Σεξουαλικότητα και ποινικό δίκαιο: σύγχρονες τάσεις




Ι. Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια διαρκώς αυξανόμενη ρητορεία σχετικά με τη σεξουαλική εγκληματικότητα, η οποία καταλαμβάνει μια περίοπτη θέση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι αναφορές στην αύξηση των σεξουαλικών εγκλημάτων, την αντίστοιχη υποτροπή και τον «ιδιάζοντα» χαρακτήρα τους συχνά διασπείρουν το φόβο και συνακόλουθα προκαλούν υψηλή τιμωρητικότητα στο κοινό. Έτσι γύρω από το σεξουαλικό έγκλημα οικοδομείται ένας ηθικός πανικός.

Κεντρικό σημείο σ’ αυτή τη συζήτηση αποκτά το αίτημα για προστασία του παιδιού και αυστηρή τιμωρία του «διεστραμμένου παιδόφιλου». Ένα τέτοιο αίτημα απέναντι στον «κακό» κερδίζει καθολική αποδοχή. Εν συνεχεία υιοθετούνται υπερκρατικά νομικά κείμενα τα οποία οδηγούν στην ενίσχυση της ποινικής καταστολής. Συνακόλουθα νομοθετούνται από τον εθνικό νομοθέτη ποινικά μέτρα αντιμετώπισης του σεξουαλικού εγκλήματος ή, καλύτερα, κολασμού του σεξουαλικού δράστη, όπως η ποινικοποίηση της απλής κατοχής πορνογραφικού υλικού, ακόμα και εικονικού, ο χημικός ευνουχισμός των σεξουαλικών δραστών, η επιτήρηση ή ακόμα και κράτηση μετά τη λήξη της ποινής, η υποβολή τους σε υποχρεωτική θεραπεία και, τέλος, η δημιουργία ειδικού μητρώου και, η διαρκής, εγγραφή των δραστών σ’ αυτό.

Οι παραπάνω επιλογές φαίνεται αν αποκλίνουν από τις παραδοσιακές αρχές του ποινικού δικαίου και δημιουργούν σοβαρό προβληματισμό για τη συμβατότητά τους με τη συστηματική και τη φιλελεύθερη λειτουργία του ποινικού δικαίου αλλά και το πλαίσιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ας γίνουμε πιο αναλυτικοί:

ΙΙ. «Σεξ, αίμα και βία»: Το σεξουαλικό έγκλημα πουλάει!

Το πεδίο των σεξουαλικών εγκλημάτων συγκεντρώνει τα τελευταία χρόνια, μετά τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και τη διαφθορά, το προνομιακό ενδιαφέρον του εθνικού και υπερεθνικού «νομοθέτη». Ευρύτερα, άλλωστε, η σεξουαλική εγκληματικότητα, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, αν και διαθέτει ελάχιστο μόνο μέρος της συνολικής εγκληματικότητας, όπως καταγράφεται στην αστυνομική και τη δικαστική στατιστική, εμφανίζεται αναντίστοιχα υψηλή στις κοινωνικές αναπαραστάσεις[1]. Κατ’ αποτέλεσμα, αποσπά ένα υψηλό μερίδιο στο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και στη συζήτηση για την αντεγκληματική πολιτική. Μια σειρά από παράγοντες συμβάλλουν σ’ αυτό: η ιδιαίτερα «ηθική» υφή των εγκλημάτων και η «δημοφιλία» του συνδυασμού σεξ και εγκλήματος συχνά γεννούν φαντασιώσεις και εξάπτουν την περιέργεια. Πιο πολύ όμως, το μείγμα «σεξ και βία» φαίνεται να «ξετρελαίνει» τα Μ.Μ.Ε. …

Σ’ αυτή τη βάση, τα σεξουαλικά εγκλήματα αποτελούν πρωτεύον πεδίο, συχνά άμετρης διασποράς του φόβου του εγκλήματος από τα Μ.Μ.Ε., σύνδεσης του εγκλήματος με την παρουσία αλλοδαπών και τελικά δημιουργίας έντονης ανασφάλειας των πολιτών (ιδίως των γυναικών)[2]. Αυτό το πλέγμα παραγόντων οδηγεί στην ξενοφοβία και την τιμωρητικότητα. Έτσι η επίκληση του ποινικού δικαίου στο πεδίο των σεξουαλικών αποκλίσεων καθίσταται εξαιρετικά δημοφιλής και ακολούθως επιτρέπει την υιοθέτηση λαϊκιστικών μέτρων, συχνά χονδροειδούς αυστηρότητας[3]. Μ’ αυτό τον τρόπο, δηλ. με ένα μείγμα αυστηρότητας και ηθικότητας, επιχειρείται η αστυνόμευση της ερωτικής ζωής (π.χ. πορνογραφία). Η τάση αυτή, πάντως, φαίνεται να εντάσσεται σε μια γενικότερη κατεύθυνση, που προωθείται από τα Μ.Μ.Ε., για την εγκληματικότητα και την αντιμετώπισή της[4].

Η εικόνα του βιαστή αλλά κυρίως του παιδόφιλου / παιδεραστή φαίνεται, διαπερνώντας τις επιμέρους κοινωνικές διαστρωματώσεις, να συγκεντρώνει την απόλυτη κατακραυγή και να διατηρεί την αποτρόπαιη υφή της τόσο στην επίσημη πολιτική ρητορεία όσο όμως και στην κουλτούρα των πλέον χαμηλών κοινωνικοοικονομικών ομάδων ή, ακόμα, και στην υποκουλτούρα της φυλακής. Φτάνει έτσι, ο δράστης σεξουαλικού εγκλήματος, ως φυλακισμένος, να ζει αποκλεισμένος και στιγματισμένος από τους συγκρατούμενούς του, να αντιμετωπίζει κινδύνους για τη σωματική του ακεραιότητα και να καθίσταται συγκλίνων στόχος για την εκτόνωση επιθετικότητας[5].

Παράλληλα, τα τελευταία ιδίως χρόνια, εμφανίζεται αύξηση στην παραγόμενη εγκληματολογική βιβλιογραφία για τα σεξουαλικά αδικήματα, με όχι πάντα υψηλού επιπέδου προσεγγίσεις. Ενίοτε προχειρότητες και συχνά μια ρητορεία που διαπερνά τη δημοσιογραφική γραφίδα, κατακτά την πολιτική συζήτηση και καταφέρνει να διεμβολίζει την επιστημονική αρθογραφία. Φτάνει λοιπόν, ενίοτε, την επιστημονική νηφαλιότητα να υποκαθιστά η συνθηματολογία με ύβρεις και κατάρες. Έτσι η υψηλή τιμωρητικότητα, στο πεδίο της σεξουαλικής εγκληματικότητας, εντοπίζεται και στο επίπεδο των θεωρητικών αναλύσεων αντεγκληματικής πολιτικής και τελικά μετατρέπεται σε νομοθέτηση. Η στάση αυτή στηρίζεται σε δύο πυλώνες – θεωρητικές παραδοχές[6]:

– την αύξηση της σεξουαλικής εγκληματικότητας, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων και την επίταση της επικινδυνότητας των δραστών (π.χ. χρήση του διαδικτύου).

– τον υψηλό δείκτη υποτροπής των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων, ιδίως δε αυτών που στρέφονται κατά παιδιών.

Συνολικά, λοιπόν, μπορεί κανείς να διαγνώσει, στο πεδίο του σεξουαλικού ποινικού δικαίου, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής[7]: Ισχυρή επιρροή των ΜΜΕ, ενίσχυση της ποινικής καταστολής, εμπόριο ποινικότητας, επιτήρηση της ιδιωτικής ζωής και, τελικά, μεταστροφή του ποινικού δικαίου από την προστασία των εννόμων αγαθών στην επεμβατική αστυνόμευση των πολιτών. Ακριβώς μάλιστα η δημοφιλία της σεξουαλικής εγκληματικότητας είναι εκείνη που χρησιμοποιείται εδώ για την υφαρπαγή της γενικής συναίνεσης σε μέτρα αμφίβολης δικαιοκρατικής θεμελίωσης. Έτσι συγκροτείται μια σχεδόν ιδεοτυπική μορφή «ηθικού πανικού» (moral panic) με τη συνδρομή όλων των σχετικών χαρακτηριστικών[8]: ανησυχία και φόβος απέναντι σε μια θεωρούμενη σοβαρή απειλή για τις κυρίαρχες αξίες και την κρατούσα ηθική, προεξάρχων ρόλος των Μ.Μ.Ε.[9], έντονη κοινωνική αντίδραση, κατασκευή κοινωνικής συναίνεσης, παρέμβαση των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και, τελικά, λήψη δυσανάλογα αυστηρών μέτρων. Αυτός ο ηθικός πανικός δεν αφορά πλέον την παραδοσιακή βίαιη σεξουαλική εγκληματικότητα (βιασμός) αλλά εστιάζεται στην κακοποίηση των παιδιών, την πορνεία, την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση και τέλος την πορνογραφία[10]. Η δημιουργία ηθικού πανικού δεν είναι τυχαίο συμβάν: εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο κίνημα δράσης των «εργολάβων της ηθικής» (moral entrepreneurs) οι οποίοι επιχειρούν να επαναχαράξουν τα όρια της κοινωνικής ζωής στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, αναμορφώνοντας αντίστοιχα τις ασκούμενες πολιτικές και την ισχύουσα νομοθεσία[11]. Η αστυνόμευση, εν γένει, της ερωτικής ζωής αποτελεί σταθερό στρατηγικό στόχο. Ενίοτε μάλιστα τέτοιου χαρακτήρα εκστρατείες συνδέονται με αντιμεταναστευτικά, ιδίως στην Ευρώπη, ή ρατσιστικά, ιδίως στις ΗΠΑ, αιτήματα.

ΙΙΙ. «Σε κάθε γωνία παραμονεύει ένα βιαστής»: Αυξάνεται, αλήθεια, η σεξουαλική εγκληματικότητα;

Διάχυτη είναι η εικόνα αύξησης της σεξουαλικής εγκληματικότητας ενώ συχνά αυτή συνδέεται με την παρουσία των μεταναστών στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η σεξουαλική εγκληματικότητα από τη δεκαετία του 1960 εμφανίζει με σταθερά πτωτική τάση με σημαντική μάλιστα διαφορά τάξεων μεγέθους. Έτσι ενώ το 1960 καταγράφονται 680 καταδικασθέντες για σεξουαλικό έγκλημα (738 το 1959) από το 1983 και για 20 και πλέον έτη οι αντίστοιχοι καταδικασθέντες δεν υπερβαίνουν τους 200. Σχετική ανάσχεση ωστόσο της πτωτικής πορείας εντοπίζεται σε έξι ετήσιες καταγραφές (2004-2009) όπου οι καταδικασθέντες υπερβαίνουν σταθερά τους 200, παρουσιάζοντας ωστόσο –μετά από μια εκτόξευση το 2004 (303 καταδικασθέντες)- μια τάση διόρθωσης (2010: 183).

Καταδικασθέντες για σεξουαλικά εγκλήματα (1960-2010)

Σημειώνεται ότι το 2010 επί συνόλου 14598 κρατηθέντων στα καταστήματα κράτησης, 509 (420 άνδρες και 89 γυναίκες) ήταν για σεξουαλικά εγκλήματα, δηλ. ποσοστό 3,48 του συνόλου των κρατηθέντων[13]. Ο μεγαλύτερος αριθμών κρατουμένων – καταδικασθέντων (αλλά και υποδίκων) για σεξουαλικό έγκλημα συγκεντρώνεται στη φυλακή Τρίπολης (175 κρατούμενοι, την 1η Οκτωβρίου 2015) και ένας μικρότερος αριθμός σε πτέρυγα της φυλακής Γρεβενών, κυρίως για λόγους προστασίας της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας από ενδεχόμενες επιθέσεις συγκρατουμένων τους.

Σχετική σταθερότητα, εξάλλου, εμφανίζουν και τα στοιχεία της αστυνομικής στατιστικής, για τα οποία ωστόσο εγείρονται σοβαρές ενστάσεις ως προς την αξιοπιστία τους, ιδίως λόγω του τρόπου συλλογής τους[14]. Πρόκειται για τις καταγραφές που αντιστοιχούν σε δηλωθέντα αδικήματα χωρίς να έχει διαπιστωθεί δικαστικά η τέλεσή τους, για το λόγο αυτό οι σχετικές στατιστικές τίθενται πάντα υπό επιφύλαξη αφού η αληθινή διάπραξή τους είναι αβέβαιη. Από τα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας προκύπτει ότι ετησίως δηλώνονται περίπου 800-900 σεξουαλικά αδικήματα ενώ η γραμμή τάσης είναι ελαφρώς πτωτική. Πάντως και κατά τη δεκαετία του 1990 οι αντίστοιχοι αριθμοί κυμαίνονταν περίπου στα ίδια ή και υψηλότερα επίπεδα (π.χ. 1990: 1384, 1992: 1154, 1995: 707).

«Διαπραχθέντα» σεξουαλικά αδικήματα (1999-2012)

Βέβαια στο πεδίο των σεξουαλικών αδικημάτων εμφανίζεται ένας υψηλός δείκτης σκοτεινής εγκληματικότητας με αποτέλεσμα οι σχετικές καταγραφές στις δικαστικές και τις αστυνομικές στατιστικές να υπολείπονται της πραγματικότητας. Εντυπωσιακή είναι εν προκειμένω η απροθυμία των πολιτών, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, να αναφέρουν ένα περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης στους μηχανισμούς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Ειδικότερα, όπως φάνηκε από μια σχετική θυματολογική έρευνα[16], το ποσοστό των σεξουαλικών εγκλημάτων που αναφέρονται στην αστυνομία ανέρχεται μόλις στο 9,7%. Εξάλλου, και βάσει άλλης έρευνας (θυματοποίησης), για την περίοδο 2004-2005, το ποσοστό που συγκέντρωσε η Ελλάδα για σεξουαλικές επιθέσεις κατά γυναικών (1,7%) ταυτίζεται με τον αντίστοιχο μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών[17]. Αντίστοιχη έρευνα πενταετίας έδειξε ότι η συνολική θυματοποίηση στο πεδίο της σεξουαλικής εγκληματικότητας, ανέρχεται στο 3,2% (6,2% μεταξύ των γυναικών)[18].

IV. «Οι σεξουαλικοί δράστες δεν συνετίζονται»: Υποτροπή και σεξουαλική εγκληματικότητα
Το ζήτημα της υποτροπής των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων αποτελεί ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί πέραν της νομικής και άλλες επιστήμες, στο πλαίσιο μάλιστα των οποίων παρατηρείται μια σημαντική παραγωγή βιβλιογραφίας. Το πρώτο πρόβλημα που ανακύπτει άπτεται του ακριβούς προσδιορισμού της υποτροπής, καθότι αυτή ποικίλει ανάλογα με την επιστήμη η οποία τη χρησιμοποιεί ενώ η νομική έννοια της υποτροπής (μπορεί να) παραλλάσει και από έννομη τάξη σε έννομη τάξη. Είναι βέβαια προφανές ότι η νομική έννοια της υποτροπής, όπως δίδεται στο άρ. 88 ΠΚ, είναι η πλέον στενή/αυστηρή ενώ στις άλλες επιστήμες επικρατούν περισσότερο χαλαρά κριτήρια εντοπισμού της. Ωστόσο, με βάση τέτοια κριτήρια διαγιγνώσκεται ο υποτιθέμενος υψηλός δείκτης υποτροπής των σεξουαλικών δραστών και ακολούθως προτείνονται πρόσθετα μέσα κοινωνικής άμυνας και προστασίας της δημόσιας ασφάλειας.

Έρευνες δείχνουν ότι η υποτροπή εμφανίζει μεταβλητές τιμές ανάλογα με τις παραμέτρους της έρευνας π.χ. το χρονικό διάστημα (π.χ. 5 χρόνια από την αρχική καταδίκη ή αποφυλάκιση), το είδος των χρησιμοποιούμενων στοιχείων (π.χ. αστυνομικές ή δικαστικές στατιστικές, πρωτογενής έρευνα), το μέσο διάγνωσης (π.χ. νέα σύλληψη, καταδίκη, ή φυλάκιση) καθώς βέβαια και με το συγκεκριμένο αδίκημα και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του δράστη[19]. Συνεπώς δεν μπορεί ασφαλώς να συναχθεί μια γενική εκτίμηση για το δείκτη υποτροπής στους καταδικασμένους για σεξουαλικά εγκλήματα. Συχνά, μάλιστα, σημειώνεται ότι τα ποσοστά αυτά δεν ανταποκρίνονται την πραγματικότητα αφού δεν λαμβάνουν υπόψη τη σκοτεινή εγκληματικότητα. Σωστά, λοιπόν, εγείρονται ενστάσεις απέναντι στις αβίαστες παραδοχές για την «δραματική υποτροπή» των σεξουαλικών δραστών οι οποίες συχνά καταλήγουν σε μια «επιστημονική δημαγωγία». Πάντως στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται αναφορά σε ποσοστά υποτροπής της τάξης του 43% (31% για τέλεση νέου σεξουαλικού εγκλήματος)[20] ή ακόμα και 52% (26% για τέλεση σεξουαλικού εγκλήματος)[21]. Πάντως σε μια ιδιαίτερα σοβαρή μεταέρευνα[22] το ποσοστό για τέλεση νέου σεξουαλικού εγκλήματος βρέθηκε στο 13,4% ενώ σε μια επίσημη γερμανική έρευνα το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε στο 19%[23]. Σημειώνεται όμως ότι γενικά το ποσοστό υποτροπής στα σεξουαλικά εγκλήματα είναι ιδιαίτερα χαμηλό[24].

Στη χώρα μας δεν υπάρχουν εγκληματολογικές έρευνες για τον αριθμό των καταδικασθέντων για σεξουαλικό έγκλημα οι οποίοι εγκληματούν και πάλι, τελώντας το ίδιο ή άλλο (συναφές) αδίκημα. Καταγράφεται, αντίθετα, στατιστικά ο αριθμός των καταδικαζομένων για σεξουαλικό αδίκημα οι οποίοι κρίνονται υπότροποι λόγω προηγούμενης ποινικής καταδίκης. Η ευρύτερη αυτή έννοια της υποτροπής, πέραν των οριζομένων στο άρ. 88 ΠΚ, ανταποκρίνεται μεν καλύτερα στις ανάγκες της εγκληματολογικής έρευνας δημιουργεί όμως ένα χάσμα έναντι της καταγεγραμμένης και χαμηλότερης, βάσει του ΠΚ, υποτροπής.

Υπότροποι καταδικασθέντες δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων (1996-2006

Τρία σημεία μπορούν να επισημανθούν στον παραπάνω πίνακα:

– Ο βαθμός υποτροπής που εντοπίζεται είναι σημαντικός, πράγμα βέβαια που πιθανόν να οφείλεται και στο γεγονός ότι όσοι ήδη έχουν ποινικό ιστορικό βρίσκονται στο στόχαστρο των μηχανισμών ποινικής καταστολής.

– Παρουσιάζεται υψηλή απόκλιση (συχνά άνω του 10%) μεταξύ της υποτροπής στο σύνολο της εγκληματικότητας από τη σεξουαλική εγκληματικότητα.

– Εντοπίζεται σημαντική πτωτική τάση της καταγραφόμενης υποτροπής την τελευταία δεκαετία. Έτσι ενώ μέχρι και το 2003 τα ποσοστά υποτροπής κυμαίνονται μεταξύ 30-50%, μετά το 2004 δεν υπερβαίνουν το 22%.

V. Προς μια νέα «ποινική καταιγίδα»: Μοντέρνα μέτρα κατά των σεξουαλικών δραστών
Η εγκληματολογική πραγμάτευση των σεξουαλικών εγκλημάτων, συχνά ολοκληρώνεται με την παράθεση προτάσεων για τη αντιμετώπιση της «δραματικής» κατάστασης. Σ’ αυτή τη βάση εξετάζονται διάφορα μέτρα καταπολέμησης του σεξουαλικού εγκλήματος ή, καλύτερα, του σεξουαλικού δράστη. Μεταξύ αυτών, ή μάλλον ο πυρήνας αυτών, είναι μέτρα ποινικής φύσης που σε σημαντικό βαθμό συνέχονται με την ποινική μεταχείριση του δράστη και ανταποκρίνονται στην ιδιαιτερότητα του τελεσθέντος εγκλήματος. Η κίνηση αυτή στηρίζεται στη θεωρητική προϋπόθεση της αδυναμίας των κλασικών ποινικών μέτρων να προσφέρουν ικανοποιητικές απαντήσεις στο πεδίο της σεξουαλικής εγκληματικότητας[26]. Έτσι, σε πολλές χώρες, τόσο του αγγλοσαξωνικού χώρου όσο και της ηπειρωτικής Ευρώπης, λαμβάνονται μέτρα «συμβατικής» αυστηροποίησης του σεξουαλικού ποινικού δικαίου (επίταση ποινών, νέες ποινικές υποστάσεις, νέα δικονομικά μέτρα π.χ. ανάλυση DNA, μέτρα επιτήρησης και θεραπείας)[27]. Παράλληλα για τους σεξουαλικούς δράστες συζητούνται αφενός ο περιορισμός ή και αποκλεισμός των φιλελεύθερων θεσμών του ποινικού δικαίου (π.χ. υφ’ όρον απόλυση)[28] και αφετέρου η υιοθέτηση ορισμένων «μοντέρνων» μέτρων παράλληλης ποινικής μεταχείρισης[29] ή αστυνομικής επιτήρησης[30]. Αξιοσημείωτη είναι και στην Ελλάδα η νομοθετική παραγωγή, των τελευταίων ετών, στο πεδίο του σεξουαλικού ποινικού δικαίου (τελευταία: ν. 4198/2013, 4267/2014)

Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η διεύρυνση του θεσμού της «εξασφαλιστικής κράτησης» (Sicherungsverwahrung), που υιοθετήθηκε στη Γερμανία αρχικώς το 1998 ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε, και συνεπάγεται τη συνέχιση της στέρησης της ελευθερίας του καταδικασθέντος για κάποιο σεξουαλικό έγκλημα, για αόριστο -κατ’ αρχήν- διάστημα, μετά την έκτιση της επιβληθείσας ποινής[31]. Πρόκειται για μέτρο ασφαλείας που υπηρετεί την προστασία της κοινωνίας από τους επικίνδυνους δράστες και μπορεί να επιβληθεί, στην πρώτη υποτροπή, ακόμα και για εγκλήματα εξαιρετικά χαμηλής βαρύτητας. Η υιοθέτηση του μέτρου αυτού υπαγορεύτηκε από το κλίμα ενός «ηθικού πανικού» ο οποίος προκλήθηκε από ορισμένα φριχτά εγκλήματα σεξουαλικής βίας κατά παιδιών. Ωστόσο η κριτική που δέχτηκε και δέχεται η ρύθμιση αυτή, από την πλευρά της επιστήμης, είναι ιδιαίτερα σφοδρή και αφορά τόσο τη συμβατότητά της με το κράτος δικαίου και το συναφές υπερνομοθετικό νομικό πλαίσιο (Σύνταγμα, ΕΣΔΑ)[32] όσο και με την ένταξή της στο συμβατικό σύστημα ποινικού δικαίου και τελικά την αποτελεσματικότητά της[33]. Τελικά, το ζήτημα έφτασε στο ΕΔΔΑ το οποίο με απόφασή του (2009) έκρινε ότι η επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου παραβιάζει τόσο το άρ. 5 § 1 όσο και το άρ. 7 § 1 της ΕΣΔΑ[34].

Πέραν των ανωτέρω, όμως ,όλο και πιο συχνά προτείνονται ή και υιοθετούνται, στο συγκεκριμένο πεδίο, «νέα»/μη συμβατικά μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται η δημιουργία ειδικού μητρώου και η επιτήρηση σεξουαλικών δραστών καθώς και η υποχρεωτική θεραπεία και ο χημικός/φαρμακευτικός ευνουχισμός των σεξουαλικών δραστών. Ειδικότερα:

Η τήρηση ειδικού μητρώου και, η διαρκής, εγγραφή των σεξουαλικών δραστών συνιστά μέτρο που εισήχθη στις ΗΠΑ αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο (το 1996) και κατ’ αρχήν συνεπάγεται την καταχώριση αλλά και τη διάθεση των στοιχείων του δράστη σε τρίτους, ενώ επιπλέον υποχρεώνει το δράστη, για ορισμένο χρόνο, να δηλώνει τα στοιχεία του στην Αστυνομία (διεύθυνση και στοιχεία, αργότερα ταξίδια στο εξωτερικό)[35]. Προοδευτικά το μέτρο αυτό ενισχύθηκε και επεκτάθηκε. Ακραία μορφή εμφάνισης αυτής της λογικής αποτελεί η εφαρμογή του λεγόμενου «Megan’s Law» (1996) στις Η.Π.Α. Με βάση το νόμο αυτό τα απολύτως προσωπικά στοιχεία των (καταδικασμένων) σεξουαλικών δραστών δημοσιοποιούνται είτε με ανακοινώσεις στην τοπική κοινότητα είτε με καταχώριση σε ειδική βάση δεδομένων στο διαδίκτυο[36]. Η πρόσβαση στη βάση αυτή είναι ελεύθερη στον καθένα! Πάντως αν και δεν αποδεικνύεται ερευνητικά η χρησιμότητα του μητρώου, για την εξιχνίαση των σεξουαλικών εγκλημάτων, εντούτοις η αποδοχή του από την πολιτική εξουσία, την κοινή γνώμη και τις ταμπλόιντ παραμένει υψηλή. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, εγείρονται σοβαρές ενστάσεις για το μέτρο αυτό, καθώς αποτελώντας ποινική κύρωση, υπερβαίνει το όριο αναλογικότητας στην άσκηση κοινωνικού ελέγχου[37].

Η επιτήρηση σεξουαλικών δραστών συνιστά μέτρο που επιβάλλεται σε σεξουαλικούς δράστες και αφορά τη ζωή τους μετά την αποφυλάκιση. Δεν έχει ωστόσο ερευνηθεί η αποτελεσματικότητα / δραστικότητα του μέτρου αυτού στην αποτροπή της υποτροπής, καθώς αυτή συχνά συνδυάζεται και με την λήψη άλλων μέτρων τροποποίησης της συμπεριφοράς[38]. Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση της Κύπρου όπου, το 2014, ιδρύθηκε ειδική «Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων»[39] η οποία τηρεί αρχείο των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων, καταρτίζει πρόγραμμα για την επανένταξή τους, ελέγχει την ορθή διεκπεραίωση της εποπτείας τους, και τέλος εξασφαλίζει την αξιολόγηση της επικινδυνότητάς τους.

Ο χημικός/φαρμακευτικός ευνουχισμός των σεξουαλικών δραστών συνίσταται στη χορήγηση αντιανδρογόνων (ή και αντικαταθλιπτικών) φαρμάκων με τα οποία καταστέλλεται η σεξουαλική διάθεση – ορμή και συνεπώς και η αντίστοιχη επιθετικότητα[40]. Η αρχετυπική βέβαια μορφή του ευνουχισμού είναι ο λεγόμενος «χειρουργικός ευνουχισμός». Συνίσταται στην αφαίρεση των όρχεων, η οποία επιφέρει απώλεια της ερωτικής διάθεσης και βέβαια είναι μη αναστρέψιμη επέμβαση. Εγείρονται, ωστόσο, εδώ σοβαρές ενστάσεις τόσο για την αποτελεσματικότητα[41] τέτοιων μέτρων όσο και για τη συμβατότητά τους με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου[42]. Δε λείπουν επίσης τα ηθικά διλήμματα σχετικά με τη χρήση τέτοιων μέτρων[43].

Η υποχρεωτική θεραπεία συνιστά μορφή ακούσιας νοσηλείας και διακρίνεται σε επιμέρους προσεγγίσεις: γνωστική – συμπεριφορική (μεταβολή μοντέλων σκέψης), ψυχοεκπαιδευτική (υπολογισμός του θύματος και ανάληψη ευθύνης) και τέλος φαρμακολογική (μείωση της σεξουαλικής ορμής). Η κύρια, πάντως, μορφή θεραπείας είναι η ψυχιατρική ώστε κατ’ αποτέλεσμα να γίνεται αναφορά σε «ψυχιατρικοποίηση», δηλ. ως (κατά)χρηση της ψυχιατρικής για τιμωρητικούς σκοπούς. Το μέτρο αυτό είναι συνυφασμένο με αναγκαστικό εγκλεισμό και ως εκ τούτου συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας αλλά και επιβολή ιατρικών πράξεων χωρίς τη συναίνεση του «ασθενούς». Εγείρονται, πάντως, και εδώ σοβαρές ενστάσεις αφενός μεθοδολογίας και αποτελεσματικότητας και αφετέρου συμβατότητας με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές[44]. Πάντως το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δεν διέγνωσε στο συγκεκριμένο μέτρο ποινική υφή, απορρίπτοντας έτσι σχετικό ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας[45].

Συγκεφαλαίωση

Η τάση περιορισμού της ελευθερίας και διεύρυνσης του ποινικού ελέγχου της σεξουαλικής ζωής συμβαδίζει με τις ευρύτερες κατευθύνσεις που ακολουθούνται στις δυτικές κοινωνίες. Το δόγμα «νόμος και τάξη» ή, προς το ελληνικότερον, «πατρίς, θρησκεία οικογένεια» φαίνεται να ανακάμπτει και να κερδίζει το χαμένο έδαφος, από την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης[46]. Μια αναπτυσσόμενη σταυροφορία σεξουαλικής ορθοδοξίας ξεκινά αρχικά από την προσπάθεια ελέγχου, κατά πρώτο λόγο, της γυναικείας σεξουαλικότητας και καταλήγει σε ένα νέο συντηρητισμό με βάση τον γάμο και την οικογένεια[47]. Μάλιστα, η οικονομική ανασφάλεια και η ανεργία φαίνεται να αναζωογονούν παραδοσιακές σταθερές, όπως η οικογένεια και η θρησκεία, οι οποίες αντιμάχονται με σθένος την σεξουαλική ελευθερία. Ιστορικά, άλλωστε, οι θρησκείες υπερασπίζονται την οριοθέτηση της σεξουαλικότητας, καθώς φαίνεται να καταλήγουν ότι η ενέργεια που επενδύεται στον έρωτα χάνεται για άλλες υποθέσεις[48].

Η αποτύπωση σε νομοθετικά κείμενα αυτών των τάσεων, φαίνεται ενίοτε να προσλαμβάνει τη μορφή ενός μοντέρνου κυνηγιού μαγισσών όπου δεν ενδιαφέρει η αληθινή προστασία των εννόμων αγαθών αλλά η πάση θυσία εκμηδένιση του αντιφρονούντα ή πάντως ο αποκλεισμός και η διαπόμπευση του «μη κανονικού»[49]. Πάνω σ’ αυτόν διεκδικούν ρόλο η ψυχιατρική και το ποινικό δίκαιο. Στις Η.Π.Α., ήδη από την δεκαετία του 1990, άρχισε βήμα – βήμα ο πουριτανισμός να καθορίζει το σεξουαλικό ποινικό δίκαιο[50]. Η τάση αυτή με σημείο αναφοράς τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά υστερίας γύρω από το σεξουαλικό έγκλημα εν γένει με συχνές επικλήσεις για μια άμετρη ποινική καταστολή.

Όμως, η αντιμετώπιση με ποινικά μέτρα της σεξουαλικής απόκλισης ή της διαφορετικότητας, όταν αυτή δεν εκδηλώνεται με αντικοινωνικές πράξεις, συνιστά μια μορφή τιμώρησης του φρονήματος και αντιβαίνει στο κατά βάση φιλελεύθερο θεμέλιο του (σύγχρονου) ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η απόκρουση αυτών των σύγχρονων τάσεων αυστηροποίησης του σεξουαλικού ποινικού δικαίου που καταλήγουν σε περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, υπό το πρόταγμα μιας ηθικολογίας χωρίς αντίκρισμα την προστασία της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης, συνιστά γνήσια υπεράσπιση ενός ποινικού συστήματος αντικειμενικού αδίκου. Μάλιστα το ελληνικό σεξουαλικό ποινικό δίκαιο ενώ διατηρεί στοιχεία (και εγκλήματα) που δεν αντιστοιχούν πια στις σύγχρονες αξιολογήσεις για την κοινωνική βλαπτικότητα (π.χ. άρ. 347 ΠΚ: παρά φύση ασέλγεια, άρ. 348 ΠΚ: διευκόλυνση ακολασίας άλλων), ταυτόχρονα εμπλουτίζεται με νέες ποινικές υποστάσεις ή επεκτάσεις ήδη υφισταμένων (για την πορνογραφία ή την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών). Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μείγμα αλλοιώνει την ισορροπία του ποινικού μας συστήματος· ο εξορθολογισμός, επομένως, του σεξουαλικού ποινικού δικαίου, μέσα από μια αποκάθαρση του 19ου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, φαίνεται αναγκαίος και κοινωνικά πρόσφορος.



ΕΥΤΥΧΗΣ ΦΥΤΡΑΚΗΣ*

* Δ.Ν. – Γενικός Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής.



Πηγή:http://crime-in crisis.com/%CF%83%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CF%83%CF%8D/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα