Διαφωνία και Συμφωνία στο Πλαίσιο των Οικογενειακών Σχέσεων





Στο ζευγάρι

Η διαφωνία στα πλαίσια των οικογενειακών σχέσεων αποτελεί το πεδίο αλληλεπίδρασης με στόχο την συμφωνία. Έτσι κάθε διαφωνία ψάχνει την συμφωνία της. Άρα για να υπάρξει συμφωνία πρέπει να υπάρχει διαφωνία.

 Πολλές φορές η αλληλεπίδραση μεταξύ των γονέων  παίρνει διαστάσεις που δεν μπορούν να οριοθετηθούν. Η μη εξεύρεση συμφωνίας επιφέρει διαταραχή στην οικογένεια. Βέβαια κάθε διαταραχή στην σχέση των γονέων μπορεί να σημαίνει διαταραχή στην συμπεριφορά του παιδιού και το αντίθετο. Αυτό όμως δεν δηλώνει πως οι γονείς πρέπει να συμφωνούν πάντα μεταξύ τους. Δεν δηλώνει επίσης πως, η υποχώρηση του ενός απέναντι στον άλλον θα επιφέρει την επιζητούμενη συμφωνία.

Η συμφωνία που έχει να κάνει μόνο με την υποχώρηση και την υποταγή, στην ουσία δεν αποτελεί μια συμφωνία, αλλά ένα συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός σαν μοναδική διέξοδος δηλώνει την αποφυγή της διαφωνίας, αλλά ποτέ δεν αποτελεί συμφωνία.

Σε αυτή την περίπτωση η αποφυγή της διαφωνίας γίνεται συμφωνία της αποφυγής. Σαν συμφωνία της αποφυγής διαμορφώνει τις αλληλεπιδράσεις με βασικά στοιχεία την μονομερή υποχωρητικότητα του ενός και την απειλητική επιβολή της γνώμης του άλλου. Σε αυτή την περίπτωση η συμφωνία γίνεται μέσω επιβολής και απόρριψης του άλλου.

Στην ουσία η διαφωνία δεν αποτελεί απειλή διάλυσης της σχέσης, αλλά προσπάθεια ανασυγκρότησης της. Είναι μια προσπάθεια εξεύρεσης της συμφωνίας, από την στιγμή που η επίτευξή της δεν γίνεται μέσο υποτίμηση και απόρριψης του άλλου, αλλά μέσο αναγνώρισης και συνεργασίας μαζί του. Η διαφωνία είναι ένας διάλογος και σαν διάλογος οδηγεί πάντα στην συμφωνία.

Στην σχέση με τα παιδιά

Στα διάλογο αυτό θέλουμε δεν θέλουμε συμμετέχουν και τα «παιδιά». Ο τρόπος που οι γονείς λύνουν τις διαφορές τους, ο τρόπος με τον οποίον διαφωνούν ή συμφωνούν και γενικά επικοινωνούν, κατασκευάζει το συναισθηματικό πεδίο ανάπτυξης των «παιδιών». Τα «παιδιά» γνωρίζουν που συμφωνούν και που όχι οι γονείς, από πολύ νωρίς. Έχουν συναισθανθεί την θέση του καθένα και την σχέση δύναμης που μπορεί να έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Γνωρίζουν ποιος είναι ο πιο «δυνατός» καθώς γνωρίζουν και ποια μέσα χρησιμοποιεί. Άρα τα «παιδιά» συμμετέχουν, μπορεί όχι ενεργά, αλλά σίγουρα ψυχολογικά. 

Το αν εκφράζουν ή όχι αυτή την συμμετοχή καθορίζεται από το τον τρόπο που οι γονείς διευθετούν, όπως είπαμε τις διαφωνίες τους.  Εάν η διαφωνία ανάμεσα στους γονείς σημαίνει αναγνώριση του δικαιώματος του άλλου στην διαφορετική γνώμη και την υποστήριξη της, πράγμα που σημαίνει επίσης την αποδοχή της ελεύθερης έκφρασης και συμπεριφοράς στην σχέση τους, αυτό δηλώνει και την αποδοχή της γνώμης του άλλου στην σχέση γονέα/παιδιού.

Όταν λοιπόν υπάρχει ελευθερία έκφρασης στην σχέση των γονέων, υπάρχει ελευθερία έκφρασης και στην σχέση γονέα-παιδιού. Η αποδοχή της ελευθερίας της γνώμης των «παιδιών» προσφέρει την δυνατότητα, από την μια της απομυθοποίησης της διαφωνίας σαν καταστροφική  κατάσταση, και από την άλλη την προσφορά δυνατότητας έκφρασης της γνώμης τους που σημαίνει ότι υπάρχουν και υπολογίζονται σαν ενεργά μέλη της οικογένειας.

Σε περίπτωση διαμάχης των γονέων για οποιουσδήποτε λόγους, είτε αφορούν, είτε όχι το «παιδί», όταν είναι μπροστά, καλό είναι ο γονέας να εξηγήσει τι συμβαίνει και πως, η διαφωνία δεν είναι καταστροφική. Με αυτό τον τρόπο ο γονέας προλαβαίνει τις ερμηνείες που μπορεί να υιοθέτηση ένα «παιδί» σε μια τέτοια κατάσταση. Ερμηνείες οι οποίες βασίζονται περισσότερο στην φαντασία του παρά στην λογική και πυροδοτούν το άγχος του αποχωρισμού, ή την αγωνία της εγκατάλειψης.

Όσο περισσότερο ενημερώνουμε το «παιδί» τόσο το βοηθάμε να κρατήσει μια απόσταση από τα δρώμενα και αν χρειαστεί να πάρει το μέρος του ενός, ή του άλλου γονέα αυτό να το κάνει όσο πιο αντικειμενικά μπορεί. Το βοηθάμε να μείνει ανέπαφο από την κρίση γνωρίζοντας τον ρόλο της, καθώς και την έκβασή της. Επίσης του δίνουμε το δικαίωμα στην μελλοντική διαφωνία του με τον γονέα να διαπραγματευτεί μια συμφωνία μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας που το ζευγάρι των γονέων έχει «κατασκευάσει» μεταξύ τους και όπως είπαμε, αποτελεί και πλαίσιο ελευθερίας τόσο για αυτού όσο και για τα «παιδιά» τους.

Αντίθετα η μυστικότητα των οικογενειακών καταστάσεων, δηλαδή η νοοτροπία των γονέων να κρατούν τα παιδιά μέσα στο «σκοτάδι»,  τα οδηγεί από την μια, στην αίσθηση της ανεπάρκειάς τους όσον αφορά την αντιμετώπιση τους σαν ισότιμα μέλος της οικογένειας. Μέλη τα οποία έχουν λόγο και μπορούν να εκφέρουν την γνώμη τους. Και από την άλλη τα παραδίδει στους φόβους και την φαντασία τους, που όπως είπαμε, μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη.

Εάν οι γονείς υιοθετήσουν την τακτική της επιβολής, δηλαδή τον τρόπο που αυτοί «λύνουν» τις διαφορές τους, όταν τα παιδιά, έχουν μια διαφωνία μαζί τους, δεν θα τολμήσουν να την προβάλουν. Θα προσαρμοστούν στο τρόπο που εκείνοι λειτουργούν. Δηλαδή, ή θα αποδεχτούν πειθήνια την απόφασή, πράγμα που τα οδηγεί στην σιωπή, την ενοχή, και την μυστικότητα, ή θα προσπαθήσουν να επιβάλουν την γνώμη τους, πράγμα που τα οδηγεί στην βία, την συναισθηματική αποκοπή και την αντιπαλότητα.

 Αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι το «παιδί» δεν έχει να διαλέξει παρά ανάμεσα στην επιβολή και την υποταγή. Χαρακτηριστικά ρόλων που υπάρχουν και αναβιώνουν από τον τρόπο λειτουργίας των γονέων. Σε αυτή την περίπτωση του παρέχεται η δυνατότητα να σκεφτεί και να διαλέξει την συμπεριφορά του με φόντο εκβιαστικά τεχνάσματα και απειλές, που αποτελούν κομμάτια από το συναισθηματικό πεδίο που η σχέση των γονέων έχει ετοιμάσει για αυτό. Δεν έχει την αίσθηση πως η διαφωνία του θα εισακουσθεί. Πως μέσα από αυτή, θα του δοθεί χώρος για διάλογο και διαπραγμάτευση .


Φοβάται πως η διαφωνία που θα προβάλλει  θα επιφέρει την απόσυρση της αγάπης και την απόρριψη. Δεν έχει την  σιγουριά πως η διαφωνία του θα γίνει μέσο για συζήτηση και αποδοχή. Αποδοχή γι’ αυτό που θέλει να είναι και όχι γι’ αυτό που οι άλλοι θέλουν να γίνει…

Κερεντζής Λάμπρος

Φωτο: Diane Arbus



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα