Οι ψυχολογικές προσεγγίσεις της βίας




Η ψυχολογική θεώρηση εξετάζει τη βία και την καταστροφικότητα ως εκδήλωση της ψυχικής υπόστασης του ανθρώπου. Οι κατευθύνσεις κινούνται προς δύο θέσεις : την ιδιότητα του ενστίκτου και ( σε αντίθεση με την πρώτη ) την απόδοση της καταστροφικής βίας σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ειδικότερα, ο Freud, στην αρχικές μελέτες του είχε υποστηρίξει ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις στον άνθρωπο είναι δύο κατηγορίες ενστίκτων: το σεξουαλικό ένστικτο (libido) και το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Αργότερα προέβη σε μια βασική αναθεώρηση και προχωρώντας πάλι σε μια διχοτόμηση των ενστίκτων διακρίνοντας: το ένστικτο της ζωής ( έρως ) και το ένστικτο του θανάτου , καταλήγοντας ότι ο άνθρωπος βρίσκεται κάτω από την παρόρμηση είτε να καταστρέψει τον εαυτό του είτε τους άλλους. Η αντίθετη θέση στη θεωρία της συμπεριφοράς, δέχεται πως η συμπεριφορά του ατόμου διαμορφώνεται αποκλειστικά από την επίδραση του περιβάλλοντος, κοινωνικού και πολιτιστικού και όχι από ενδογενείς παράγοντες. Η θεωρία αυτή κάνει χρήση της πειραματικής μεθόδου, καθώς αντικείμενο της ψυχολογίας αποτελεί η συμπεριφορά του ατόμου, η οποία είναι προϊόν εκμάθησης απόλυτα προσδιορισμένη από το περιβάλλον του. 

 Στο πλαίσιο της θεωρίας της συμπεριφοράς, διαμορφώθηκε και μια γενικότερη θεωρία για την προέλευση της βίας και της επιθετικότητας γνωστής ως θεωρία frustration-agression ( ματαίωση / διάψευση - επιθετικότητα ) και όπου ο όρος frustration αποδίδεται είτε ως παρεμπόδιση μιας δραστηριότητας προσανατολισμένης σε ένα σκοπό είτε ως η άρνηση μιας επιθυμίας. Η θεωρία της ματαίωσης - επιθετικότητας ανασκευάστηκε στη βάση της συμπεριφορικής θεωρίας της μάθησης από τον J. Dollard και τους συνεργάτες του. Η θεωρία τους βασίζεται περισσότερο στο λειτουργικό παρά στο βιολογικό μοντέλο και υποστηρίζει ότι η ματαίωση που συνδέεται με την προσπάθεια επίτευξης ενός στόχου οδηγεί στην επιθετικότητα.

Η επαναλαμβανόμενη ματαίωση έχει ως αποτέλεσμα την συσσώρευση της επιθετικής ενέργειας, η οποία πρέπει να αποδεσμευθεί. Η αποδέσμευση της συσσωρευμένης επιθετικής ενέργειας είτε άμεσα μέσω ενεργούς βίας, είτε έμμεσα μέσω έντονων αθλημάτων, λειτουργεί αποκαθαρτικά, δηλαδή ελαττώνει την επιθετική ενόρμηση.

Ο Adorno και οι συνεργάτες του διατύπωσαν την υπόθεση ότι η συσσωρευμένη ματαίωση ευθυνόταν για την επιθετική τάση την οποία εντόπισαν στην αυταρχική προσωπικότητα που προσπάθησαν να περιγράψουν. Ο μηχανισμός του ερεθισμού προς επιθετική συμπεριφορά προσεγγίζει την άποψη που διατύπωσε αρχικά ο Dollard και οι συνεργάτες του το 1939, σύμφωνα με την οποία η εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς ( συμπεριφοράς της οποίας στόχος είναι η πρόκληση βλάβης σε ένα ζωντανό όν ή σε ένα υποκατάστατό του ) είναι προιόν απογοήτευσης (frustration). ς απογοήτευση θεωρείται η ψυχική κατάσταση η οποία προκύπτει όταν παρεμποδίζεται ή αποκλείεται η πραγματοποίηση συνειδητής και σκόπιμης συμπεριφοράς.

Η ματαίωση δεν προκαλεί πάντα επιθετικότητα. Κάποιες ματαιώσεις προκαλούν επιθετικότητα, ενώ κάποιες άλλες όχι. Ο Berkowitz, προσπάθησε να ερμηνεύσει στηριζόμενος στη θεωρία ( της νύξης διέγερσης ,) η οποία αποτελεί τροποποίηση της άποψης περί ματαίωσης επιθετικότητας στο γεγονός ότι οι επιθετικές αντιδράσεις καθοδηγούνται από νύξεις του περιβάλλοντος. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης μια αντίδραση που αμείβεται, έχει την τάση να επαναλαμβάνεται και με τον καιρό να γίνεται συνήθεια.

Προτού επιχειρηθεί μια ανάλυση του μοντέλου της μάθησης και της ( κοινωνικογνωστικής θεωρίας της ηθικής ), σκόπιμη είναι και η παρουσίαση του μοντέλου επικοινωνίας του Tedeschi, η οποία εξετάζει την επιθετικότητα βάσει των απειλών και των τιμωριών ως μέσων επικοινωνίας, υποστηρίζοντας ότι οι εξαρτημένες απειλές απαιτούν ένα είδος ενδοτικότητας. Έτσι, ο πρωταρχικός σκοπός του αυτουργού μπορεί να μην είναι η παρεμπόδιση ή ο εξαναγκασμός αλλά και ο εκφοβισμός. Ο Tedeschi καταλήγει σε ένα συμπέρασμα το οποίο υποστηρίζει επίσης σε άλλη έρευνα ο Toch ότι η ποινή που επιβάλλουν οι επόπτες ή η αστυνομία αποτελεί μια αποκατάσταση της εξουσίας καιτης νομιμότητας σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.

Τα αποτελέσματα των ερευνών τόσο στις κοινωνικές όσο και τις φυσικές επιστήμες τείνουν να παρουσιάζουν τη βίαιη συμπεριφορά ακόμη περισσότερο ως φυσική αντίδραση. Η επιθετικότητα οριζόμενη ως ενστικτώδης ορμή, θεωρείται ότι παίζει τον ίδιο λειτουργικό ρόλο στο βασίλειο της φύσης όπως τα ένστικτα της πείνας και της σεξουαλικότητας στη διαδικασία της ζωής του ατόμου και του είδους. Τα ένστικτα αυτά ενεργοποιούνται από πιεστικές σωματικές ανάγκες και από εξωτερικά ερεθίσματα, όταν τα ίδια επιθετικά ένστικτα στο ζωικό βασίλειο μοιάζουν ανεξάρτητα από τέτοια πρόκληση.

Η απουσία πρόκλησης φαίνεται να οδηγεί σε ματαίωση του ενστίκτου, σε «καταπιεσμένη » επιθετικότητα που σύμφωνα με τους ψυχολόγους , προκαλεί απόφραξη της ενέργειας, όπου μια ενδεχόμενη έκρηξη της οποίας θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη. Βάσει αυτής της ερμηνείας η απρόκλητη βία είναι φυσική, όταν δεν αφορά την αυτοσυντήρηση και γίνεταιανορθολογική. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι μπορούν να είναι πιο κτηνώδεις από άλλα ζώα. (Στη σχετική βιβλιογραφία μας υπενθυμίζεται διαρκώς η γενναιόδωρη συμπεριφορά των λύκων, οι οποίοι δεν σκοτώνουν τον ηττημένο εχθρό)39.

Για την Arendt η βία δεν είναι ούτε ζωώδης ούτε ανορθολογική. Ότι η βία ξεπηδάει συχνά από την οργή είναι γνωστό και η οργή πράγματι μπορεί να είναι ανορθολογική και παθολογική, όπως οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Είναι δυνατόν να δημιουργηθούν συνθήκες υπό τις οποίες οι άνθρωποι λειτουργούν απάνθρωπα, χωρίς όρια ή φραγμούς - όπως σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, βασανιστήρια - αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γίνονται ζωώδεις , και υπό τέτοιες συνθήκες, δεν είναι η οργή και η βία αλλά η καταφανής απουσία τους. Είναι το σαφέστερο σημάδι έλλειψης ανθρωπιάς.. .

Η προσφυγή στη βία, όταν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με ακραίες καταστάσεις ή συνθήκες είναι πολύ μεγάλος πειρασμός λόγω της εγγενούς αμεσότητας και ταχύτητας. Συνεχίζοντας ηArendt θεωρεί ότι η οργή και η βία ανήκουν στα φυσικά ανθρώπινα πάθη και η όποια θεραπεία του ανθρώπου απ αυτά δε θα σήμαινε τίποτα λιγότερο από τον απανθρωπισμό ή τον ευνουχισμό του .

Σημειώσεις

33Ό.π. Αrendt (2000), σελ. 119-20.
34 Ό.π. Παπαδάτος (1980), σελ.27-8
35 Ό.π. Χαρίτου- Φατούρου (2003), σελ. 233
36Ό.π. Λαμπροπούλου (1999β), σελ. 68
37Ό.π. Χαρίτου- Φατούρου(2003), σελ. 234
38 Στο ίδιο σελ. 239
39Ό.π. Αrendt (2000), σελ. 121

Πηγή:  
Απόσπασμα 
από την
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
της
Μαρίας Τζιράρκας

με τίτλο

Το πείραμα Stanford (1971) και η ερμηνεία της βίας
Η απήχησή του στην εγκληματολογική θεωρία
.
πίνακας: Tof Vanmarque

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα