Κοινωνική κρίση και έκλυση ψύχωσης




Ο όρος «κρίση» δεν είναι ψυχαναλυτικός. Λαμβάνοντας την ετυμολογία του εκ του κρίνω που σημαίνει αφενός διατυπώνω μια κρίση, αφετέρου διαχωρίζομαι, αποχωρίζομαι εξού και το λατινικό crevi, κάθε κρίση, είτε κοινωνική είτε οικονομική είτε ηθική είτε τέλος υποκειμενική, σχετίζεται με μια τομή, με μια ρωγμή. Κάτι νέο εισάγεται στις έως τότε κοινωνικές ή υποκειμενικές συντεταγμένες -και μάλιστα, ως επί το πλείστον, αυτή η εισαγωγή συντελείται βίαια- και οι προκείμενες καλούνται να βρουν κάποιους τρόπους ώστε να επανέλθει μια καινούρια ισορροπία.

Όπως αναφέρει ο Ζ. Α. Μιλλέρ, «στην διάρκεια μιας κρίσης ο λόγος, οι λέξεις, οι συνήθειες, οι ρουτίνες, ολόκληρος δηλαδή ο συμβολικός μηχανισμός, ξαφνικά αποδεικνύεται ανεπαρκής για να στομώσει ένα πραγματικό που δεν κάνει παρά του κεφαλιού του»[1].

Σχολιάζοντας το παραπάνω ας υπογραμμίσουμε τα εξής:

Α) Η κρίση σχετίζεται με τον χρόνο, αντικειμενικό ή υποκειμενικό, η συνέχεια του οποίου διατελεί σε εκκρεμότητα. Η κρίση μπορεί να διαρκεί ή να είναι βραχεία, οι συνέπειές της όμως ως προς το πώς βιώνεται από το ίδιο το υποκείμενο, ποικίλλουν:

α) ο χρόνος μπορεί να σταματήσει, να παγώσει, για παράδειγμα μετά από έναν ψυχικό τραυματισμό, συνέπεια ενός σεισμού,
β) ο χρόνος μπορεί να επιταχυνθεί σε σημείο που το άτομο να χάσει τις υποκειμενικές του συντεταγμένες,
γ) μπορεί επίσης να ακινητοποιηθεί, συνέπεια ενός πένθους που βυθίζει, για παράδειγμα, το υποκείμενο σε μια κατάθλιψη,
δ) είτε, τέλος, το υποκείμενο να βρεθεί εκτός χρόνου μέσα από μια αυτοκτονική διάπραξη.

Β) Η κάθε κρίση σχετίζεται επίσης με το συμβολικό σύστημα, δηλαδή με τη γλώσσα η οποία ενώπιον της κρίσης, υψώνει ένα τοίχος. Οι λέξεις, σε έναν πρώτο χρόνο, αδυνατούν να μας δώσουν μια εξιστόρηση για το τι συνέβη, μια επικοινωνία περί του τραυματικού γεγονότος, η γλώσσα λοιπόν βρίσκεται ενώπιον του αδύνατου να αντέξει, του ανείπωτου, αυτού που δεν μπορεί να φανταστεί οπότε ο συμβολικός ιστός καθίσταται αδύνατος, αναποτελεσματικός.

Γ) Τέλος, θα πούμε ότι αυτή η αδυνατότητα του συμβολικού να ανταπεξέλθει της κρίσης σχετίζεται με την οπή που διανοίχτηκε σε αυτό εξαιτίας της παρείσφρησης του πραγματικού. Τι είναι το πραγματικό; Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ψυχανάλυση, η έννοια του πραγματικού διαφέρει της έννοιας της πραγματικότητας. Το πραγματικό είναι εκτός νοήματος, το αδύνατον προς συμβολοποίηση και κατ’ επέκταση εκτός απώθησης.

Στο γραπτό του «Το Σεμινάριο για ″Το κλεμμένο γράμμα″» ο Λακάν αναφέρει ότι ο αυτοματισμός της επανάληψης «έχει τη βάση του σε ό,τι αποκαλέσαμε εν-ιστάμενη εμμονή (insistence) της σημαίνουσας αλυσίδας και αυτήν την έννοια την αναδείξαμε ως σύστοιχη με την εξ-ιστάμενη τοπική (ex–sistence) όπου πρέπει να τοποθετήσουμε το υποκείμενο του ασυνειδήτου…»[2].

Ο όρος της εξ-ιστάμενης τοπικής ορίζει το πραγματικό και αφορά έναν πυρήνα εκτός συμβολικού και φαντασιακού. Με άλλα λόγια ο εν λόγω όρος είναι ετερογενής τόσο προς το συμβολικό όσο και προς το υποκείμενο και δείχνει την έκκεντρη θέση του υποκειμένου του ασυνειδήτου. Πέραν λοιπόν της επανάληψης το υποκείμενο, ως υποκείμενο του ασυνειδήτου, λαμβάνει την καταγωγή του από ένα ετερογενές στοιχείο, ένα υπόλοιπο που είναι δείκτης απόλαυσης, εκτός συμβολοποίησης.

Κατά την διάρκεια κοινωνικών κρίσεων παρατηρούνται αλλαγές, είτε θετικές είτε αρνητικές. Μια οικονομική κρίση, ένας πόλεμος για παράδειγμα, μπορεί να συνιστά κίνητρο για ένα υποκείμενο ώστε να επινοήσει νέους τρόπους παραγωγής για να ανταπεξέλθει της κρίσης. Οι τέχνες επίσης, κατά την διάρκεια μιας κρίσης, αναπτύσσονται διαφορετικά, καινοτομούν, δημιουργούνται νέα ρεύματα. Από την άλλη πλευρά, επειδή μια κρίση φέρνει το υποκείμενο στα ψυχικά του όρια και δη στην υπερπήδηση αυτών των ορίων, η κρίση συντελεί με την σειρά της στην έκλυση των συμπτωμάτων του.

Στην νεύρωση εκδηλώνεται άγχος, πανικός και κάθε είδους νευρωτικά συμπτώματα –φοβικά, ψυχαναγκαστικά, υστερικές σωματομετατροπές κλπ. Το νευρωτικό υποκείμενο μπορεί πιο εύκολα να ανταπεξέλθει μιας κρίσης, η αποδιοργάνωσή του είναι, θα λέγαμε, μερική. Αντίθετα, στην ψύχωση έχει παρατηρηθεί ότι κατά τη διάρκεια μιας κρίσης μπορεί να πυροδοτηθεί ένα ψυχωτικό επεισόδιο. Το ψυχωτικό υποκείμενο είναι πιο επιρρεπές κατά την διάρκεια κοινωνικών κρίσεων να υποστεί βαθύτερες αποδιοργανώσεις και αποσταθεροποιήσεις που αγγίζουν την υποκειμενική του ταυτότητα και τούτο συμβαίνει διότι η πατρική μεταφορά, δηλαδή το οιδιπόδειο σύμπλεγμα ή τα υποκατάστατά του, δεν εγγράφονται υπό μορφή απώθησης και φαντασίωσης στην δομή του.

Πιο ειδικά, αυτό παρατηρήθηκε αρχικά στην περίπτωση Λαντρύ[3]. Επρόκειτο για έναν έγγαμο άνδρα, πατέρα δυο παιδιών, ο οποίος κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου προέβη σε είκοσι τέσσερις εγκληματικές διαπράξεις. Ο πόλεμος δηλαδή ως οικονομική κρίση συντέλεσαν στην έκλυση της ψύχωσής του η οποία εκδηλώθηκε υπό μορφή εγκληματικών διαπράξεων. Στην δίκη του ομολόγησε ότι προέβη σε αυτές τις διαπράξεις υπό το κράτος οικονομικής δυσπραγίας και ότι οι άτυποι αρραβώνες με τις άτυχες γυναίκες που τις έκαιγε σε έναν φούρνο για να εξαφανίσει τα ίχνη τους, είχαν ως στόχο τα περιουσιακά τους στοιχεία τα οποία ο ίδιος σφετεριζόταν για να θρέψει την νόμιμη οικογένειά του.

Γνωρίζουμε ότι η έκλυση μιας ψύχωσης υπακούει σε αυτό που ο Λακάν ονομάζει οι γόνιμες στιγμές[4]. Αυτές οι γόνιμες στιγμές θα μπορούσαν να εντοπίζονται στο πλαίσιο μιας σχεδόν οιδιπόδειας κατάστασης: πρόκειται, για παράδειγμα, όσον αφορά το παρανοϊκό έγκλημα, για μια ατυχή συνάντηση με τον Ένα Πατέρα ο οποίος έρχεται και καταλαμβάνει εμβόλιμα τη θέση τρίτου στο φαντασιακό ζευγάρι που το ψυχωτικό υποκείμενο είχε συνάψει με τον άλλο(η).

Όταν αυτό το φαντασιακό ζευγάρι κλυδωνιστεί, τότε το υποκείμενο επιδέχεται να προβεί σε μια εγκληματική διάπραξη προσκειμένου να περισώσει κάτι από το είναι του. Ας υπενθυμίσουμε άλλωστε ότι ο Λακάν ορίζει την παράνοια ως «αυτή που ταυτίζει την απόλαυση στον τόπο του Άλλου ως τέτοιον»[5].

Με άλλα λόγια, όταν το υποκείμενο προβαίνει σε μια εγκληματική διάπραξη βρίσκεται υπό το κράτος μιας απόλαυσης που εντοπίζεται στον Άλλο, δηλαδή ο Άλλος έχει αποκτήσει καθεστώς κακού και το υποκείμενο άγεται υπό το κράτος αυτής της παραληρηματικής βεβαιότητας.

Σε αυτά τα υποκείμενα παρατηρείται επίσης μια δυσκολία στην σύναψη κοινωνικού δεσμού, τόσο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, όσο και κατά την ενήλικη ζωή τους. Παρατηρείται επίσης απουσία αναπληρωματικών μηχανισμών (γράψιμο, τέχνη, επιστήμη) οι οποίοι θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την ανεπάρκεια ενός ορίου, ενός νόμου, ενός φρένου ως προς την απόλαυση που κατακλύζει το υποκείμενο, ελλείψει λειτουργίας της πατρικής μεταφοράς, καθότι διακλεισμένη, ακυρωμένη. Επίσης, στο ιστορικό αυτών των ατόμων υπάρχει σημαντική παρουσία και άλλων μορφών διαπράξεων (αυτοκτονικές, over dose, τραυματισμοί κλπ.).

Στην σημερινή εποχή, εποχή που σημαδεύεται από διαρκείς κρίσεις, είναι σημαντικό να εξετάσουμε και άλλους τρόπους έκλυσης ψύχωσης, αναφερόμενοι στην τελευταία κλινική του Λακάν, την κλινική της απόλαυσης[6]. Είναι σημαντικό δηλαδή να επερωτήσουμε το ζήτημα της κρίσης έχοντας ως αφετηρία όχι μόνον τις γόνιμες στιγμές έκλυσης των κλασσικών ψυχώσεων (παράνοια, σχιζοφρένεια, μελαγχολία, μανιοκατάθλιψη) αλλά και ό,τι ονομάζουμε στιγμές έκλυσης των κανονικόμορφων ψυχώσεων.

Οι τελευταίες μπορούν να ιδωθούν υπό το πρίσμα της τελευταίας κλινικής του Λακάν, αυτήν του βορρόμειου κόμβου, την κλινική της απόλαυσης. Οι εν λόγω ψυχώσεις, αν και στατιστικά πολύ συχνές, είναι δυσδιάκριτες ως προς την συμπτωματολογία τους, υπό την έννοια της ύφεσης ή και της παντελούς απουσίας στοιχειωδών ψυχωτικών φαινομένων (παραλήρημα, νεολογισμοί, ψευδαισθήσεις, νοητική αποδιοργάνωση, αυτοματισμοί κλπ.). Εντούτοις, μπορούν να διακριθούν διότι υπακούουν στην εξής τριάδα: έκλυση, ξέκομμα, αποσύνδεση.

Ο Ζακ Αλέν Μιλέρ θα προσεγγίσει την κανονικόμορφη ψύχωση, τόσο συχνή στην εποχή μας, μέσω μιας τριπλής εξωτερικότητας[7]: α) μια κοινωνική εξωτερικότητα, β) μια σωματική εξωτερικότητα, γ) μια υποκειμενική εξωτερικότητα, ειδοποιά γνωρίσματα της αποσύνδεσης του υποκειμένου.

Πρόκειται για υποκείμενα στα οποία έχει διαταραχθεί το αίσθημα ζωής σύμφωνα με μια ή και με όλες τις παραπάνω εξωτερικότητες. Στην πρώτη περίπτωση εξωτερικότητας η κοινωνική ταύτιση του υποκειμένου είναι σαθρή, με άλλα λόγια το υποκείμενο βρίσκεται σε αρνητική σχέση με την κοινωνική του ταύτιση, εξού και το ξέκομμά του ή η αποσύνδεσή του από τον κοινωνικό ιστό. Στη δεύτερη περίπτωση παρατηρούμε μια εξωτερικότητα του υποκειμένου με τον σωματικό Άλλο. Το σώμα δηλαδή και η συνεκτικότητά του ως ολότητα τείνει προς διάλυση και το υποκείμενο είναι αναγκασμένο να επινοήσει νέους τρόπους ή τεχνητούς δεσμούς ώστε να επανοικειοποιηθεί το σώμα του. Στην τρίτη περίπτωση έχει παρατηρηθεί μια σταθερή ταύτιση του υποκειμένου με το απόρριμμα. Αυτή η ταύτιση δεν είναι συμβολική αλλά είναι πραγματική. Έτσι, ο υποκειμενικός Άλλος ανιχνεύεται πολύ εύκολα σε αυτήν την εμπειρία του κενού και της ασάφειας που τόσο συχνά χαρακτηρίζει το κανονικόμορφο ψυχωτικό υποκείμενο.

Έτσι, για παράδειγμα, είναι διαφορετικό να μιλάμε για έκλυση ψύχωσης σε μια στιγμή κοινωνικής κρίσης κατά την διάρκεια της οποίας το υποκείμενο έκανε μια ατυχή συνάντηση με τον Ένα Πατέρα που συνιστά την θεώρηση της πρώτης κλινικής του Λακάν, και διαφορετικό να μιλάμε για μια έκλυση ψύχωσης συνέπεια μιας αποδέσμευσης του φαντασιακού από το συμβολικό ή το πραγματικό. Στην δεύτερη περίπτωση η εν λόγω αποδέσμευση, συνέπεια για παράδειγμα μιας έως τότε εξισορροπητικής φαντασιακής ταύτισης, ή μιας εγκατάλειψης του υποκειμένου από τον Άλλο, καταδεικνύουν την διάλυση του κόμβου και την παρείσφρυση του πραγματικού.

Σε αυτήν την περίπτωση η κοινωνική εξωτερικότητα και η υποκειμενική εξωτερικότητα είναι στοιχεία συμπτωματικά που μας δείχνουν ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε κρίση και ότι η έκλυση ψύχωσης συντελείται ή έχει ήδη συντελεστεί.

Είναι σημαντικό λοιπόν το πώς θα απαντήσουμε και τι θέση θα έχουμε ενώπιον τέτοιων υποκειμένων. Μια απάντηση μέσα από καθιερωμένες στάσεις μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα και να συντελέσει, όπως εύστοχα σημειώνει η Hannah Arendt[8], σε μια νέα, επιπρόσθετη κρίση.

Από
την
ΝΤΟΡΑ ΠΕΡΤΕΣΗ
Δρ Ψυχανάλυσης, μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης.


Βιβλιογραφία:
1. J. A. Miller, «La crise financière vue par J. A. Miller», Paris, Marianne,10, octobre 2008.
2. Jacques Lacan, Το σεμινάριο για «Το κλεμμένο γράμμα», Αθήνα, Πατάκη, 2010, σ. 11.
3. Francesca Biagi Chai, Le cas Landru à la lumière de la psychanalyse, Paris, Imago, 2007.
4. J. Lacan, Ecrits, «D’une question préliminaire à tout traitement possible de la psychose», Paris, Seuil, 1966.
5. J. Lacan, «Présentation des Mémoires d’un névropathe», Autres écrits, Paris, 2001, Seuil, σ. 215.
6. Théodora Pertessi, Vers une clinique de la jouissance, thèse doctorat en psychanalyse, Université Paris VIII, 2009.
7. Ζακ Αλέν Μιλέρ, «Επιστρέφοντας στην κανονικόμορφη ψύχωση», Fort-Da, Νο 3, Αθήνα, Ψυχογιός, 2013, Μετ. Α. Αθανασιάδου.
8. Hannah Arendt, Totalitarisme et banalité du mal, Paris, PUF débats, 2011, σ. 112.


πηγή:http://crime-in-crisis.com/%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%AD%CE%BA%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%88%CF%8D%CF%87%CF%89%CF%83%CE%B7%CF%82/

Φτογραφία: Kasia Derwinska

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα