τον εαυτό του. Η αφαίρεση του δικαιώματος του “πράττειν” οδηγεί στην αφαίρεση της δυνατότητας μετασχηματισμού της πραγματικότητας και του ξεκαθαρίσματος της, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από αυτή. Αφαιρεί την δυνατότητα δοκιμασία του υποκειμένου σαν στοιχείο επίδρασης και αλλαγής της πραγματικότητας που αλλάζει και τον ίδιο. Η αφαίρεση του δικαιώματος της πράξης λειτουργεί σαν απαγόρευση πρόσβασης στην κοινωνική πραγματικότητα ή πρόσβασης κάτω από όρους που δεν ελέγχει το υποκείμενο αλλά ο νόμος του “άλλου”.

Το δικαίωμα στην ενοχή

Η αφαίρεση του δικαιώματος ή, η μη αναγνώρισή του στα πλαίσια της οικογένειας μπορεί να βρει πολλές δικαιολογίες οι οποίες δυστυχώς έρχονται να εστιάσουν το υποκείμενο σαν το βασικό αίτιο της ίδιας της απαγόρευσης. Δηλαδή η αφαίρεση και η μη απόδοση των δικαιωμάτων στηρίζεται συνήθως πάνω στην αξιολόγηση που κάνουν οι γονείς στο “παιδί” τους και το κατατάσσουν σαν ανεπαρκές να διαχειριστεί εν γένη την ζωή του.

Ο νόμος του “άλλου” του πατέρα είναι ένας νόμος ο οποίος όπως αναφέραμε, αν λειτουργεί για βασικό όφελος του ιδίου και όχι σαν στοιχείο που οργανώνει την οικογενειακή συλλογικότητα, γίνεται ένας νόμος που δεν στοχεύει την ανάπτυξη και την αυτονόμηση των μελών της οικογένειας, αλλά την υποταγή και την εξάρτησή τους από αυτή. Κάτω από αυτό το πρίσμα η οικογένεια, θεωρώντας ότι το “παιδί” δεν είναι επαρκές να αναλάβει τον εαυτό του, το στοχοποιεί και καλλιεργεί την ενοχή με ένα έμμεσο τρόπο δηλώνοντας την “νομιμότητα” της επέμβασις της σε ότι έχει σχέση με το ίδιο και την ζωή του.

Σε αυτή την περίπτωση συναντάμε τον Αριστοτέλη όταν μιλούσε για την απαξίωση του νόμου όταν χρησιμοποιείται προς ίδιον όφελος. Το ίδιο όφελος του γονέα μέσα στην σχέση αν δεν είναι η ανάπτυξη του “παιδιού” και η αυτονόμησή του, τότε, αυτό το όφελος παίρνει άλλες διαστάσεις. Δηλαδή παρουσιάζεται σαν όφελος ξέχωρα από το όφελος του “παιδιού” και φανερώνει μια αντιπαλότητα στην σχέση γονέα-παιδιού, την οποία εισάγει ο γονέας και η οποία δεν συμφωνεί με την σκοπιμότητα το περιεχόμενο της σχέσης.

Σε αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να συγχέουμε τις διαφορές που διακρίνουμε ανάμεσα στο γονέα και το παιδί και τις προσπάθειες διαφοροποίησης με την σκοπιμότητα της σχέσης. Όλες αυτές είναι οι διαδικασίες της σχέσης οι οποίες χρειάζονται, ενώ η σκοπιμότητα αποτελεί το περιεχόμενο της σχέσης. Όταν λοιπόν ο Νόμος του Πατέρα, όπως θα έλεγε ο Λακάν ή οικιακός νόμος όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης γίνεται ένα μέσο χειριστικότητας του γονέα για να υποτάξει το “παιδί” του, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με δίκαιο νόμο. Στο βαθμό επίσης όπου ο “νόμος” καθορίζει και τον τρόπο οργάνωσης του θυμικού συστήματος της οικογένειας καθώς και τον τρόπο λειτουργίας της, έχουμε να κάνουμε μ' ένα μηχανισμό που ακουμπά εσώτερα ψυχικά στρώματα του “παιδιού” και καθορίζει την σχέση με τον εαυτό του. Έτσι το νόημα της μη παραχώρησης των δικαιωμάτων που επιβάλλεται στο “παιδί”, αποτελεί ένα βασικό στοιχείο έλλειψης στην ανάπτυξής του.

Εάν, τώρα αυτή η έλλειψη αποδίδεται στο ίδιο, δηλαδή συμβαίνει όχι διότι οι γονείς το επιβάλλουν, αλλά διότι αυτό το ίδιο δεν είναι ικανό, τότε η ενοχή είναι παρούσα ανά πάσα στιγμή και καταλαμβάνει κάθε κοινωνική έκφραση του παιδιού είτε έχει σχέση με τον λόγο, είτε με την πράξη. Η προβαλλόμενη ανικανότητα, ανεπάρκεια, οι ελλείψεις από τους γονείς προς το παιδί, είναι βασικοί παράγοντες παραγωγής του ενοχικού συμπτώματος.


Ξέχωρα από την ψυχαναλυτική και Αριστοτελική προσέγγιση και σύμφωνα με την θεωρία των συστημάτων και την συστημική ανάλυση, η έννοια το δικαιώματος, ο νόμος του “άλλου” δεν στηρίζεται μόνο στο νόμο του “άλλου” του πατέρα δηλαδή, αλλά στο συσχετισμό δυνάμεων μέσα στην οικογένεια ο οποίος, όπως είπαμε, κατασκευάζει ένα τρόπο λειτουργίας και ορίζει το θυμικό πεδίο της οικογένειας. Σε αυτή την περίπτωση ο νόμος του “άλλου” εκφράζεται από την μορφή σχέσης και αλληλεπίδρασης του ζευγαριού των γονέων που γίνεται ο “νόμος” για το “παιδί”.

Το βασικό στοιχείο του δικαιώματος ή μη είναι η εκδήλωση του άγχους που πηγάζει από τις αλληλεπιδράσεις της οικογένειας και ο τρόπος που αυτό διοχετεύεται ανάμεσα στα μέλη της. Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τον Πατέρα αλλά και με την Μητέρα καθώς και με τις αλληλεπιδράσεις στην οικογένεια που καθορίζονται από την μορφή σχέσης τους, η οποία οργανώνει την μορφή της οικογένειας.

Πρέπει να σημειώσουμε αυτό που λέει ο Murray Bowen2 για να καταλάβουμε την δύναμη του οικογενειακού συστήματος, ότι, όσο οι εντάσεις και το άγχος της οικογένειας ανεβαίνει τόσο τα μέλη της αναπτύσσουν μια τάση να αποκοπούν από τις σχέσεις εκτός οικογένειας και να επικεντρωθούν σε αυτή.

Μερικά σύντομα συμπεράσματα

Το δικαίωμα λοιπόν δίδεται ή αφαιρείται κάτω από το νόμο του “άλλου” δηλαδή το νόμο των γονέων. Ο νόμος του “άλλου” εκφράζεται σήμερα με διαφορετικές μορφές στην οικογένεια. Οι μορφές αυτές καθορίζονται από την υποταγή ή όχι στο νόμο του “άλλου”. Μορφές οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ανώδυνες αλλά δεν σταματάν να ορίζουν τις καταστάσεις και τα δικαιώματα του “παιδιού” για το “καλό” του. Μπορούμε λοιπόν να έχουμε αφαίρεση δικαιωμάτων του “παιδιού” για το “καλό” του.

Το για το “καλό του”, δηλώνει σαν έκφραση, ότι την ευθύνη όπως αναφέραμε, για την αφαίρεση των δικαιωμάτων στην οικογένεια την επιρρίπτουμε στο “παιδί”. Το για το “καλό του”,περιλαμβάνει “μέσα” του την ίδια την ενοχή σε διαφορετικές εκφάνσεις. Είτε σαν παράβαση, είτε σαν ανεπάρκεια.

Η ενοχή έχει σχέση πάντα με μια παράβαση του νόμου του “άλλου” χωρίς να εξετάζει αν ο ίδιος ο νόμος του “άλλου” είναι παραβατικός. Έχει ο σχέση με την γνώση της παράβασης του “άλλου” και την αδυναμία μας να απαιτήσουμε τα δικαιώματά μας.

Η έννοια της ενοχής επίσης έχει σχέση με το ότι, ποτέ δεν μάθαμε να απαιτούμε τα διακαιώματα μας, διότι ποτέ δεν τα διδαχτήκαμε. Ποτέ δεν ορίστηκαν τα όρια ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους μέσα στην οικογένεια, άρα ποτέ δεν μάθαμε τι μας ανήκει και τι όχι. Περισσότερο μαθαίνουμε τι δεν επιτρέπεται παρά τι επιτρέπεται.

Η ενοχή εκφράζεται μέσα από το δικαίωμα που πήραμε χωρίς να μας έχει επιτραπεί, όπως και μέσα από το δικαίωμα που αναγνωρίζουμε ότι μας ανήκει, αλλά δεν το διεκδικούμε.

Ανάμεσα λοιπόν στο δικαίωμα και την ενοχή υπάρχει ένας εσωτερικά ψυχικός διάδρομος που συνδέει αυτά τα δύο. Εάν πάρουμε το δρόμο προς το δικαίωμα τότε απομακρυνόμαστε από την ενοχή και το αντίθετο. Όσο παραιτούμαστε από τα δικαιώματά μας, τόσο βουλιάζουμε στην ενοχή, δηλαδή την θέση που το κοινωνικό ή το οικογενειακό σύστημα έχει ετοιμάσει για εμάς ίσως και πριν από την γέννησή μας.

Η μεγαλύτερη ενοχή, κατά την γνώμη μου, από κάποια στιγμή και μετά, δεν έχει να κάνει με τον “νόμο-λόγο” του άλλου, αλλά με την ανακάλυψη, υποστήριξη και τήρηση ή όχι του δικού μας “νόμου-λόγου” απέναντι στο άλλον...

Ευχαριστώ

Κερεντζής Λάμπρος

πίνακας:Gaston Chaissac

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα