ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ
Ιστορική αναδρομή της έννοιας
«Η ζωή του ανθρώπου χωρίζεται σε δύο μέρη:
Στο πρώτο μισό ευχόμαστε
να έρθει γρήγορα το δεύτερο.
Στο δεύτερο μισό ευχόμαστε
να ξαναγυρίσει το πρώτο»
S.Freud
Αναζητώντας τον ορισμό του χιούμορ παρατηρούμε ότι ιστορικά η αγγλική λέξη humour ως εξέλιξη της λατινικής λέξης humor ή umor σημαίνει χυμός ή υγρασία και συνδέεται με την θεωρία «των χυμών του σώματος» που ανέπτυξε ο Ιπποκράτης, σύμφωνα με την οποία για να μπορέσει ο άνθρωπος να είναι υγιής και ευδιάθετος χρειάζεται να βρίσκονται σε μια ισορροπία οι χυμοί του.
Ειδικότερα, υποστήριξε ότι η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων διαμορφώνεται από τέσσερα συστατικά, τους χυμούς (το αίμα, το φλέγμα, τη χολή και τη μέλανα χολή). Καθένας χυμός έχει ένα χρώμα και συνδέεται με κάποιο στοιχείο της φύσης. Έτσι η φωτιά συνδέεται με τη κίτρινη χολή, ο αέρας με το αίμα και την αιματώδη χολή, το νερό με το φλέγμα ή βλέννα και η γη με τη μέλανα χολή. Κάθε άτομο διαθέτει μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία επειδή επικρατεί ένας συγκεκριμένο χυμός στο σώμα του έναντι των άλλων (Σταθαρού, Γαλάτου & Κοτρότσιου, 2012).
Ο Γαληνός τον 2ο αιώνα μ.Χ υιοθέτησε και επέκτεινε τη θεωρία του Ιπποκράτη αναζητώντας τα αίτια των ασθενειών στην ανώμαλη επικράτηση του ενός χυμού έναντι του άλλου και ορίζοντας τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων:
Τον αιματώδη, ο οποίος είναι καλόκαρδος και ευχάριστος,
τον φλεγματικό ο οποίος είναι απαθής, αδιάφορος και κυνικός,
τον μελαγχολικό ο οποίος είναι εσωστρεφής και σαρκαστικός και
τέλος τον χολερικό, όπου είναι ευερέθιστος, επιθετικός και επικριτικός (Γιακουμάκη & Δερμεντζή 2005).
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι Πλάτωνας και Αριστοτέλης ασχολήθηκαν με τον ορισμό του κωμικού εστιάζοντας στην αρνητική πλευρά του χιούμορ και συνδέοντας το κυρίως με την υποτίμηση του άλλου. Θα ήταν παράλειψη να μηναναφέρουμε ότι την ίδια εποχή το χιούμορ εκφράζεται μέσω της τέχνης του θεάτρου, από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη.
Από τον 16ο αιώνα και μετά ο όρος μετασχηματίστηκε και με τη λέξη χιούμορ εννοούσαμε την ψυχική διάθεση ενός ατόμου καλή ή κακή. Η φιλοσοφική αναζήτηση του ορισμού τόσο του χιούμορ όσο και του γέλιου συνεχίστηκε από εξέχοντες φιλοσόφους όπως ο Thomas Hobbes (1558- 1679), ο Immanuel Kant (1724-1804), ο Arthur Sopenhauer (1788-1860), ο Anri Bergson (1858-1954). Από τον 18ο αιώνα και μετά το χιούμορ συνδέθηκε με θετικό περιεχόμενο, όπου όταν κάποιος κάνει χιούμορ έχει καλή πρόθεση. Ο 20ος αιώνας συνδέει το χιούμορ με τους Άγγλους ως ένα χαρακτηριστικό και αρετή τους ( Χανιωτάκης, 2010).
Οι σημερινοί μελετητές του χιούμορ θεωρούν ότι αποτελεί ένας όρος «ομπρέλα» καθώς περιλαμβάνει γνωστικές, συναισθηματικές, συμπεριφοριστικές, ψυχοφυσιολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Επομένως, για να μπορέσουμε να ορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το χιούμορ θα χρειαστεί να βρούμε έναν ορισμό ο οποίος περιλαμβάνει όσο δυνατόν περισσότερες από τις πλευρές που αναφέραμε προηγουμένως.
Οι Chapman και Foot (1975) θέλοντας να ορίσουν το χιούμορ διαπίστωσαν ότι μπορεί να είναι είτε ένα ερέθισμα, το οποίο αφορά οτιδήποτε προκαλεί γέλιο σε κάποιο άτομο. Ακόμα, χιούμορ μπορεί να είναι μια αντίδραση, η εύθυμη διάθεση που δημιουργείται. Επιπλέον, μπορεί να αποτελεί μια πνευματική διαδικασία, να είναι δηλαδή η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται την αστεία και διασκεδαστική πλευρά των καταστάσεων.
Ο Raskin (1985, σ.2) στο βιβλίο του Semantic Mechanism of Humor αναγνωρίζει ότι το χιούμορ αποτελεί ένα πανανθρώπινο χαρακτηριστικό «…Ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, το κοινωνικό ή οικονομικό κύρος, την κουλτούρα ή την εποχή, οι άνθρωποι είναι ικανοί να εκλαμβάνουν ένα ερέθισμα ως αστείο και να γελάνε. Διαφορετικοί άνθρωποι θα θεωρήσουν αστείο διαφορετικά ερεθίσματα. Μερικές ομάδες ατόμων που ορίζουν ως αστεία κάποια πράγματα μπορεί μια άλλη ομάδα ατόμων να τα ορίζει βαρετά. Πάραυτα, η ικανότητα της εκτίμησης και απόλαυσης του χιούμορ είναι παγκόσμια και τη μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι». Επίσης, εστιάζοντας στις ψυχοφυσιολογικές πλευρές του χιούμορ, το θεωρεί εξίσου σημαντικό με τη γλώσσα, την ηθική, τη λογική. Αναφέρει ότι αποτελεί τόσο μια ικανότητα που έχουμε εκ γενετής, όσο και μια δεξιότητα η οποία καλλιεργείται μέσα από την μάθηση.
Ο ορισμός του Fry (1994) συμφωνεί με την παραπάνω νοηματοδότηση όταν θεωρεί το χιούμορ ως ένα γενετικό, βιολογικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φυλής, το οποίο συνεχίζει να αναπτύσσει την πολυπλοκότητα του, όσο μεγαλώνει το άτομο και αποκτά περισσότερες εμπειρίες. Επιπλέον, το χιούμορ έχει ένα νόημα, όταν κάποιο άτομο θεωρήσει μια κατάσταση χιουμοριστική τότε σημαίνει ότι την νοηματοδοτεί με τέτοιο τρόπο που να σχετίζεται με τον εαυτό του και τις εμπειρίες του ( OJha & Holmes, 2010).
Οι ψυχολόγοι μελετητές του χιούμορ χρησιμοποιούν τον όρο «αίσθηση του χιούμορ» όταν θέλουν να αναφερθούν στο γεγονός ότι αποτελεί μια ιδιότητα του ατόμου. Έτσι, σύμφωνα με τον Martin (2001) αίσθηση του χιούμορ αποτελεί η συνηθισμένη διαφοροποίηση σε όλα τα είδη συμπεριφοράς, εμπειριών, συναισθημάτων, στάσεων και ικανοτήτων που συνδέονται με την ψυχαγωγία, το γέλιο και τη χιουμοριστική διάθεση.
O Dubberley (1988) εστίασε στη γνωστική πλευρά του χιούμορ περιγράφοντας το ως μια διαδικασία, η οποία έχει ως συστατικά στοιχεία τη δημιουργικότητα και την φαντασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τα άτομα έρχονται σε επαφή με δύο ασύμβατες πραγματικότητες. Η μια πραγματικότητα είναι διαστρεβλωμένη με δημιουργικό τρόπο και η άλλη αφορά μια πραγματική κατάσταση. Οι δύο πραγματικότητες που αντιλαμβανόμαστε τη στιγμή του χιουμοριστικού γεγονότος ενώ διέπονται από μια ασυμβατότητα μεταξύ τους κάποια στιγμή συνδέονται.
Αυτή η σύνδεση μας σοκάρει και για να μπορέσουμε να απελευθερώσουμε την ένταση που έχει δημιουργηθεί ξεσπάμε σε γέλια. Οι παράγοντες που παρεισφρέουν ώστε να αντιληφθεί το άτομο κάτι ως αστείο είναι η κουλτούρα, η ιδεολογία, η κοινωνική θέση που κατέχει καθώς και η προσωπική του βιογραφία.
Έναν παρόμοιο ορισμό έδωσε ο Mc Ghee (1979 σ.6 οπ. αν. Loizou 2006) ορίζοντας το χιούμορ ως την «πνευματική δραστηριότητα της ανακάλυψης ή εκτίμησης του γελοίου ή της παράλογης ασυμβατότητας ιδεών, γεγονότων ή καταστάσεων».
Αντίθετα, ορισμένοι ερευνητές (Ausubel et al., 1980) επιθυμώντας να δώσουν έμφαση σε μια άλλη διάσταση του χιούμορ εκτός από τη γνωστική του πλευρά, έκαναν λόγο και για την συναισθηματική διάσταση ορίζοντας το ως μια κατάσταση χαράς και αγαλλίασης. Ο Rollo May (οπ. αν. Sultanoff, 1994) επίσης αναφέρει ότι: «το χιούμορ αποτελεί έναν τρόπο να δημιουργείς μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό σου και το πρόβλημα, είναι ένας τρόπος να στέκεσαι πίσω και να κοιτάς το πρόβλημα από μια άλλη οπτική». Αυτή η έννοια της αποστασιοποίησης αποτελεί μια συναισθηματική κατάσταση, η οποία είναι μια απόκριση αλλά και ένα συστατικό του ίδιου του χιούμορ. Για να μπορέσει κάποιος να δημιουργήσει χιούμορ χρειάζεται να διαθέτει συναισθηματική αδιαφορία.
Η Reiger (2004 οπ. αν. Λούλιος, 2008) επίσης έκανε λόγο για την θεραπευτική ιδιότητα του χιούμορ, λέγοντας ότι αποτελεί έναν ενσωματωμένο μηχανισμό του ανθρώπου που βοηθάει στην αντιμετώπιση τραγικών, δύσκολων και στρεσσογόνων καταστάσεων.
Ο ορισμός της μας θυμίζει πολύ τον ορισμό που έδωσε ο Freud, (1972) για το χιούμορ θεωρώντας τον ως τον σημαντικότερο μηχανισμό άμυνας, ο οποίος έχει την δυνατότητα να απαλλάσσει το άτομο από δυσάρεστα συναισθήματα και έτσι να αντιμετωπίζει τις όποιες δυσκολίες ενδέχεται να προκύψουν στην καθημερινότητα του.
Δίνοντας βάση στην συμπεριφορική διάσταση του χιούμορ ο Martin, (2007) το όρισε ως οποιαδήποτε δράση του ατόμου η οποία έχει ως στόχο να προκαλέσει το γέλιο ή την ευχαρίστηση.
Οι παραπάνω ορισμοί αντιμετωπίζουν το χιούμορ ως κάτι ατομικό είτε χαρακτηριστικό, είτε συναίσθημα, είτε συμπεριφορά. Στη συνέχεια, θα επικεντρωθούμε στην κοινωνική διάσταση του χιούμορ όπου πολλοί ερευνητές στην προσπάθεια τους να ορίσουν το χιούμορ κατανόησαν την σημαντικότητα τόσο του δημιουργού όσο και του αποδέκτη - ακροατηρίου. Συνεπώς, διαπίστωσαν ότι δεν είναι δυνατόν να ειδωθεί το χιούμορ ατομικά αλλά ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, ως μια ιδιαίτερη μορφή επικοινωνίας η οποία βρίσκεται σε όλες τις κουλτούρες. Οι ερευνητές δεν έχουν ανακαλύψει καμία κουλτούρα που να μην διαθέτει χιούμορ ασχέτως με το ότι κάθε πολιτισμός διαθέτει τις δικές του νόρμες, αξίες και κανόνες ώστε να καθορίσει τα όρια που αφορούν το αποδεκτό περιεχόμενο του χιούμορ (Mc Ghee, 1979 oπ. αν. Ojha & Holmes, 2010).
Με βάση τα παραπάνω, το χιούμορ αναφέρεται σε οποιαδήποτε επικοινωνιακή στιγμή η οποία νοείται ως χιουμοριστική, δηλαδή αποτελείται είτε από λεκτική ή μη λεκτική επικοινωνία και η οποία παράγει μια θετική γνωστική ή συναισθηματική απάντηση για τους ακροατές (Romero & Cruthirds, 2006). Αντίστοιχο ορισμό έδωσε και η Mallet, (1995) όταν θεωρεί το χιούμορ ως την επικοινωνία που έχει ως στόχο την πρόκληση ευχαρίστησης.
Για να μπορέσει ωστόσο να υπάρξει η χιουμοριστική διαδικασία, αναγκαία συνθήκη αποτελεί η παρουσία ενός πομπού, ενός δέκτη και ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας δομημένο με κοινά νοήματα. Κάποιες φορές πομπός και δέκτης ταυτοποιούνται, όταν θυμόμαστε κάτι ή γελάμε με τον εαυτό μας (Χανιωτάκης, 2010).
Οι κοινωνιολόγοι που μελετούν το χιούμορ συχνά δίνουν σημασία περισσότερο στην αλληλεπίδραση που ενέχει η διαδικασία του χιούμορ παρά σε ορισμούς που βασίζονται στο περιεχόμενο. Για να αναγνωρίσουν το χιούμορ χρησιμοποιούν είτε την πρόθεση του ομιλητή, είτε την αντίδραση του ακροατηρίου. Η χιουμοριστική επικοινωνία λοιπόν, ορίζεται ως σχόλια τα οποία έχουν ως σκοπό τη δημιουργία ψυχαγωγίας (Fine, 1984, σ.84).
Ορισμένοι ερευνητές (Romero & Cruthirds, 2006) εστίασαν στις λειτουργίες του χιούμορ στις διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι, με τη χρήση του χιούμορ δημιουργείται μια «ανοιχτή» ατμόσφαιρα, αφυπνίζοντας θετικά συναισθήματα τα οποία βελτιώνουν την ακρόαση, την κατανόηση και την αποδοχή των μηνυμάτων. Ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του χιούμορ, εξαιτίας της διφορούμενης φύσης του είναι ότι επιτρέπει σε κάποιον να ασκήσει κριτική χωρίς να προκαλέσει αρνητικές διαπροσωπικές επιδράσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή το χιούμορ αφαιρεί από τους ανθρώπους την αίσθηση ότι απειλούνται.
Εν κατακλείδι, εφόσον κάναμε μια ανασκόπηση κάποιων σημαντικών ορισμών της έννοιας του χιούμορ στη παρούσα εργασία με τον όρο χιούμορ εννοούμε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ανθρώπου, δηλαδή μια αίσθηση του χιούμορ, μια ευχάριστη ψυχολογική διάθεση και μια ιδιαίτερη μορφή λεκτικής ή μη λεκτικής επικοινωνίας που έχει ως στόχο να προκαλέσει γέλιο και ευχάριστη ατμόσφαιρα στους ακροατές (Χανιωτάκης, 2010).
Είδη του Χιούμορ
«Δόξα το Θεό που είμαι άθεος»
Σε αυτή την ενότητα της εργασίας μας θα γίνει μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε τους τύπους του χιούμορ που συναντάμε στη βιβλιογραφία. Αναζητώντας τα είδη του χιούμορ παρατηρήσαμε ότι υπάρχουν διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις. Κάποιοι ερευνητές εστιάζουν στις αισθήσεις θεωρώντας ότι το χιούμορ μπορεί να είναι λεκτικό (αστείες ιστορίες, ανέκδοτα), οπτικό (γελοιογραφίες, καρτούν) και φυσικό ( γκριμάτσες, φάρσες).
Μερικοί εστίασαν στο χιούμορ που συναντάμε στην λογοτεχνία και στο θέατρο και αναγνωρίζοντας αυτά ως είδη του κωμικού.
Συγκεκριμένα, μπορούμε να διακρίνουμε ως είδη με βάση αυτό το διαχωρισμό,
πρώτον
την παρωδία η οποία αποτελεί μια απομίμηση ενός πρωτότυπου έργου έχοντας ως στόχο να το γελοιοποιήσει υπερβάλλοντας και σατιρίζοντας.
Δεύτερον,
τη σάτιρα όπου αποτελεί ένα είδος τέχνης που έχει ως στόχο να γελοιοποιήσει τα θύματα της για να αφυπνίσει ηθικά, πολιτικά, συναισθηματικά το ακροατήριο της (Βαλούκος, 2001).
Τρίτον,
το μαύρο χιούμορ όπου αφορά στο να κάνεις αστεία με μακάβρια θέματα.
Τέταρτον,
τη φάρσα όπου το κωμικό προκύπτει από την αποκάλυψη μιας απάτης.
Πέμπτον,
τη καρικατούρα όπου αποτελεί μια αστεία αναπαράσταση κάποιου ατόμου υπερβάλλοντας ως προς κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, είτε πνευματικά, είτε φυσικά.
Έκτον,
το παράλογο/παράδοξο - σουρεαλιστικό όπου είναι ο συνδυασμός λέξεων, νοημάτων χωρίς να έχουν κάποια λογική (ibid, 2001).
Τέλος, τη κωμωδία όπου είναι μια έννοια που περικλείει όλα τα παραπάνω είδη. Όπως κάνει σαφές ο Βαλούκος στο βιβλίο του Κωμωδία (2001) η κωμωδία αποτελεί το φυσικό χώρο του χιούμορ. Η ίδια η κωμωδία από τη φύση της έχει ως στόχο να δημιουργήσει ευχαρίστηση χρησιμοποιώντας όλα τα παραπάνω είδη χιούμορ (Γιακουμάκη & Δερμεντζή 2005).
Μια άλλη ομαδοποίηση των τύπων που μπορεί να λάβει το χιούμορ πραγματοποιήθηκε παρατηρώντας τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε στην καθημερινή κοινωνική μας δραστηριότητα. Έπειτα από πλήθος ερευνών, εξετάζοντας συζητήσεις που προέκυπταν σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια προέκυψαν τρείς μεγάλες κατηγορίες χιούμορ. Πρώτον, τα ανέκδοτα, τα οποία αποτελούν «έτοιμα» αστεία που τα άτομα απομνημονεύουν και ανταλλάσουν μεταξύ τους. Τα ανέκδοτα έχουν ξεχωριστή κατηγοριοποίηση ανάλογα με τη θεματολογία τους. Για παράδειγμα έχουμε αθώα, «σόκιν», για ξανθιές, θρησκευτικά κ.τ.λ. Δεύτερον, το αυθόρμητο χιούμορ που προκύπτει κατά τη συζήτηση, το οποίο δημιουργείται σκόπιμα από τα άτομα κατά τη διάρκεια της κοινωνικής τους αλληλεπίδρασης και μπορεί να είναι είτε λεκτικό, είτε μη λεκτικό. Τέλος, το τυχαίο ή ακούσιο χιούμορ που αφορά κάθε τυχαίο γλωσσικό χιούμορ όπως λάθη στην εκφορά γραπτού ή προφορικού λόγου (Martin, 2007).
Οι Long και Graesser (1988) πραγματοποίησαν ένα σύστημα ταξινόμησης του αυθόρμητου χιούμορ που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης καταλήγοντας σε έντεκα κατηγορίες:
1. Ειρωνεία:
ο ομιλητής εκφράζει μια θέση όπου η κυριολεκτική σημασία είναι αντίθετη με τη σκόπιμη σημασία. Παρατηρούμε δηλαδή μια αντίθεση ανάμεσα σε ένα φαινόμενο και την πραγματικότητα. Παραδείγματος χάρη: σε μια καταιγίδα ο αστειευόμενος λέει: «τι όμορφη μέρα!».
2. Σάτιρα:
όπως είδαμε ήδη αποτελεί ένα επιθετικό χιούμορ, το οποίο έχει ως στόχο να χλευάσει τους κοινωνικούς θεσμούς ή την πολιτική.
3. Σαρκασμός:
επίσης επιθετικό χιούμορ το οποίο στοχοποιεί ένα άτομο παρά έναν θεσμό. Οι διάφοροι ορισμοί που έχουν προταθεί για τον σαρκασμό εστιάζουν στο να κάνεις πλάκα εις βάρος κάποιου χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο είδος προφορικού τονισμού. Καθώς και η χρήση σχολίων που ξεκάθαρα σημαίνουν το αντίθετο από αυτό που λένε και λέγονται για να πληγώσουν κάποιον ή να ασκήσουν κάποιου είδους κριτική με ευχάριστο τρόπο (Cartsburg, 2007).
4. Υπερβολή και υποεκτίμηση:
αλλαγή της σημασίας αυτού που έχει λεχθεί επαναλαμβάνοντας το, δίνοντας έμφαση σε διαφορετικό σημείο. (Έχεις ποτέ παντρευτεί; Αν έχει ποτέ παντρευτεί!!).
5. Εαυτό απαξίωση:
χιουμοριστικά σχόλια τα οποία έχουν στόχο το ίδιο το άτομο που τα δημιουργεί. Αυτό μπορεί να γίνει από μετριοφροσύνη, είτε για να βοηθήσει τον ακροατή να αισθανθεί άνετα, είτε για να κερδίσει την εύνοια του.
6. Πείραγμα:
χιουμοριστικά σχόλια τα οποία απευθύνονται στον ακροατή και αφορούν συνήθως την εμφάνιση του ή τα ελαττώματα του. Σε αντίθεση με το σαρκασμό, η πρόθεση δεν είναι να προσβάλλεις τον συνομιλητή σου.
7. Απαντήσεις σε ρητορικές ερωτήσεις:
Επειδή οι ρητορικές ερωτήσεις από τη φύση τους δεν αναζητούν απάντηση, απαντώντας κάποιος παραβιάζει τις προσδοκίες της συνομιλίας και εκπλήσσει το άτομο που έθεσε την ερώτηση. Αυτό μπορεί να εκληφθεί ως αστείο και το κίνητρο είναι να ψυχαγωγηθεί ο συνομιλητής του.
8. Έξυπνες απαντήσεις
σε σοβαρές δηλώσεις: έξυπνες, ασύμφωνες, παράλογες απαντήσεις σε μια δήλωση ή ερώτηση που είχε ως σκοπό να είναι σοβαρή. Η δήλωση σκόπιμα παρερμηνεύεται έτσι ώστε ο ομιλητής απαντά με ένα νόημα διαφορετικό από αυτό που σκόπευε.
9. Διττή σημασία:
μια δήλωση ή λέξη σκόπιμα παρερμηνεύεται έτσι ώστε να προκαλεί μια διπλή σημασία, που είναι στη φύση της συχνά σεξουαλικού περιεχομένου.
10.Μετατροπή
σε γνωστές εκφράσεις: μετατροπή γνωστών εκφράσεων, αξιωμάτων, κλισέ σε νέες δηλώσεις (π.χ το καλό το σαλιγκάρι ξέρει και άλλο μονομάτη).
11. Λογοπαίγνιο:
χιουμοριστική χρήση μιας λέξης η οποία προκαλεί ένα νέο νόημα, συχνά βασισμένο στην ομοφωνία (π.χ. παίζουν δυο κρουασάν πόκερ ποιό θα κερδίσει; Το κρουασάν με - ρέντα)
Έχοντας υπόψη μας τις παραπάνω ομαδοποιήσεις και μορφές που μπορεί να λάβει το χιούμορ θα εξετάσουμε μια ακόμα κατηγοριοποίηση, η οποία έχει επικρατήσει στην ερευνητική διαδικασία καθώς συνδέει τους τύπους του χιούμορ με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου. Αντί να εστιάζει σε συγκεκριμένα είδη χιούμορ, δίνει βάση στον τρόπο και τον σκοπό με τον οποίο το άτομο χρησιμοποίει το χιούμορ και πως συνδέονται τόσο με την προσωπικότητα του όσο και με τη φιλοσοφία ζωής που έχει αναπτύξει. Έτσι το χιούμορ διακρίνεται σε τέσσερεις τύπους δύο από αυτούς είναι κοινωνικά προσαρμοστικοί και δύο δυσπροσαρμοστικοί.
Το προσαρμοστικό (adaptive) χιούμορ εστιάζει στη θετική πλευρά του χιούμορ που είναι αποδεκτό και παιγνιώδες και υιοθετείται από τα άτομα έχοντας ως στόχο να εδραιώσει τις σχέσεις με άλλους, για να βοηθήσει να μειωθεί το άγχος ή τα αρνητικά συναισθήματα. Παρατηρούμε λοιπόν ότι σε αυτήν την κατηγορία τα είδη του χιούμορ από τη μια εστιάζουν στους άλλους (κοινωνικό) και από την άλλη στον εαυτό (αυτόεξυψωτικό) (Kuiper & Leite, 2010, Χανιωτάκης, 2010).
Πιο συγκεκριμένα, το κοινωνικό χιούμορ (affiliative humor) αποτελεί μια υγιής διαπροσωπική μορφή, περιγράφεται ως καλοπροαίρετο και υιοθετείται από τα άτομα στις κοινωνικές εκδηλώσεις έχοντας ως κύριο στόχο να διευκολύνει και να ενδυναμώσει τις διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις δημιουργώντας παράλληλα ένα θετικό περιβάλλον (Kuiper, & Leite, 2010). Επιπλέον, πρόθεση του είναι να μειώσει διαπροσωπικές εντάσεις που μπορεί να προκύψουν. Ο τρόπος μέσα από τον οποίο το άτομο χρησιμοποιεί αυτού του είδους του χιούμορ είναι κυρίως μέσα από ανέκδοτα, αστείες ιστορίες, λογοπαίγνια και άλλες μορφές ελκυστικού χιούμορ, οι οποίες εστιάζουν στην κοινωνική ενδυνάμωση και στην τάση να προκαλέσουν γέλιο χωρίς να προσβάλλουν (Romero & Cruthirds, 2006). Τα άτομα που επιδεικνύουν αυτού του είδους τη συμπεριφορά είναι εξωστρεφείς, έχουν αυτοπεποίθηση και αυτό τα καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλή και συμπαθητικά,( Kalliny, Cruthirds, & Minor, 2006). Χρησιμοποιώντας το κοινωνικό χιούμορ το άτομο είναι αποδεκτό από τον κοινωνικό του περίγυρο και χαρακτηρίζεται ως μη εχθρικό (Xανιωτάκης, 2010).
Το δεύτερο είδος το αυτοεξυψωτικό χιούμορ (self-enhancing humor) εκφράζει την τάση και την ικανότητα του ατόμου που το χρησιμοποιεί να έχει μια θετική και χιουμοριστική εικόνα για τη ζωή και τις αντιξοότητές της. Υιοθετείται από το άτομο μια χιουμοριστική οπτική του κόσμου που του επιτρέπει να μην επηρεάζεται από τα καθημερινά προβλήματα και τις αγχωτικές και κρίσιμες καταστάσεις που μπορεί να συναντήσει. Είναι φανερό, ότι αυτού του είδους το χιούμορ αποτελεί μια υγιή μέθοδο τόσο διαχείρισης όσο και μείωσης αρνητικών συναισθημάτων και άγχους.
Ως συνέπεια το άτομο που υιοθετεί αυτό τον τρόπο έκφρασης του κωμικού δίνει βάση στον εαυτό του και τα συναισθήματα του. Έχει παρατηρηθεί ότι συνδέεται θετικά με αυξημένη αυτοεκτίμηση, με θετικά συναισθήματα και με μια πιο αισιόδοξη και εποικοδομητική στάση διαχείρισης των καταστάσεων. Αντίθετα, συνδέεται αρνητικά με αρνητικά συναισθήματα όπως κατάθλιψη και νευρωτισμό.
Το δυσπροσαρμοστικό χιούμορ (maladaptive) κατά αναλογία παρουσιάζει την ίδια διαφοροποίηση όπου η μια διάσταση του αναφέρεται στους άλλους (εχθρικό) και η άλλη στον εαυτό (εαυτό-μειωτικό). Χρησιμοποιείται έχοντας ως στόχο είτε να εξυψώσουμε τον εαυτό μας εις βάρος των άλλων (επιθετικό), είτε να κερδίσουμε την αποδοχή από τους άλλους( εαυτό-μειωτικό).
Ειδικότερα, ως επιθετικό ή εχθρικό χιούμορ (aggressive humor) εκλαμβάνεται το είδος εκείνο το οποίο έχει ως στόχο να υποβιβάσει, να δυσφημήσει, να θυματοποίησει και να προσβάλει τους άλλους (Kuiper & Leite, 2010). Τα μέσα με τα οποία το επιτυγχάνει το άτομο είναι κυρίως ο σαρκασμός, η ειρωνεία, ο εμπαιγμός και η άμεση ή υποβόσκουσα απειλή γελοιοποίησης (Kalliny, Cruthirds & Minor, 2006). Τα άτομα που κάνουν χρήση επιθετικού χιούμορ δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις αρνητικές συνέπειες που έχει στους άλλους ανθρώπους και θεωρείται ότι αισθάνονται καλύτερα εις βάρος κάποιου άλλου. Ουσιαστικά υποβιβάζοντας τον άλλον θεωρούν ότι πετυχαίνουν να φαίνονται οι ίδιοι καλύτεροι ή ότι κατέχουν υψηλότερη κοινωνική θέση (Saroglou, & Scariot, 2002).
Αυτού του είδους του χιούμορ έχει αρνητική επίδραση στις διαπροσωπικές σχέσεις και συνδέεται θετικά με τον θυμό και την εχθρότητα (Romero & Cruthirds, 2006). Χαρακτηριστικός τύπος επιθετικού χιούμορ είναι το ρατσιστικό και το σεξιστικό χιούμορ ( Χανιωτάκης, 2010).
Η τελευταία κατηγορία χιούμορ το αυτομειωτικό χιούμορ (self- defeating humor) αναφέρεται στην τάση των ατόμων να γελοιοποιούν και να υποβιβάζουν τους εαυτούς τους για να διασκεδάσουν τους άλλους (Kuiper & Leite, 2010). Η κύρια αιτία που επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι ο στόχος των αστείων και γελάνε όταν κάποιος τους υποβιβάζει είναι επειδή ελπίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα γίνουν αποδεκτοί και αρεστοί από τον κοινωνικό τους περίγυρο,( Kalliny, Cruthirds & Minor, 2006). Επιπλέον, επισκιάζουν τα αρνητικά συναισθήματα και τις σκέψεις που έχουν για τον εαυτό τους (Romero & Cruthirds, 2006). Αυτός ο τύπος χιούμορ εμποδίζει την επίλυση προβλημάτων και υιοθετείται από άτομα τα οποία χαρακτηρίζονται ως ανασφαλείς και με χαμηλή αυτοεκτίμηση (Χανιωτάκης, 2010). Συνδέεται θετικά με αρνητικά συναισθήματα κατάθλιψης, άγχους, εχθρότητας που συνήθως παρουσιάζουν άτομα με ψυχολογικά προβλήματα (Saroglou, & Scariot, 2002).
ΠΗΓΗ
ΑΠΟ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:
«Η χρήση του χιούμορ από τον σύμβουλο στη
συμβουλευτική διαδικασία: Μια ποιοτική έρευνα»
ΤΗΣ
φοιτήτριας:
Ξηνταροπούλου Μαριάννας
Πάτρα, 2012
Σχόλια