Διαμεσολάβηση και οικογένεια, ή η Οικογένεια διαμεσολαβητής


διαμεσολάβηση 2

Οριοθέτηση του αντικειμένου

Στο προηγούμενο άρθρο μιλήσαμε γενικά για την διαμεσολάβηση και το ρόλο του διαμεσολαβητή, σε αυτό θα επικεντρωθούμε στην διαμεσολάβηση σαν οικογενειακή λειτουργία. Κατ' αρχάς καλό είναι να γνωρίζουμε ότι σε μια ευρύτερη διάσταση της έννοιας της διαμεσολάβησης, όλοι είμαστε διαμεσολαβητές του “άλλου” στην σχέση του με τον κόσμο, καθώς και οι “άλλοι” γίνονται διαμεσολαβητές για εμάς. Όλοι παρέχουμε μέσα από την σχέση μας με τον “άλλον”, ένα τρόπο να βλέπει και να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μέσα από εμάς, καθώς και εμείς μέσα από αυτόν. Όλοι αποτελούμε τον συμφιλιωτικό παράγοντα για τον “άλλον” με τον κόσμο, καθώς αντιπροσωπεύουμε ένα κομμάτι του. Η επαφή του μαζί μας, ή η δικιά μας μαζί του αποτελεί τον διακανονιστικό παράγοντα με τα άλλα του κομμάτια.

Η διαμεσολάβηση, ποιο γενικά, αποτελεί το περιεχόμενο των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των υποκειμένων. Επίσης αποτελεί το περιεχόμενου ενός διαλόγου όπου το κάθε μέλος λειτουργεί σαν διαμεσολαβητής για την δημιουργία νοήματος και κατανόησης της πραγματικότητας για το άλλο. Η δημιουργία νοήματος δεν είναι μια ατομική διαδικασία αλλά μια διαδικασία της σχέσης με τον “άλλον”, έτσι χωρίς την διαμεσολάβηση κάποιου ανάμεσα σε εμένα και την πραγματικότητα δεν υπάρχει η κατανόηση της. Με τον ίδιο τρόπο η παρουσία του “άλλου” μεσολαβεί για την κατανόηση του ίδιου μου του εαυτού. Δηλαδή τον “άλλο” σαν διάμεσο δεν τον έχω ανάγκη μόνο στην σχέση μου με τον κόσμο, αλλά και στην σχέση μου με τον εαυτό μου.

Στο επίπεδο των αλληλεπιδράσεων η σημασία της διαμεσολάβησης είναι τεράστια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αλληλεπίδραση και η διαμεσολάβηση ταυτοποιούνται αλλά υπάρχει μια βασική διαφορά όσο αναφορά τον βαθμό επίδρασης και την ισχύ των υποκειμένων της αλληλεπίδρασης, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε διαμεσολάβηση. Στην αλληλεπίδραση θεωρούμε ότι τα δύο μέλη το ένα επιδρά επί ίσοις όροις προς το άλλο, στην περίπτωση όμως της διαμεσολάβησης το ένα φαίνεται ότι αναλαμβάνει το άλλο και η επίδραση είναι μεγαλύτερη, καθορίζοντας σε πρακτικό, διανοητικό καθώς και συναισθηματικό επίπεδο την σχέση του άλλου μέλους με την πραγματικότητα, αλλά και τον εαυτό του. Μια τέτοια διάσταση της διαμεσολάβησης μπορούμε να την συναντήσουμε στις παιδαγωγικές καταστάσεις όπου η διαφορά δυναμικού των μελών της σχέσης είναι καθορισμένες από το ρόλο που έχει ο καθένας μέσα σε αυτές, όπως και στις οικογενειακές.

Στην περίπτωση της εκπαίδευσης λοιπόν, είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, ένα δάσκαλος ή καθηγητής είναι, από την φύση του επαγγέλματός του, ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στο “παιδί” και την πραγματικότητα, ανάμεσα σε αυτό και την γνώση. Άρα και στην περίπτωση της οικογένειας - στο βαθμό που έχουμε δεχτεί ότι κάθε γονέας είναι εν δυνάμει παιδαγωγός - μπορούμε να μιλήσουμε, για μια παιδαγωγικά διαμεσολαβητική σχέση. Δηλαδή κάθε γονέας σαν παιδαγωγός, διαμεσολαβεί ανάμεσα στο παιδί του και την πραγματικότητα που σημαίνει το σύνολο των μορφών που μπορούν να πάρουν οι ενέργειες βοήθειας μέσα στην οικογένεια προς το υποκείμενο - που στην περίπτωσή μας είναι το “παιδί” - με σκοπό την ανάπτυξη της χειραφέτησης του.

Διαμεσολάβηση και οικογένεια

Η διαμεσολάβηση σαν οικογενειακή λειτουργία μέσα και έξω από την οικογένεια είναι φυσιολογική και θεωρείται ότι επιτελείται πάντα με στόχο την βοήθεια του υποκείμενου, έτσι ώστε να φαίνεται παράλογο ότι μπορεί να αναφερθεί σαν στοιχείο που κάνει το αντίθετο, δηλαδή εμποδίζει και δεν βοηθάει. Ότι, τόσο στην μια όσο και στην άλλη μορφή της, στόχο έχει πρώτα την εύρυθμη και αρμονική λειτουργία της οικογένειας και μετά την επιτυχέστερη κοινωνικοποίηση των μελών της.

Από την στιγμή του ερχομού, για να μην πούμε της σύλληψης, ο γονέας γίνεται ένας μεσολαβητής ανάμεσα στο παιδί του και τον κόσμο. Ο ρόλος του αυτός είναι αναγκαίος και ουσιαστικός τόσο στην οργανική και ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη όσο και την εξέλιξη του παιδιού σαν υποκείμενο στην σχέση του με τον κόσμο, δηλαδή στην κοινωνικοποίησή του. Ο πρώτος διαμεσολαβητής, θα λέγαμε είναι η μητέρα, Αυτή με το σώμα της αλλά και την εν γένει παρουσία της εισάγει το παιδί στην κοινωνικότητα στην σχέση με τον “άλλον”. Μετά έρχεται ο πατέρας. Ωστόσο και οι δύο γονείς, όπως και τα μεγαλύτερα αδέλφια, λειτουργούν από μια στιγμή και μετά σαν διαμεσολαβητές με την πραγματικότητα, εφόσον η πραγματικότητα διαμορφώνεται από την δική τους παρουσία.

Η διαμεσολάβηση σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης λειτουργεί μόνο μέσα από την παρουσία τους. Επίσης το ίδιο το βρέφος την θέτει σε λειτουργία αυτόματα με σκοπό την “χρησιμοποίηση” του γονέα τόσο σαν εξωτερικό, όσο και σαν εσωτερικό διαμεσολαβητικό αντικείμενο στην σχέση του με τον κόσμο σύμφωνα με τον Βίννικοτ.

Δηλαδή ο γονέας διαμεσολαβεί τόσο με την σύνδεση του παιδιού με τον “έξω” κόσμο, την πραγματικότητα όσο και με τον “μέσα”, δηλαδή την διαμόρφωση του εσωτερικού του κόσμου σαν εσωτερικευμένο αντικείμενο. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε, νομίζω σε αυτό το σημείο είναι ότι, ο “έξω” κόσμος που εμφανίζεται στο παιδί μέσω της διαμεσολάβησης είναι ένα κόσμος που διαμορφώνεται και προσφέρεται από τον διαμεσολαβητή. Δηλαδή η νοηματοδότηση του κόσμου είναι καθορισμένος από τον τρόπο που ο διαμεσολαβητής τον διαμορφώνει Με τον ίδιο τρόπο ο διαμεσολαβητής επηρεάζει και την διαμόρφωση του “εσωτερικού” κόσμου του “παιδιού”. Στην ουσία λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια πραγματικότητα “εσωτερική”, και “εξωτερική”, η οποία στην παιδική ηλικία της ζωής του υποκειμένου διαμορφώνεται από τον διαμεσολαβητή.

Έτσι αν π. χ. μια μητέρα έχει φοβίες ο τρόπος με τον οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στο παιδί του και την πραγματικότητα εμπεριέχει τον φόβο της διαμορφώνοντας την πραγματικότητα μέσα από αυτόν τόσο σαν εξωτερικό αντικείμενο (φοβάται τα σκυλιά στο δρόμο) όσο και σαν εσωτερικό βλέπει (στο όνειρό του να τον κυνηγούν σκυλιά). Άρα η έννοια, αλλά και η κατάληξη της διαμεσολάβησης εξαρτάται από τον διαμεσολαβητή και τον τρόπο λειτουργίας του. Ερχόμενοι τώρα στον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας παρατηρούμε ότι η διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα εσωτερικά στις σχέσεις των μελών της και εξωτερικά στην σχέση τους με τον εξωτερικό κόσμο. Πιο αναλυτικά, στην οικογένεια η διαμεσολάβηση εκφράζεται σε τρία επίπεδα:

α)Πρώτα Η διαμεσολάβηση μέσα στην οικογένεια είναι αυτή που εκφράζεται ανάμεσα στο μέλη της οικογένειας, οπότε ο μεσολαβητής μπορεί να είναι ένα μέλος της οικογένειας και συνήθως παρατηρούμε ότι είναι η μητέρα.

β) Δεύτερον διαμεσολάβηση με τον “έξω” κόσμο η οποία εκφράζεται σαν ανάγκη ανάμεσα στα μέλη και την εξωτερική πραγματικότητα που “απειλεί” την ίδια και τα μέλη της. Σε αυτήν σαν μεσολαβητής μπορεί να είναι τόσο οι γονείς όσο και τα “μεγαλύτερα” η “ικανότερα” παιδιά.

γ) Αυτές η δύο μορφές μεσολαβήσεων μας οδηγούν σε μια άλλη στη διαμεσολάβηση με τον εαυτό. Αυτή έχει σχέση με τον εαυτό, δηλαδή ο γονέας γίνεται διαμεσολαβητής στην σχέση με του “παιδιού” με τον εαυτό του.

Η διαμεσολάβηση μέσα στην οικογένεια

Η διαμεσολάβηση μέσα στην οικογένεια εκφράζεται με την μορφή οργάνωσης της οικογένειας το οποίο καθορίζει την θέση και την λειτουργία του κάθε μέλους μέσα σε αυτή. Κοινωνικά μπορεί να έχουν οριστεί οι ρόλοι μέσα στην οικογένεια όπως ο “πατέρας”, η “μητέρα”, τα “παιδιά”, αλλά σε κάθε οικογένεια σύμφωνα με την μορφή λειτουργίας της καθορίζεται το ποσοστό διαμεσολάβησης του κάθε ρόλου προς τα άλλους. Η κατάσταση αυτή προσφέρει καινούργιες ιδιότητες στο ρόλο του κάθε μέλους που μπορεί να διαφοροποιούνται από τους γενικά καθορισμένους κοινωνικούς ρόλους. Οι ιδιότητες του ρόλου διαμορφώνουν το πεδίο ελευθερίας κινήσεων του απέναντι στους άλλους. Βέβαια οι ουσιαστικοί διαμεσολαβητικοί ρόλοι είναι αυτοί των γονιών, αλλά και τα “παιδιά” “παίξουν” ένα συνεχές διαμεσολαβητικό τους ρόλο, ο οποίος βοηθάει στην λειτουργία και την ανάπτυξη, ή όχι της οικογένειας.

Η μορφή της διαμεσολάβησης επίσης καθορίζεται από το ποσοστό του άγχους της οικογένειας και τον τρόπο που το διαχειρίζονται οι γονείς. Μιλώντας για το οικογενειακό άγχος θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή ότι, ξέχωρα από τα στρεσογόνα κοινωνικά φαινόμενα όπως ο φόβος της ανεργίας, της βίας, της αποτυχίας των μελών της οικογένειας, καταστάσεις που έχουν σαν πηγή εξωτερικά γεγονότα που μπορούν να απειλήσουν την συνοχή της οικογένειας, έχουμε επίσης και εσωτερικά γεγονότα, δηλαδή γεγονότα τα οποία εξαρτώνται από την μορφή των σχέσεων μέσα σε αυτή, αλλά και από την επίκτητη εμπειρία του κάθε γονέα και την αλληλεπίδρασή του με τον άλλον.

Η διαμεσολάβηση λοιπόν στην οικογένεια έχει να κάνει τόσο με το συναίσθημα αλλά όσο και με την πράξη του κάθε μέλους προς τα άλλα μέλη. Εκφράζει την ικανότητα του κάθε μέλους να ορίζει το νοηματικό περιεχόμενο των πράξεων και τις συμπεριφοράς του, όπως καθορίζει την θέση και την ισχύ του. Η διαμεσολάβηση είναι, με άλλο τρόπο η έκφραση της ισχύος του κάθε μέλους. Η ισχύς λόγω της ηλικίας καθώς και λόγω της θέσης δίπλα στα άλλα μέλη. Π. χ. όπως είπαμε ο διαμεσολαβητικός ρόλος της μητέρα είναι μεγαλύτερος από αυτόν του πατέρα λόγω της φύσης της αλλά και του χρόνου παραμονής καθώς και της εγγύτητας δίπλα στα παιδιά

Η διαμεσολάβηση με τον “έξω” κόσμο

Όπως με τις σχέσεις στην οικογένειας το “παιδί” γνωρίζει το εαυτό του και συνκατασκευάζει την ταυτότητα του έτσι και με το κόσμο η συνκατασκευή αυτή συνεχίζεται σε ένα άλλο σημαντικό στάδιο. Η σχέση με τον κόσμο, από την μια εμπεριέχει όλα αυτά που το παιδί έχει “υιοθετήσει” από την σχέση με την οικογένεια και από την άλλη γνωρίζει κάτι καινούργιο το οποίο έρχεται να διαφοροποιήσει την μέχρι τώρα εμπειρία του από αυτή. Για να μπορέσει να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει η διαμεσολαβητική παρουσία του γονέα να αλλάξει μορφή.

Συνήθως η διαμεσολαβητική στάση των γονέων αποτελεί ένα χαρακτηριστικό του ρόλου τους και εκφράζεται στην σχέση του παιδιού με τον κόσμο. Η θέση αυτή εμπεριέχει το άγχος του στην προσπάθεια απομάκρυνσης του "παιδιού" και αντιμετώπιση του περιβάλλοντος εκτός του προστατευτικού χώρου της οικογένειας.

Ο γονέας λοιπόν, φαίνεται ότι καταλαμβάνεται από το άγχος για την μορφή σχέσης του “παιδιού” με το περιβάλλον εκτός οικογένειας, όπως τον καταλαμβάνει και το άγχος για το μέλλον του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θεωρεί αναφέρετο δικαίωμα το να επέμβει και να προσπαθήσει να διευθετήσει την σχέση του “παιδιού” με το κόσμο σαν μεσολαβητής. Αν τον ρωτήσεις γιατί επεμβαίνει, θα απαντήσει πολύ σωστά, για να το βοηθήσει. Να το βοηθήσει στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, δημιουργώντας ένα όριο προστασίας ανάμεσα σε αυτό και την ζωή, ανάμεσα σε αυτό και την κοινωνία.

Το άγχος όμως αυτό μπορεί να οδηγήσει τον γονέα σε συμπεριφορές οι οποίες συχνά “παραβιάζουν” το παιδί. Ενεργεί ορμώμενος περισσότερο από το δικό του συναίσθημα και επιθυμία μην υπολογίζοντας την δική του. Γίνεται ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε αυτό και την κοινωνία με τρόπο προστατευτικό, αμυντικό θέλοντας να αποφευχθεί το χειρότερο. Το χειρότερο όμως, μπορεί να αποτελεί περιεχόμενο μόνο της σκέψης και του συναισθήματος του και να μην αντιπροσωπεύει το παιδί. Δυστυχώς με την στάση του μεταβιβάζει το άγχος που τον κατέχει. Η διαδικασία αυτή εκφράζει σε ένα πρώτο επίπεδο την συναισθηματική διαμεσολάβηση του γονέα ανάμεσα στο παιδί και το κόσμο και μετά έπεται η πρακτική. Δηλαδή η διαμεσολάβηση μπορεί και λειτουργεί σαν ένα θυμικό πεδίο που απορρέει από την σχέση του γονέα με το κόσμο με το οποίο ο γονέας θέλει να “ντύσει” το παιδί του για να το προστατεύσει από αυτό, αποτρέποντας το να πράξει αυτό που σκέπτεται.

Η διαμεσολάβηση, όπως είπαμε, υπήρχε από την στιγμή που γεννήθηκε το “παιδί”. Υπάρχει με πολλές μορφές μέχρι την ενηλικίωση του, ίσως και μέχρι τον θάνατο του γονέα ίσως και μετά από αυτόν. Η παρουσία της δικαιολογείται από την φυσική και ψυχική ανεπάρκεια του “παιδιού” στην παιδική και εφηβική ηλικία. Τότε η διαμεσολάβηση είχε ένα ρόλο προστατευτικό, συμβουλευτικό και γενικά παιδαγωγικό. Ήταν κάτι αναγκαίο που βοηθούσε την ομαλή ανάπτυξη της σχέσεις του παιδιού με τον κόσμο. Ακόμα όμως και σε αυτή την φάση, η διαμεσολάβηση χρειάζεται να αλλάζει ακολουθώντας ή μάλλον μεταβάλλοντας την παρουσία της ανάλογα με το ποσοστό ανάπτυξης του παιδιού, όπου σήμαινε ανάπτυξη και της διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση πρέπει να λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα με την ανάπτυξη του “παιδιού”. Δηλαδή όσο μεγαλώνει το “παιδί” τόσο αυτή μικραίνει. Αναπτύσσεται μικραίνοντας!! Μικραίνοντας τον προστατευτικό και το συμβουλευτικό της ρόλο.

Δυστυχώς, ή ευτυχώς οι συμβουλές τελειώνουν. Τελειώνουν σαν διαδικασίες μετάδοσης γνώσης. Το μόνο που μπορούν να προσφέρουν από μια στιγμή και μετά είναι η ανεπάρκεια. Την ανεπάρκεια του γονέα αλλά και την ανεπάρκεια του “παιδιού”. Από ένα σημείο και μετά η διαμεσολάβηση παράγει σαν διαδικασία την ανεπάρκεια. Φαίνεται ότι τρέφεται από αυτή και την τρέφει.

Εάν και μετά την ενηλικίωση η διαμεσολάβησης συνεχίζει να υφίσταται με τον ίδιο τρόπο καθορίζει την σχέση του “παιδιού” με την κοινωνία και δεν του επιτρέπει την κατευθείαν επαφή μαζί της. Έρχεται να διαμόρφωση την σχέση του “παιδιού” με την κοινωνία με τέτοιο τρόπο ώστε να μην του επιτρέψει να την γνωρίσει. Η μορφή της τελικά όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά ενώ φαίνεται ότι λύνει προβλήματα στην ουσία δημιουργεί καινούργια και μάλιστα πιο σοβαρά.

Πρέπει να έχουμε στο μυαλό ότι κάθε πρόβλημα έχει τη συναισθηματική και τη πρακτική του πλευρά. Το πρόβλημα της ανεργίας π. χ. που συναντάει ένα “παιδί” στην ζωή του, από την μια το χαρακτηρίζει η έλλειψη χρημάτων και από την άλλη η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό. Ενώ το πρώτο ( εργασία) μπορεί να είναι στιγμιαίο, το δεύτερο (εμπιστοσύνη) γίνεται διαχρονικό. Ενώ το πρώτο έχει σχέση με την κοινωνία, το δεύτερο έχει σχέση με τον εαυτό. Εκείνο λοιπόν που δεν καταλαβαίνουν οι γονείς είναι ότι, όταν συνεχίζουν να μεσολαβούν βοηθώντας πρακτικά το παιδί τους, στο συναισθηματικό επίπεδο, όχι μόνο δεν βοηθάνε αλλά δημιουργούν, κτίζουν το πρόβλημα εμπιστοσύνης στον εαυτό. Έτσι λοιπόν η πράξη διαμεσολάβησης μπορεί να γίνει μια πράξη υποβίβασης του “παιδιού” σε διανοητικό συναισθηματικό αλλά και πρακτικό επίπεδο.

Η διαμεσολάβηση με τον εαυτό

Όπως είπαμε η διαμεσολάβηση από ένα σημείο και μετά όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά ενώ φαίνεται ότι λύνει προβλήματα στην ουσία δημιουργεί καινούργια και μάλιστα πιο σοβαρά. Δηλαδή δημιουργεί προβλήματα στην σχέση του “παιδιού” με τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει διότι η μεσολαβητική παρουσία του γονέα δεν επιτρέπει ή και αλλοιώνει την σχέση του με τον κόσμο. Όσο αυτή η σχέση εμποδίζεται τόσο εμποδίζεται η ανάπτυξη της γνώσης της πραγματικότητα μέσα από την οποία προβάλει η γνώση του εαυτού. Η σχέση του “παιδιού” με τον κόσμο είναι αποκαλυπτική διότι βοηθάει στην αποκάλυψη του ίδιου του εαυτού. Δηλαδή των ικανοτήτων του, των πρωτοβουλιών, και του ρίσκου που μπορεί να πάρει στην σχέσεις που καλείται να συνάψει.

Η διαμεσολάβηση δεν βοηθάει στην ανάπτυξη των ιδιαιτεροτήτων του “παιδιού”. Δεν του επιτρέπει να τις γνωρίσει, να πειραματιστεί, να κάνει λάθος για να βρει το σωστό. Η διαμεσολάβηση του προσφέρει ένα άγχος το οποίο δεν είναι δικό του. Του προσφέρει το άγχος του γονέα. Για το παιδί ο φόβος της επιτυχίας είναι κάτι άλλο από αυτόν του γονέα. Η διαμεσολάβηση δεν του επιτρέπει να τον γνωρίσει και να τον διαχειριστεί... τον τυλίγει ο γονέας με τον δικό του φόβο. Με αυτό τον τρόπο θέλω να τονίσω το γεγονός ότι η διαμεσολάβηση κρύβει την πραγματικότητα του εαυτού και την κάνει πραγματικότητα του γονέα. Θάβει το συναίσθημα κάτω από το κουραστικό φοβικό περιεχόμενο του γονέα, όπου η διαχείριση καθώς και η αυτονόμηση γίνονται μακρινά αγχωτικά τοπία.

Εκείνο που χρειάζεται η διαμεσολάβηση είναι η γνώση των αναγκών του “παιδιού”. Αυτό σημαίνει το πέρασμα σε δεύτερη μοίρα των αναγκών των γονέων για να μπορέσουν να απαλειφθούν τις ανάγκες του. Λαμβάνοντας υπ όψιν τις ανάγκες του “παιδιού” σημαίνει ότι είναι εδώ για αυτό και όχι για τον εαυτό τους. Πολλοί γονείς θα αναρωτηθούν “Γνωρίζει το παιδί τις ανάγκες του; αυτό δεν ξέρει.” Με αυτό το ερώτημα προσδίδουν στον εαυτό τους την ιδιότητα του οδηγητή και όχι του συνοδού. Προτείνουν, δοκιμάζουν , αγχώνονται και απογοητεύονται χωρίς να καταλαβαίνουν ότι σε αυτή την σχέση προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες και όχι του “παιδιού τους. Δηλαδή ο γονέας σαν διαμεσολαβητής πάντα εργάζεται για τον εαυτό του και όχι για το “παιδί”, όσο και αν δεν θέλει να το παραδεχτεί για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να είναι “αντικειμενικός”, και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί και να τιθασεύσει την δική του επιθυμία. Έτσι παρόλο που με την βοήθειά της διαμεσολάβησης το “παιδί” δεν συναντά εμπόδια, εντούτοις το μόνο εμπόδιο που φαίνεται να αναπτύσσεται με την παρουσία της είναι η έλλειψη γνώσης του εαυτού του.

Ο διπλός ρόλος της διαμεσολάβησης στην οικογένεια

Αυτό που καταλαβαίνουμε από όλα τα παραπάνω είναι ότι η απόλυτη και φυσιολογική ανάγκη του υποκείμενου να ανήκει σε μια ομάδα, κάτι που ξεκίνησε από την βρεφική ηλικία και θα συνεχίζεται μέχρι το θάνατό, επιτρέπει την παρουσία της διαμεσολαβητικής λειτουργίας αυτής της ομάδας, η μελών της, σαν στοιχείο που το βοηθάει, ή εμποδίζει στις σχέσεις του εντός και εκτός εκτός της ομάδας. Επίσης καταλαβαίνουμε ότι όπως σε όλα τα θέματα το μέτρο είναι αυτό που μπορεί να ορίσει την θετική η αρνητική επίδραση της διαμεσολάβησης.

Ότι η διαμεσολάβηση στα οικογενειακά πλαίσια μπορεί να αποτελεί το πρόβλημα αλλά και το μέσο επίλυσής του. Που σημαίνει ότι μπορεί να λάβει χώρα για την επίλυση ενός προβλήματος, δηλαδή με την επέμβαση ενός διαμεσολαβητή να δοθεί π. χ. μια λύση, μια διέξοδος σε μια διαφωνία ανάμεσα σε δυο, ΄η περισσότερα πρόσωπα ή αντίπαλες παρατάξεις, αλλά και μπορεί η λειτουργία της να δημιουργήσει πρόβλημα π. χ. Να μην επιτρέψει την κατευθείαν επικοινωνία δύο η περισσοτέρων προσώπων ή αντιπάλων παρατάξεων.

Αυτός ο διπλός ρόλος της διαμεσολάβησης, από την μια σαν πρόβλημα και από την άλλη σαν λύση, μας δείχνει να καταλάβουμε πόσο σημαντική και καθημερινή είναι η παρουσία της στην σχέση του υποκειμένου με τον εαυτό του και με τους άλλους. Πόσο δηλαδή ο προβληματικός τρόπος, ή όχι της λειτουργίας της, στο επίπεδο των σχέσεων, επιτρέπει την δημιουργία μιας συναισθηματικής κατάστασης του υποκειμένου με θετικό ή αρνητικό πρόσημο.

Δηλαδή η διαμεσολάβηση μπορεί να πάρει προεκτάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει πυροδότηση θετικών εξελίξεων για το υποκείμενο δημιουργώντας συνθήκες μεγαλύτερης διαύγειας για τις καταστάσεις στις οποίες είναι εμπλεκόμενο με τα μέλη της ομάδας όπως η οικογένεια, ή αντιθέτως να γίνει εμπόδιο στην συνειδητοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών του, καθώς και της θέσης του ανάμεσα στους άλλους.

Το πότε βοηθάει, η εμποδίζει στα οικογενειακά πλαίσια καθορίζεται από την μορφή της διαμεσολάβησης σαν διαπραγμάτευση και τον τρόπο με τον οποίο επεμβαίνει ο διαμεσολαβητής.

Κερεντζής Λάμπρος

στο επόμενο Ο Γονέας-διαμεσολαβητής.

πίνακας: Pablo Picasso,

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα