Η παιδική φιλία και το παιχνίδι στη σχολική ηλικία.



 




Η κεντρική κοινωνική σχέση μεταξύ των συνομηλίκων στην διάρκεια της παιδικής ηλικίας είναι η φιλία. Ενώ κατά την προσχολική ηλικία η φιλία των παιδιών είναι συμπτωματική , ασταθής και μεταβαλλόμενη στην διάρκεια της σχολικής ηλικίας η φιλία είναι σχετικά πιο σταθερή , πιο έντονη και υπάρχει η διάθεση για συμμόρφωση στους κανόνες της ομάδας φιλίας.

Πέρα από την καθοριστική διαμορφωτική σχέση με το δάσκαλο, το παιδί της σχολικής ηλικίας δένεται με τους συμμαθητές του και δέχεται την επίδραση τους. Οι μαθητικές συντροφιές ή ομάδες δένουν το παιδί με το σχολείο παρά με τα μαθήματα. Το παιδί σε αυτήν την ηλικία καλύπτει τις συντροφικές του ανάγκες παίζοντας με τους συμμαθητές του. Έτσι στη συνείδηση του η ομάδα
των συνομήλικων αποκτά τεράστιο κύρος και μάλιστα συσπειρώνεται πολλές φορές ενάντια στο δάσκαλο. Η συμμόρφωση στο πνεύμα της ομάδας είναι η πρώτη υποχρέωση του μέλους , ήδη από αυτή την ηλικία. Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί πως το πνεύμα της ομάδας πολλές φορές έρχεται σε αντίθεση με τις σχολικές ή τις οικογενειακές προτροπές και δεν είναι σπάνιο να κυριαρχεί περισσότερο από αυτές πάνω στο παιδί.(ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ,1987)

Οι φίλοι των παιδιών στην διάρκεια της σχολικής ηλικίας είναι οι πιο ισχυροί παράγοντες για την κοινωνικοποίησή τους και , μαζί με τους γονείς τους και τους δασκάλους καθώς επίσης και ουσιαστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Μάλιστα ο Sullivan πίστευε ότι η τάση των παιδιών να επιλέγουν μερικά παιδιά με τα οποία να νιώθουν αυτού του είδους τη στενή συναισθηματική συγγένεια , είναι ο προπομπός στην παιδική ηλικία της ανάγκης για στενές διαπροσωπικές σχέσεις, που θα ονομαστεί έρωτας όταν εμφανιστεί ξανά στην εφηβεία. Διατύπωσε επιπλέον πως η αδυναμία δημιουργίας μιας τέτοιας φιλίας στην παιδική ηλικία δημιουργεί μια
κοινωνική μειονεξία που δύσκολα θεραπεύεται αργότερα. (COLE &COLE , 2002)

Από τα 7 έως τα 12 οι ομάδες φιλίας των παιδιών είναι άτυπες και συμβαίνουν συχνές αλλαγές των μελών τους. Σχεδόν από την ηλικία των 9 ως τα 14 τα παιδιά αρχίζουν να επιδιώκουν τη συμμετοχή τους σε κάτι πιο οργανωμένο και τυπικό. Έτσι εφόσον επιθυμεί να ανήκει σε κάποια ομάδα θα πρέπει να αποδεχτεί τις αξίες και την επίσημη γνώμη της.

Με την ομάδα αυτή των συνομηλίκων το παιδί περνά μεγάλο μέρος της ημέρας παίζοντας. Το παιχνίδι όπως και η αγάπη, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Tyler (1976), αν και αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του παιδιού είναι πολύ δύσκολο να συγκεκριμενοποιηθούν. Το παιχνίδι είναι τόσο πολύπλευρο ως προς τη μορφή του κα τους στόχους του ώστε οποιαδήποτε
προσπάθεια ορισμού θεωρείται ασαφής και ελλιπής. Βασικά στοιχεία του παιχνιδιού είναι η ενδογενής κινητοποίηση, η αυτενέργεια, η ευελιξία, η φαντασία, η φυσική και νοητική δραστηριότητα, η έλλειψη συγκεκριμένων στόχων και η αναζήτηση της ευχαρίστησης. Με αυτή την έννοια το παιχνίδι
μπορεί να οριστεί «ως μια πολύ ενδιαφέρουσα απασχόληση, η οποία περικλείει μέσα της μια ευχάριστη φυσική ή πνευματική προσπάθεια που έχει ως στόχο τη συναισθηματική ευχαρίστηση.( ΤΣΙΑΝΤΗΣ, 1991). Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Solnit (1987) « ενώ όλοι νομίζουμε ότι ξέρουμε τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στο παιχνίδι, στη πραγματικότητα αυτό μπορεί να περιγραφεί καλύτερα από τις λειτουργίες του παρά να οριστεί με έναν κυριολεκτικό ορισμό.»

Η φύση των παιχνιδιών αυτών αλλάζει με την πάροδο της ηλικίας. Τα παιδιά της προσχολικής ασχολούνται κυρίως με φανταστικά παιχνίδια ρόλων. Το φανταστικό παιχνίδι ρόλων βασίζεται στη μίμηση των ρόλων των κυρίαρχων ανθρώπων στη ζωή του παιδιού, της μητέρας , του πατέρα , των αδελφών κλπ. Παρ’ όλο που το παιχνίδι αυτό απαιτεί κάποια συμμόρφωση σε κανόνες
( στο βαθμό που η μίμηση ενός ρόλου απαιτεί κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά ), το παιχνίδι των παιδιών της προσχολικής ηλικίας μπορεί κάθε στιγμή να αλλάξει σύμφωνα με τις επιθυμίες του παίχτη. (ΜΑΝΟΣ , 1986)

Το παιχνίδι είναι αρχικά μοναχικό η παράλληλο και γίνεται κοινωνικό μετά τα τρία χρόνια, όταν η συμβολοποίηση αποκτά ένα ομαδικό νόημα. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν να συνεργάζονται, να αλληλεπιδρούν και να διαπραγματεύονται.

Στη σχολική ηλικία το φανταστικό παιχνίδι ρόλων αντικαθίσταται με το παιχνίδι κανόνων. Το παιχνίδι των παιδιών της σχολικής διέπεται από κανόνες που δεν αλλάζουν από την μια στιγμή στην άλλη. Όταν τα παιδιά της σχολικής ηλικίας αποφασίσουν να παίξουν ένα παιχνίδι συζητούν εκ των προτέρων τους κανόνες και συμμορφώνονται σε αυτούς. Το παιχνίδι των κανόνων απαιτεί από το παιδί να θυμάται τους σκοπούς του παιχνιδιού και να συμμορφώνει την συμπεριφορά του σύμφωνα με τους κανόνες.

Το ομαδικό παιχνίδι και τα παιχνίδια με κανόνες ενισχύουν την ανεξαρτητοποίηση του και την αποδέσμευσή από εξωτερικές μορφές πίεσης. Η οριοθέτηση και η δημιουργία κανόνων από το ίδιο το παιδί αποτελεί προϋπόθεση για την ώριμη αποδοχή εξωτερικά επιβεβλημένων κανόνων. Το παιδί με την αλληλεπίδραση στις διάφορες μορφές παιχνιδιού, μαθαίνει να μοιράζει να ανταλλάζει, να επικοινωνεί, να θέτει και να αποδέχεται κανόνες.

Επίσης, έννοιες όπως αγάπη, μίσος, θυμός, αντιπαλότητα, ζωή, θάνατος, διεκδίκηση, συνεργασία, απώλεια και πολλές άλλες αποκτούν νόημα μέσω του παιχνιδιού.(ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, 2007)

Ο Piaget υποστήριξε ότι η εμφάνιση του παιχνιδιού κανόνων είναι αποτέλεσμα αλλαγών που έχουν επέλθει στην σκέψη των παιδιών της σχολικής ηλικίας, οι οποίες λειτουργούν την περίοδο των συγκεκριμένων λογικών ενεργειών. Πιστεύει ότι , η εξάσκηση σε παιχνίδια κανόνων προετοιμάζει το παιδί να εσωτερικεύσει τους κοινωνικούς κανόνες και να υποτάξει τις προσωπικές του επιθυμίες σε αυτούς. Η ικανότητα αυτή αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό της ηθικής ανάπτυξης του παιδιού.
Σύμφωνα με τον Piaget « Η ηθικότητα είναι ένα σύστημα κανόνων και η ουσία της ηθικότητας βρίσκεται στο βαθμό εκτίμησης που τρέφει το άτομο για τους κοινωνικούς κανόνες. Για παράδειγμα οι κανόνες ενός παιχνιδιού περνούν από την μία γενιά στην άλλη, όπως οι κοινωνικοί κανόνες , και
διατηρούνται μόνο λόγω της εκτίμησης που τα άτομα αισθάνονται για αυτούς.» (ΒΟΣΝΙΑΔΟΥ, 1992)

Ο Μήντ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ομάδα του παιχνιδιού μιας και συμβάλλει στη διαμόρφωση του εαυτού και της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Ο ίδιος διακρίνει το ατομικό από το ομαδικό παιχνίδι. Με το ατομικό παιχνίδι το παιδί παίζει «τους άλλους». Κάνει τον πατέρα, τον γιατρό ή όποιον
άλλο. Με τον τρόπο αυτό μαθαίνει το περιεχόμενο των ρόλων που θα κληθεί το ίδιο να εκπληρώσει σε κάποια μελλοντική στιγμή, αλλά και τους ρόλους των άλλων με τους οποίους θα έρθει σε επαφή δημιουργώντας κοινωνικές σχέσεις. Σημαντικότερο όμως είναι το ομαδικό παιχνίδι μέσα από το οποίο το παιδί θα διαμορφώσει τον ολοκληρωμένο του «εαυτό», θα σχηματίσει δηλαδή το «εμέ». Αυτό ωστόσο θα γίνει με την βοήθεια του γενικευμένου άλλου. Το ομαδικό παιχνίδι δεν είναι μόνο ένα σύνολο ρόλων. Είναι ένα σύνολο οργανωμένων ρόλων. Το ομαδικό παιχνίδι έχει κανόνες. Στο ομαδικό παιχνίδι το παιδί είναι υποχρεωμένο να καθορίζει κάθε στιγμή την στάση του, παίρνοντας υπόψη του τη τάση καθενός και όλων μαζί των παικτών που συνθέτουν την ώρα του παιχνιδιού μια ενότητα. « Προκύπτει τότε ένας άλλος , που συνίσταται από την οργάνωση των στάσεων όσων συμμετέχουν στην ίδια διαδικασία.(ΤΣΑΟΥΣΗΣ, 2001)

Όσο μεγαλώνει το παιδί το παιχνίδι περιορίζεται σταδιακά από την εργασία. Το κύριο χαρακτηριστικό της εργασίας είναι η απαίτηση των άλλων για την ύπαρξη συγκεκριμένων στόχων και η δέσμευση σε αυτούς. Παρά το γεγονός αυτό, το παιδί στην ηλικία αυτή συνεχίζει να ικανοποιεί κάποιες βασικές
ανάγκες , όπως η χαρά για την επιτυχία και η αναγνώριση της ατομικής επίδοσης από την ομάδα. Οι πιο έντονες ερωτικές ορμές ησυχάζουν (περίοδος ανάπαυλας κατά τον Freud ), έτσι ώστε οι δυνάμεις του παιδιού να κατευθυνθούν απερίσπαστα προς την εργασία. Στο βαθμό που η ανάπτυξη του παιδιού γίνεται σε περιβάλλον που του προσφέρει επαρκή βοήθεια και υποστήριξη για την επίλυση των προβλημάτων του και την ενδυνάμωσή της διάθεσης για επίδοση , το παιδί στρέφεται προς την εργασία με το ίδιο κέφι και τον ίδιο αυθορμητισμό όπως και προς το παιχνίδι. ( ULLICH & DITTRICH, 1992)

πηγή:
Α.Τ.Ε.Ι. ΠΑΤΡΩΝ
ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ


ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ
ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ
ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ».


ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ :
ΚΟΡΤΣΑ ΕΦΗ
ΤΖΟΥΓΑΝΑΤΟΥ ΙΩΑΝΝΑ
ΠΑΠΑΛΕΩΝΙΔΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


πίνακας:600 × 451 - art-tielen.eu

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα