Ψυχολογικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλική συμπεριφορά
Πρώτος
ο Freud (1962) προσέγγισε από
την ψυχολογική σκοπιά τη σεξουαλικότητα
του ατόμου, διατυπώνοντας τη θεωρία για
τα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.
Υποστήριξε, λοιπόν, ότι πηγή των ενστίκτων
είναι οι καταστάσεις σωματικής έντασης
που επικεντρώνονται στις ερωτογενείς
ζώνες του σώματος, οι οποίες μεταβάλλονται
κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης του
ατόμου.
Σύμφωνα
με τη θεωρία του Freud, το
πρώτο στάδιο ανάπτυξης είναι το στοματικό,
κατά το οποίο η περιοχή διέγερσης είναι
το στόμα. Σ’ αυτό το στάδιο το άτομο
είναι παθητικό και δεκτικό αρχικά, ενώ
αργότερα παρατηρείται κάποια συγχώνευση
σεξουαλικών και επιθετικών απολαύσεων.
Το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης είναι το
πρωκτικό, κατά το οποίο η ηδονή που
σχετίζεται με τη συγκεκριμένη ερωτογενή
ζώνη θέτει τον οργανισμό σε σύγκρουση,
την πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο
και την κοινωνία. Η τρίτη φάση ανάπτυξης
είναι η φαλλική. Τότε είναι που η βιολογική
διαφοροποίηση των φύλων οδηγεί τη
συγκέντρωση της διέγερσης και της ηδονής
στα γεννητικά όργανα. Σ’ αυτή τη φάση
παρατηρείται το άγχος του ευνουχισμού
και το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα για τα
αγόρια, ενώ τα κορίτσια αναπτύσσουν το
φθόνο του πέους. Τελικά, η ταύτιση του
παιδιού με τον γονέα του ίδιου φύλου
οδηγεί στη λανθάνουσα περίοδο. Κατά την
εφηβεία οι σεξουαλικές ορμές και τα
οιδιπόδεια συναισθήματα ξαναξυπνούν
σηματοδοτώντας την έναρξη του γεννητικού
σταδίου. Το γεννητικό στάδιο διαδραματίζει
σημαίνοντα ρόλο για το άτομο και τη
λειτουργία του μέσα στην κοινωνία. Η
παραπάνω θεωρία του Freud
αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα μελέτης
της ανθρώπινης σεξουαλικότητας από
ψυχολογική σκοπιά και έδωσε το έναυσμα
σε πολλούς επιστήμονες να προχωρήσουν
μετέπειτα στη διατύπωση ανάλογων
ψυχολογικών θεωριών.
Ο Bowlby (1982), με την ηθολογική
του θεωρία σχετικά με την προσκόλληση,
υποστήριξε ότι η παιδική ηλικία αποτελεί
το πρώτο στάδιο κατά το οποίο το άτομο
ενεργοποιεί το συμπεριφοριστικό του
σύστημα. Το σύστημα αυτό είναι που
δημιουργεί μηχανισμούς προστασίας
καθώς το άτομο προχωρά στα διάφορα
αναπτυξιακά του στάδια. Μια βασική αρχή
της συγκεκριμένης θεωρίας είναι ότι
όλα τα παιδιά περνούν από τα ίδια
αναπτυξιακά στάδια και έχουν τις ίδιες
δυνατότητες ανάπτυξης του συγκεκριμένου
συστήματος προσκόλλησης (Bretherton
& Munholland,1999). Το επιτυχές
πέρασμα από τα διάφορα στάδια προσκόλλησης
είναι αυτό που θα οπλίσει το παιδί με
μια ασφαλή συναισθηματική βάση και θα
επηρεάσει τη διαπροσωπική του συμπεριφορά
για το υπόλοιπο της ζωής του (Dozier,
Stovall & Albus,
1999. Greenberg, 1999).
Τα
συναισθήματα, λοιπόν, αυτά είναι που θα
διαμορφώσουν τα βασικά Μοντέλα Εσωτερικής
Λειτουργίας του ατόμου (internal
working models),
ώστε να αναπτύξει μια θετική συμπεριφορά
τόσο αναφορικά με τον εαυτό του όσο και
σε σχέση με τους άλλους (Model
of self and
Model of other)
(Bartholomew, 1990), .
Σε
μια συνέχεια της θεωρίας του Bowlby,
οι ψυχολόγοι της αναπτυξιακής θεωρίας
οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι παιδιά
που μεγαλώνουν σ’ ένα υποστηρικτικό
περιβάλλον έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση
και εμπιστοσύνη και κοινωνικοποιούνται
πιο ομαλά (Ainsworth, Blehar,
Waters & Wall,
1978). Ωστόσο, η θετική ή η αρνητική ανάπτυξη
των Μοντέλων Εσωτερικής Λειτουργίας
του Εαυτού και των Άλλων (Model
of self and
Model of Other)
θα πρέπει να ιδωθεί μέσα σ’ ένα ευρύτερο
πλαίσιο συναισθηματικών και κοινωνικών
παραγόντων (Bretherton &
Munholland,1999). Έρευνες, λοιπόν,
έδειξαν ότι τα άτομα παρουσιάζουν
διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο που
προσκολλώνται (attachment
style) και σύμφωνα με αυτές
άλλοι νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια κατά
τις συναναστροφές τους και άλλοι
μικρότερη. Οι τέσσερις κατηγορίες τύπων
προσκόλλησης που είναι ο Ασφαλής
(secure), ο Αποφευκτικός
(dismissing), ο Συλλογιστικός
(preoccupied) και ο Αγχώδης
(fearful) (Bartholomew,
1994), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των
Εσωτερικών Μοντέλων Λειτουργίας, θα
αποβούν καθοριστικές στη διαμόρφωση
των ικανοτήτων του ατόμου στη σύναψη
στενών διαπροσωπικών σχέσεων κατά την
ενήλικη ζωή του (Simpson &
Rholes,1998).
Τις τελευταίες
δεκαετίες οι ερευνητές θέλησαν να
μελετήσουν κατά πόσο οι διάφοροι τύποι
προσκόλλησης επηρεάζουν τη συμπεριφορά
του ατόμου στις ρομαντικές και σεξουαλικές
τους σχέσεις (Hazan &
Shaver, 1987). Τα αποτελέσματα
ερευνών έδειξαν ότι οι προσανατολισμοί
προσκόλλησης (attachment
orientations) ασκούν βαθειά
επιρροή στον τρόπο που τα άτομα νιώθουν
και δρουν στις ρομαντικές τους σχέσεις
(Feeney & Noller,
1996). Για παράδειγμα, τα άτομα ανάλογα με
τον προσανατολισμό τους είναι πιθανό,
κατά τη σεξουαλική τους συμπεριφορά,
να διέπονται από άγχος και συγκρουσιακά
συναισθήματα (Rholes, Simpson
& Stevens, 1998) ή να νιώθουν
αρμονία και ικανοποίηση (Brenan
& Shaver, 1995. Roberts
& Noller, 1998) ή να συνάπτουν
βραχυπρόθεσμες σχέσεις (Hazan
& Zeifman, 1999. Kirkpatrick,
1998).
Σύμφωνα με
τον Bartholomew και τον Horowitz
(1991) τα μοντέλα εσωτερικής λειτουργίας
είναι ανεξάρτητες διαστάσεις, που όταν
συνδυαστούν μεταξύ τους διαμορφώνουν
τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης και
κατά την ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα,
άτομα που κατέχουν θετικά το μοντέλο
του εαυτού και των άλλων υπολογίζεται
ότι θα υιοθετήσουν το Ασφαλές στυλ
προσκόλλησης στις ρομαντικές σχέσεις,
ενώ άτομα που κατέχουν θετικά το μοντέλο
του εαυτού και αρνητικά το μοντέλο των
άλλων είναι πιθανό να αποκτήσουν υψηλή
αυτοεκτίμηση αλλά παράλληλα να τείνουν
να προστατεύσουν τον εαυτό τους από μια
απογοήτευση, αποφεύγοντας τη σύναψη
στενών σχέσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα
ένα αίσθημα ανεξαρτησίας.
Η συγκεκριμένη
θεωρία δεν υποστηρίζει την ύπαρξη
διαφυλικών διαφορών ως προς τα στυλ
προσκόλλησης, ωστόσο μεταγενέστερες
έρευνες έχουν δείξει ότι το κάθε φύλο
τείνει περισσότερο προς κάποιο από τα
στυλ. Συγκεκριμένα, οι άνδρες φαίνεται
να τείνουν προς το Αποφευκτικό,
αποφεύγοντας τη συναισθηματική δέσμευση
και επιδιώκοντας σχετική ανεξαρτησία
(Bartholomew, 1990). Πορίσματα
πληθώρας ερευνών που μελέτησαν τη
σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου
κατέδειξαν ότι οι διαφυλικές διαφορές
που εντοπίζονται προκύπτουν από τις
συναισθηματικές και κοινωνικές
διαφοροποιήσεις των δύο φύλων (Bem,1974.
Spence & Helmreich,
1978)
Ο
Trivers το 1972 διατύπωσε τη
θεωρία της Γονεϊκής Επένδυσης (Parental
Investment Theory),
σύμφωνα με την οποία ο χρόνος και η
ενέργεια που αφιερώνουν οι γονείς στη
φροντίδα του κάθε απόγονου διαφέρει
ανάλογα με το φύλο του. Η θεωρία αυτή
ξεκίνησε από τη μελέτη της σεξουαλικής
συμπεριφοράς των ζώων, για να ερμηνεύσει
τελικά και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Υπάρχουν είδη ζώντων οργανισμών στα
οποία οι γονείς επενδύουν περισσότερο
στους θηλυκούς απογόνους, ενώ σε άλλα
είδη το φύλο που απολαμβάνει μεγαλύτερης
γονεϊκής επένδυσης είναι το αρσενικό
(Alcock, 1993. Clutton-Brock,
1991. Gwynne, 1984). Το φύλο στο
οποίο οι γονείς επενδύουν λιγότερο
είναι πιο επιθετικό με τους ομόφυλούς
του, πεθαίνει νωρίτερα, τείνει να ωριμάσει
αργότερα και είναι πιο αλαζονικό σε
σχέση με το φύλο το οποίο χαίρει
μεγαλύτερης επένδυσης. Σε ό,τι αφορά τη
σύναψη σεξουαλικών σχέσεων το ευνοημένο
φύλο παρουσιάζεται πιο υπομονετικό και
σταθερό στις σεξουαλικές του επιλογές
( Clutton-Brock &
Parker, 1992. LeBoeuf,
1974).
Ο
Trivers, αφού διατύπωσε την
θεωρία της γονεϊκής επένδυσης μελετώντας
όλα τα όντα, προέκτεινε τη θεωρητική
του προσέγγιση στο ανθρώπινο είδος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία του, οι
γονείς αρσενικού φύλου συμμετέχουν στη
διαδικασία της γονεϊκής επένδυσης,
δίνοντας προτεραιότητα στην κοινωνική
διαπαιδαγώγηση των παιδιών μέσω μιας
μη συνεχούς συναισθηματικής αλλά κυρίως
υλικής ανατροφής (Hazan &
Diamond, 2000. Lovejoy,
1981). Αντίθετα, οι μητέρες εμφανίζονται
πιο δραστήριες στη συγκεκριμένη
διαδικασία (Low,1989. Munroe
& Munroe ,1997. Quinn,
1997).
Ωστόσο,
οι διαφορές στους ρόλους των δύο γονέων
έρχονται σε αντίθεση με τις φυσιολογικές
λειτουργίες που υπαγορεύουν οι βιολογικές
διαφορές των δύο φύλων. Για παράδειγμα,
οι γυναίκες υποχρεούνται φυσιολογικά
να υποστούν την κύηση και το θηλασμό
προκειμένου να αναπαράγουν, ενώ η συμβολή
του άνδρα περιορίζεται στη συνεισφορά
σπέρματος (Symons, 1979). Οι
φυσιολογικές, λοιπόν, αυτές λειτουργίες
επιβαρύνουν ούτως ή άλλως το γονεϊκό
ρόλο της γυναίκας σε σχέση με αυτόν του
άνδρα και λογικά επιτρέπουν στον δεύτερο
να διαθέτει περισσότερο χρόνο στη
διαδικασία της γονεϊκής επένδυσης.
Από
την οπτική, λοιπόν, της θεωρίας της
γονεϊκής επένδυσης (Trivers,
1972), η παραπάνω ασυμμετρία έχει ως
συνέπεια το φύλο που έχει τις λιγότερες
υποχρεώσεις να παρουσιάζει μεγαλύτερη
ανταγωνιστικότητα με τους ομόφυλούς
του και να είναι λιγότερο επιλεκτικό
ως προς τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον των γονέων
εστιάζεται περισσότερο στη σεξουαλική
συμπεριφορά που πρόκειται να υιοθετήσει
το κορίτσι, με αποτέλεσμα τα αγόρια να
εκδηλώνουν με περισσότερη ελευθερία
τη σεξουαλική τους δράση (Chara
& Kuennen, 1994. Taris
& Semin, 1997). Πολλές έρευνες,
υποστηρίζοντας τα όσα πραγματεύεται η
εν λόγω θεωρία, έχουν δείξει ότι οι
άνδρες αναπτύσσουν μια πιο ριψοκίνδυνη
συμπεριφορά (Daly & Wilson,
1988) και ωριμάζουν αργότερα σε σχέση με
τις γυναίκες (Geary, 1998). Όπως
προκύπτει από τα παραπάνω, σε ό,τι αφορά
τις σεξουαλικές προτιμήσεις οι άνδρες
τείνουν να συνάπτουν βραχυπρόθεσμες
σχέσεις με μεγαλύτερη συχνότητα από
τις γυναίκες (Buss &
Schmitt, 1993. Simpson
& Gagnestad, 1992. Regan,
1998).
Μόλις την
προηγούμενη δεκαετία, οι Buss
και Schmitt (1993) συνεχίζοντας
τη θεωρία της Γονεϊκής Επένδυσης του
Trivers (1972) πρότειναν τη
θεωρία των Σεξουαλικών Στρατηγικών
(Sexual Strategies
Theory). Σύμφωνα με αυτή τη
θεωρία, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες
έχουν κατασκευάσει ένα πολύπλοκο
«ρεπερτόριο» στρατηγικών ζευγαρώματος
(mating strategies).
Mία από αυτές τις στρατηγικές
αναφέρεται στη σύναψη μακροχρόνιων
σχέσεων, οι οποίες σημαδεύονται από
έντονη συναισθηματική επένδυση, ενώ
μια άλλη στρατηγική αναφέρεται στη
σύναψη βραχυπρόθεσμων σχέσεων. Ανάμεσα
στις δύο προαναφερθείσες ακραίες
στρατηγικές απλώνεται ένα φάσμα
στρατηγικών σύναψης σχέσεων, που αφορά
σε σχέσεις μέτριας χρονικής διάρκειας
και συναισθηματικής επένδυσης. Η επιλογή
μίας ή ο συνδυασμός κάποιων από τις
σεξουαλικές στρατηγικές, που πραγματοποιεί
το άτομο, επηρεάζεται από μια σειρά
παραγόντων, όπως: οι ευκαιρίες που του
παρουσιάζονται, οι γονεϊκές επιρροές,
οι πολιτιστικές αξίες και νόρμες κ.α.
(Buss, 1994. Gangestad
& Simpson, 2000. Schmitt,
2003).
Παρόλο,
βέβαια, που η θεωρία των σεξουαλικών
στρατηγικών παρουσιάζει και τα δύο φύλα
να διαθέτουν εξίσου μέσα στο προαναφερθέν
«ρεπερτόριό» τους στρατηγικές για όλα
τα είδη σχέσεων, παρατηρούνται
αξιοσημείωτες διαφορές στις επιλογές
των ανδρών και των γυναικών. Για
παράδειγμα, διαφέρουν ιδιαίτερα οι
προτιμήσεις των δύο φύλων αναφορικά με
την επιλογή συντρόφου. Συγκεκριμένα,
οι άνδρες δίνουν προτεραιότητα σε
σημάδια που σχετίζονται με τη γονιμότητα
και την αναπαραγωγή, που αφορούν κυρίως
στη νεότητα και τη φυσική παρουσία, ενώ
οι γυναίκες εστιάζουν το ενδιαφέρον
τους στο κοινωνικό γόητρο και την
ωριμότητα του συντρόφου (Buss
& Schmitt,1993. Ellis,
1992).
Επίσης,
σύμφωνα πάντα με τη θεωρία των σεξουαλικών
στρατηγικών, και τα δύο φύλα αναζητούν
τη σύναψη βραχυπρόθεσμων σχέσεων σε
περιορισμένα πλαίσια αλλά για διαφορετικούς
λόγους. Οι επιταγές που προκύπτουν από
τη γονεϊκή επένδυση δεσμεύουν τις
γυναίκες, με αποτέλεσμα να μην βρίσκουν
ιδιαίτερους λόγους για σύναψη
βραχυπρόθεσμων σχέσεων, ενώ οι άνδρες
δεσμεύονται κυρίως από μια λανθάνουσα
πίεση επιλεκτικότητας, εξαιτίας του
αναπαραγωγικού τους συστήματος (Bjorklund
& Shackelford, 1999). Μελετώντας,
λοιπόν, κανείς τις δυνατότητες που
δίνουν οι γενετικοί αναπαραγωγικοί
μηχανισμοί των δύο φύλων, καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι οι ωφέλειες που προκύπτουν
από τη σύναψη πολλαπλών σεξουαλικών
σχέσεων είναι περισσότερες για τους
άντρες παρά για τις γυναίκες (Bateman,
1948. Symons, 1979).
Οι
στρατηγικές σύναψης βραχυπρόθεσμων
σεξουαλικών σχέσεων των δύο φύλων
μοιάζουν να διαφέρουν εξαιτίας των
διαφορετικών σχεδιασμών που πηγάζουν
από ψυχολογικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα,
οι άνδρες διαθέτουν μεγαλύτερη επιθυμία
για πολυγαμία, προσαρμόζονται πιο εύκολα
και γρήγορα σε μια νέα σχέση και έχουν
τη τάση να είναι πιο δραστήριοι μέσα σε
βραχυπρόθεσμες σχέσεις σε σύγκριση με
τις γυναίκες (Buss &
Schmitt, 1993). Τα προαναφερθέντα,
λοιπόν, στοιχεία της ανδρικής ψυχολογίας
είναι αυτά που καθιστούν τους άνδρες
ικανούς να προσαρμόζονται σε συχνή
εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.
Τα πορίσματα
της θεωρίας των σεξουαλικών στρατηγικών,
που αφορούν στις διαφυλικές διαφορές
ως προς την επιθυμία για σεξουαλική
ποικιλία, επαληθεύουν τόσο τη θεωρία
της γονεϊκής επένδυσης (Trivers,
1972), όσο και τις άλλες πλουραλιστικές
θεωρίες που μελετούν τις στάσεις που
υιοθετεί το άτομο προκειμένου να συνάψει
σεξουαλικές σχέσεις (Gangestad
& Simpson, 2000). Γενικότερα,
πάντως, το ενδιαφέρον που προκύπτει από
τη μελέτη των ψυχολογικών θεωριών έχει
οδηγήσει πολλούς ερευνητές να στραφούν
στη διεξαγωγή ερευνών γύρω από τη
σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου.
Απόσπασμα από την διπλωματική εργασία
της
της
Μοσχοβάκου Ναυσικάς
με Θέμα:
« Ψυχοκοινωνιολογικοί
παράγοντες που επηρεάζουν τις στάσεις
σεξουαλικής συμπεριφοράς του ατόμου»
πίνακας: Paul Delvaux
Σχόλια