Κλωντ Λέβί Στρως : Οι βασικοί άξονες της σκέψης του
* Είστε ο συγγραφέας ενός αξιοσημείωτου σε όγκο έργου, που χαίρει αναγνώρισης σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκείνοι που γνωρίζουν το όνομά σας είναι πολύ περισσότεροι από εκείνους που είναι εξοικειωμένοι με τη δουλειά σας. Έτσι, εκ μέρους του μεγάλου σας διεθνούς κοινού, θα θέλαμε να σας υποβάλουμε μερικά βασικά ερωτήματα, για τα κομβικότερα στοιχεία της σκέψης σας. Πείτε μας, καταρχάς, ορισμένα πράγματα για τη σταδιοδρομία σας, τα πρώτα χρόνια.
Ως συγγραφέας, η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα κάπως αργά. Η σταδιοδρομία μου είχε τις διακυμάνσεις της. Εκκινώντας από τη μελέτη του νόμου στράφηκα στη φιλοσοφία και στη συνέχεια προχώρησα πρώτα στην κοινωνιολογία –πήγα στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, στη Βραζιλία για να διδάξω κοινωνιολογία– και έπειτα στην εθνογραφία. Ξεκίνησα να γράφω μόλις κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν βρήκα καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χρησιμοποίησα, αφενός, κάποιες από τις επιτόπιες έρευνες που είχα κάνει για τους Ινδιάνους Ναμπικουάρα και, αφετέρου, άρχισα τη θεωρητική εργασία μου γράφοντας τις Στοιχειώδεις δομές της συγγένειας.
Τα πρώτα βήματα και η γνωριμία με τον Ρ. Γιάκομπσον
* Αυτή η πρώιμη έρευνα συνοδεύθηκε αναμφίβολα από ανησυχίες…
Θα προτιμούσα να μιλήσω για αβεβαιότητες, παρά για ανησυχίες· θα ήταν ακριβέστερο. Η θεωρητική μου σκέψη είχε πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση που δεν μπορούσα να δω ξεκάθαρα. Κατόπιν, ενώ ήμουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1942, συνάντησα το γλωσσολόγο Ρόμαν Γιάκομπσον και ανακάλυψα ότι αυτές οι ασαφείς ιδέες υπήρχαν υπό τη μορφή ενός σώματος αρχών στη δομική γλωσσολογία. Αμέσως ένιωσα καθησυχασμένος.
Εκείνη την εποχή, διδάσκαμε κι οι δυο στη Νέα Σχολή για την Κοινωνική Έρευνα (New School for Social Research) στη Νέα Υόρκη, ένα είδος πανεπιστημίου στην εξορία που είχε ιδρυθεί από γαλλόφωνους πρόσφυγες διανοητές. Παρευρισκόμασταν ο ένας στις παραδόσεις του άλλου. Βρήκα στη διδασκαλία του Γιάκομπσον τον ερμηνευτικό οδηγό που χρειαζόμουν. Με ενθάρρυνε, και επιπλέον με ώθησε να προχωρήσω περαιτέρω με τις παραδόσεις μου για τη συγγένεια.
* Παραδόσεις που οδήγησαν σε ένα βιβλίο…
Ναι, το πρώτο σημαντικό βιβλίο μου, Οι στοιχειώδεις δομές της συγγένειας· αυτή ήταν και η διδακτορική διατριβή μου.
* Ποιες αντιστοιχίες βρήκατε ανάμεσα στη γλωσσολογία του Γιάκομπσον και την εθνογραφική έρευνα που διεξαγάγατε στη συνέχεια; Η γλωσσολογία και η εθνογραφία είναι δύο πολύ διαφορετικά επιστημονικά πεδία.
Οι διαφορές είναι τεράστιες. Σε καμία περίπτωση δεν προσπαθούσα να μεταφέρω μηχανικά στην εθνολογία ό,τι ίσχυε στη γλωσσολογία. Επρόκειτο, μάλλον, για θέμα της ίδιας συνολικής έμπνευσης — με το πολύ ξεκάθαρο συναίσθημα, όμως, ευθύς εξαρχής, ότι βεβαίως και δεν μιλούσαμε για τα ίδια πράγματα και ότι δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε με τον ίδιο τρόπο για διαφορετικά πράγματα. Αλλά η γλωσσολογία μού επιβεβαίωσε δύο σημεία, που μέχρι τότε μόνο αόριστα είχα συνειδητοποιήσει.
Πρώτον, ότι για να κατανοήσει κανείς τα πολύ σύνθετα φαινόμενα είναι σημαντικότερο να εξετάσει τη μεταξύ τους σχέση, παρά να μελετήσει το καθένα ξεχωριστά. Το δεύτερο είναι η έννοια του φωνήματος, όπως αναπτύχθηκε από τον Γιάκομπσον. Τα φωνήματα είναι διακριτοί ήχοι όπως το ε, τ, κ, α, β, γ, οι οποίοι δεν δηλώνουν τίποτα από μόνοι τους. Ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται για να δημιουργήσουν λέξεις είναι αυτό που καθιστά δυνατά τα διαφορετικά νοήματα: το μ και το κ δεν σημαίνουν τίποτα, αλλά διαφοροποιούν την κνήμη από τη μνήμη.
Αυτή η ιδέα μου φάνηκε εξαιρετικά γόνιμη. Και πάλι, βέβαια, δεν επρόκειτο για σύγκριση εθνολογικών γεγονότων με φωνήματα, αλλά για πραγματικότητες μιας διαφορετικής τάξης. Όταν ωστόσο προσπάθησα, για παράδειγμα, να καταλάβω την εξαιρετική και προφανώς αυθαίρετη ποικιλομορφία των εθιμικών κανόνων του γάμου που επικρατούν σε μια δεδομένη κοινωνία, δεν αναρωτήθηκα για το ίδιο πράγμα που αναρωτιόνταν οι άνθρωποι μέχρι τότε: τι σημαίνει, δηλαδή, μέσα στη συγκεκριμένη κοινωνία από μόνος του αυτός ο εθιμικός κανόνας. Αντίθετα, θεώρησα ότι δεν σήμαινε τίποτα από μόνος του, αλλά ότι ο τρόπος με τον οποίο όλοι οι εθιμικοί κανόνες συνδυάζονταν, αντιθετικά ή παρατακτικά, ήταν ένας τρόπος έκφρασης ορισμένων σημασιοδοτήσεων. Παραδείγματος χάριν, οι συγκεκριμένοι εθιμικοί κανόνες χρησίμευσαν στο να μορφοποιούν ή να κινητοποιούν κύκλους ανταλλαγής μέσα στην κοινωνική ομάδα. Κύκλοι ανταλλαγής που έχουν οι ίδιοι σημασία και ποικίλλουν από κοινωνία σε κοινωνία.
Μια νέα μέθοδος
* Πώς θα συνοψίζατε αυτήν τη νέα μέθοδο;
Ας πούμε ότι σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες υπάρχουν σύνολα πρώτης τάξης — μερικά από αυτά είναι η γλώσσα, η συγγένεια, η θρησκεία και ο νόμος. Στα πρώτα στάδια της έρευνας, είναι ίσως σοφό να θεωρηθούν ως χωριστές μονάδες. Αλλά σε ένα προχωρημένο στάδιο πρέπει να θέσει κανείς το ερώτημα ποια σχέση μπορεί να υπάρξει μεταξύ αυτών των μονάδων και των πιο σύνθετων, δεύτερης τάξης, μονάδων, που συγκροτούν όταν συνδυάζονται. Έτσι, βαθμιαία φθάνουμε στην ιδέα του «ολικού κοινωνικού γεγονότος», όπως διατυπώνεται από τον Γάλλο κοινωνιολόγο και ανθρωπολόγο Μαρσέλ Μως. Περιλαμβάνει ποικίλες αναπαραστάσεις ταυτόχρονα γλωσσικές, νομικές, θρησκευτικές και ούτω καθεξής.
* Αυτό όμως μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία λαμβάνεται ως σύνολο;
Αρχικά ναι. Αλλά αργότερα προσπαθεί κανείς να καταλάβει τους συσχετισμούς και τις αντιθέσεις που μπορούν να υπάρξουν μεταξύ γειτονικών ή απομακρυσμένων κοινωνιών.
* Έχετε γράψει περί «θερμών» και «ψυχρών» κοινωνιών, για να διαφοροποιήσετε τις κοινωνίες με ιστορική προοπτική από τις στατικές κοινωνίες.
Πρόκειται για θεωρητικούς πόλους. Όλες οι κοινωνίες, στην πραγματικότητα, είναι τοποθετημένες κατά μήκος ενός φάσματος. Οι αποκαλούμενες πρωτόγονες κοινωνίες δεν είναι καθόλου πρωτόγονες. Το ιδανικό τους είναι να μην αλλάζουν, να παραμείνουν στην κατάσταση που τις έφτιαξαν οι θεοί τους στην αρχή του χρόνου. Φυσικά, δεν το καταφέρνουν. Υπάρχουν εντός της Ιστορίας. Ωστόσο, έχουν μια τάση να εξουδετερώνουν τις αλλαγές, να διατηρούν μια ιδανική κατάσταση, όπως αυτή αντιπροσωπεύεται από τους μύθους. Από την άλλη, στις κοινωνίες που έχω αποκαλέσει «θερμές» προσπαθούμε να ορίσουμε τον εαυτό μας σε αντίθεση με τους προγόνους μας. Η αλλαγή είναι έτσι γρηγορότερη. Δεν γνωρίζουμε μόνο την ύπαρξη της Ιστορίας, αλλά επιθυμούμε με τη γνώση που διαθέτουμε για το παρελθόν μας να ανακατευθύνουμε το μέλλον, να νομιμοποιήσουμε ή να επικρίνουμε την εξέλιξη της κοινωνίας μας. Η Ιστορία για μας είναι στοιχείο της ηθικής μας συνείδησης.
Η έννοια του μύθου
* Μπορείτε να μας ορίσετε την έννοια του μύθου, όπως την παρουσιάζετε στο έργο σας Μυθολογικά;
Κατά βάση, η έννοια του μύθου είναι πολύ ευέλικτη. Για έναν Ινδιάνο της Αμερικής, ο μύθος είναι μια ιστορία από την εποχή που άνθρωποι και ζώα ήταν ένα. Σκέφτομαι ότι πρόκειται για έναν πολύ καλό ορισμό. Γιατί, παρά τις προσπάθειες της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, καμία κατάσταση δεν μοιάζει τραγικότερη, για την καρδιά και το μυαλό, από αυτή μιας ανθρωπότητας η οποία συνυπάρχει μεν με άλλα έμβια όντα σε μια Γη που μοιράζονται από κοινού, χωρίς όμως να είναι σε θέση να επικοινωνεί με τα όντα αυτά. Οι μύθοι αρνούνται να δουν την ατέλεια αυτή στην πλάση ως κάτι που υπήρχε πάντοτε. Θεωρούν την εμφάνισή της ως το γεγονός που εγκαινίασε την ανθρώπινη κατάσταση. Ο μύθος, σε αντίθεση με την καρτεσιανή προσέγγιση, αρνείται τις διαιρέσεις, δεν δέχεται ποτέ μια μερικευτική απάντηση· επιδιώκει εξηγήσεις που ενσωματώνουν την ολότητα των φαινομένων.
Έχω προσπαθήσει να δω τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μύθοι στη σκέψη των μελών μιας κοινωνίας. Έχω προσπαθήσει να διακρίνω την εσωτερική λογική τους πριν αναρωτηθώ για την κοινωνική λειτουργία τους. Σε όλες τις επιστήμες υπάρχει ένα ερώτημα που θα μπορούσε να οριστεί με βιολογικούς όρους, όπως οι σχέσεις μεταξύ ανατομίας και φυσιολογίας, μεταξύ του τρόπου με τον οποίο ένας οργανισμός δημιουργείται και του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί. Φυσικά, οι μύθοι λειτουργούν μέσα στις κοινωνίες — επιτελούν ένα ρόλο. Αλλά, πριν αναρωτηθώ πώς λειτουργούν είναι απαραίτητο να γνωρίζω πώς φτιάχνονται, να γνωρίζω την ανατομίας τους. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τον Δαρβίνο εάν δεν υπήρχε προηγουμένως ο Κυβιέ. Τα Μυθολογικά μου αντιστοιχούσαν στο στάδιο του Κυβιέ. Επεδίωκα την ανατομία των μύθων.
Πρόοδος και πολιτισμικός σχετικισμός
* Δώσατε δύο διαλέξεις στην Unesco, σε διάστημα είκοσι ετών. Η πρώτη είχε τίτλο «Φυλή και ιστορία», η δεύτερη «Φυλή και πολιτισμός». Είναι ακριβές να πούμε ότι και στις δύο η βασική μέριμνά σας ήταν να συμφιλιώσετε την έννοια της προόδου με την αρχή του πολιτισμικού σχετικισμού;
Η έννοια της προόδου υπονοεί ότι ορισμένοι πολιτισμοί είναι ανώτεροι από άλλους σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, ότι κάποιοι δημιουργούν έργα που άλλοι θα ήταν ανίκανοι να δημιουργήσουν. Σύμφωνα με τον πολιτισμικό σχετικισμό, που είναι μια από τις βάσεις της εθνολογικής σκέψης μου, δεν υπάρχει κανένα απόλυτο κριτήριο για την επίρρωση της άποψης ότι ένας πολιτισμός είναι ανώτερος από κάποιον άλλο. Εάν κάποιοι πολιτισμοί «κινούνται» ενώ άλλοι όχι, αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο ένας είναι ανώτερος από τον άλλο. Συμβαίνει επειδή ιστορικές περιστάσεις οδηγούν στη συνεργασία μεταξύ κοινωνιών που δεν είναι μεν άνισες, αλλά είναι διαφορετικές. Αυτοί οι πολιτισμοί αρχίζουν στη συνέχεια να κινούνται μέσω της αμοιβαίας μίμησης ή αντίθεσης. Γονιμοποιούν και κινητοποιούν ο ένας τον άλλον. Σε άλλες εποχές και τόπους, τυχαίνει οι πολιτισμοί να παραμένουν απομονωμένοι και στατικοί.
* Διαφέρει, η λειτουργία της τέχνης από τον έναν πολιτισμό στον άλλο; Δεν είναι συλλογικότερη στις κοινωνίες που αποκαλείτε «ψυχρές»;
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή η τέχνη σε τέτοιες κοινωνίες συνδέεται στενά με τα συλλογικά πιστεύω. Ο σκοπός της τέχνης σε αυτές τις κοινωνίες δεν είναι η εξατομικευμένη ή η ομαδική απόλαυση. Η λειτουργία της είναι να παρέχει επικοινωνία ανάμεσα στην κοινωνία και έναν υπερφυσικό κόσμο, στον οποίο όλα τα μέλη της πιστεύουν. Η τέχνη, έτσι, στην περίπτωση αυτή επιτελεί μια λειτουργία απολύτως αναγκαία για την ομάδα.
* Μια λειτουργία κοινωνική...
Κοινωνική και θρησκευτική. Όταν η θρησκεία, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις μοιράζονται από το σύνολο μιας ομάδας είναι αδύνατο να διαχωριστούν οι δύο πτυχές.
* Αυτή η λειτουργία έχει πάψει να υπάρχει στις «σύγχρονες» κοινωνίες.
Σκέφτομαι ότι αυτό σχετίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με την εξαφάνιση μιας μεγάλης κοινής πίστης. Οι κοινωνίες μας έχουν χάσει την ικανότητα για μια μεγάλη συλλογική πίστη, μια κοινή ψυχική ανάταση.
* Είναι και αυτό μια εκδήλωση του χωρισμού του ατόμου από τον κόσμο που σημειώνεται στη διάρκεια της Ιστορίας του δυτικού πολιτισμού;
Απομονώνοντας τους ανθρώπους από την υπόλοιπη πλάση, ο δυτικός ατομικισμός τούς στέρησε ένα προστατευτικό τείχος. Μόλις οι άνθρωποι θεωρήσουν ότι η δύναμή τους είναι απεριόριστη, οδεύουν προς την αυτοκαταστροφή. Σκεφτείτε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σκεφτείτε ολόκληρη την ανθρωπότητα σήμερα, τα περιβαλλοντικά προβλήματα.
* Κοιτάζοντας προς τα πίσω, στα πρώτα σας βήματα, πώς κρίνετε τα αποτελέσματα της έρευνάς σας; Πώς βλέπετε τον δρόμο που επιλέξατε;
Θεωρώ ότι πάντοτε έκανα το ίδιο πράγμα, υπό την έννοια ότι προσπάθησα να μελετήσω διαφορετικούς τομείς χρησιμοποιώντας την ίδια προσέγγιση. Άρχισα ενασχολούμενος με τα προβλήματα της οικογένειας και της κοινωνικής οργάνωσης. Κατόπιν το ένα οδήγησε στο άλλο: μου πρότειναν, στην Ecole Pratique des Hautes Etudes στο Παρίσι, μια θέση με αντικείμενο τη θρησκεία των λαών, χωρίς να έχω γράψει κάτι επ’ αυτού. Και έτσι στράφηκα στα ζητήματα της θρησκείας, και ειδικά στη μυθολογία. Τα προς επίλυση προβλήματα ήταν δυσκολότερα από εκείνα της συγγένειας — ένα πεδίο στο οποίο είχε γίνει ήδη πολλή δουλειά, αν και όχι ικανοποιητική κατά τη γνώμη μου. Εκτός από τις εξαιρετικά παλαιές και συγκεχυμένες θεωρίες, που όπως μπορούσε ο καθένας να διαπιστώσει ήταν ξεπερασμένες, οι μύθοι ανήκαν σε ένα, εν πολλοίς, παρθένο πεδίο μελέτης –με εξαίρεση, φυσικά, το πρωτοποριακό έργο του Ζωρζ Ντυμεζίλ, που ερεύνησε το περιορισμένο πεδίο της ινδοευρωπαϊκής μυθολογίας.
Τα προβλήματα τα οποία προέκυψαν από αυτήν τη νέα έρευνα ήταν της ίδιας τάξης με εκείνα που σχετίζονταν με τη συγγένεια. Ακριβώς όπως οι εθιμικοί κανόνες του γάμου διαφορετικών κοινωνιών, που είχα μελετήσει, φαίνονταν αυθαίρετοι, έτσι και οι μύθοι φαίνονταν ακατανόητοι, ακόμα και παράλογοι. Όταν οι μύθοι διαφορετικών, ακόμη και πολύ μακρινών πληθυσμών συγκρίνονται, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά. Αφού προσπάθησα να ενσταλάξω μια κάποια τάξη στο χάος της συγγένειας και των εθιμικών κανόνων του γάμου, θέλησα να κάνω το ίδιο πράγμα για τη μυθολογία, εμπνεόμενος από αρχές που είχα καθορίσει στην αρχή, προκειμένου να προσπαθήσω να κατανοήσω τι σήμαιναν οι μύθοι.
Αυτό το μακροπρόθεσμο σχέδιο μου πήρε είκοσι πέντε χρόνια, λόγω του απέραντου όγκου υλικού που έπρεπε να αφομοιώσω. Η εθνογραφική βιβλιογραφία εμπεριείχε ένα πλήθος μύθων που οι εθνολόγοι είχαν συλλέξει κατά τη διάρκεια ενός αιώνα με αξιοθαύμαστο ζήλο και είχαν μεταγράψει έπειτα σε ένα σώμα δημοσιεύσεων που κανένας δεν είχε χρησιμοποιήσει. Θεώρησα ότι επρόκειτο για μια πηγή υλικού ακόμα πλουσιότερη και από αυτό που διαθέτουμε για την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. «Για δύο χιλιάδες χρόνια», είπα στον εαυτό μου, «οι σχολιαστές μελετούσαν τις πεποιθήσεις των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, χωρίς το θέμα να εξαντληθεί, και ανακαλύπτοντας συνεχώς νέες ερμηνείες». Έτσι, επεδίωξα να εξερευνήσω την ανεξερεύνητη ήπειρο των τεκμηρίων που σχετίζονταν με τη Βόρειο και Νότιο Αμερική. Ελπίζω ότι κατάφερα να δείξω πώς συγκροτήθηκε ο μυθολογικός κόσμος των Ινδιάνων της Αμερικής.
Η συνέντευξη του Claude Levi-Strauss στον Manolio Osorio δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Courier» της Unesco, τον Οκτώβριο του 1990
Μετάφραση: Κατερίνα Λαμπρινού
Αναδημοσίευση από την Αυγή της Κυριακής
Σχόλια