Γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα
Έχοντας περιγράψει την τελετή του γάμου, δόκιμο θα ήταν να απαντηθεί το γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα. Η
σύναψη συμμαχιών ή συνασπισμών ισχυρών οικογενειών, που παραπέμπει σε
ηρωικές εποχές και στις πρακτικές των τυράννων (Ηρόδοτος, 6.126-130, και
Θουκυδίδης, 1.26), θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αιτία. Εντούτοις ο
προφανής λόγος στην αθηναϊκή κοινωνία είναι η διαιώνιση του είδους, με
την οποία ο άνδρας θα εξασφαλίσει φροντίδα στα γηρατειά του, παραδοσιακή
κήδευση, αλλά και συνέχιση της οικογενειακής λατρείας μετά το θάνατο. Η
νομοθεσία επάνω στο θέμα της αγαμίας πρεσβεύει
ότι ο άγαμος άνδρας μετά τα 35 πληρώνει ετήσιο πρόστιμο (Πλάτων, Νόμοι
721d) και δεν δύναται να εκλεγεί άρχοντας, στρατηγός ή να κατέχει
υψηλό αξίωμα.
Στη Σπάρτη, τα μέτρα είναι πολύ πιο
αυστηρά, καθώς η αγαμία θεωρείται αποτυχία στην εκπλήρωση του καθήκοντος
προς το κράτος, που απαιτεί τη γέννηση υγιών τέκνων. Έτσι, θεσπίζεται «γραφή αγαμίου»,
«γραφή οψιγαμίου» και «γραφή κακογαμίου» (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν Γ’
48), ενώ νόμος του Λυκούργου (Πλούταρχος, Λυκούργος 15) απαγορεύει
στους άγαμους Λακεδαιμόνιους να συμμετέχουν σε γυμνικούς αγώνες, τους
επιβάλλει τιμωρίες (π.χ. να περιφέρονται γυμνοί το χειμώνα στην αγορά
ψάλλοντας προσβλητικά για τους ίδιους άσματα ή να σύρονται από τις
Σπαρτιάτισσες γύρω από το βωμό, να ραπίζονται και να χλευάζονται, στο
ίδιο, και Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί 13.555c-d) και τους στερεί το
δικαίωμα των τιμών και περιποιήσεων από τους νεότερους.
Ένας τελευταίος, κάπως ιδιάζων λόγος για
τη σύναψη γάμου είναι η εξασφάλιση της οικογενειακής περιουσίας και
λατρείας και σχετίζεται με το θεσμό της επίκληρου κόρης, όπου η γυναίκα
χωρίς αρσενικά αδέλφια οφείλει μετά το θάνατο του πατέρα της να
παντρευτεί τον πλησιέστερο άγαμο άρρενα συγγενή του
πατέρα της, ακόμα και αν είναι ήδη παντρεμένη οπότε και λύεται ο πρώτος
γάμος της (εκτός εάν ο πατέρας έχει φροντίσει να υιοθετήσει τον γαμπρό
του με διαθήκη).
Ολοφάνερα, η ενδογαμία
και η επικείμενη αιμομιξία δεν απαγορεύονται ούτε στην Αθήνα ούτε στη
Σπάρτη, όπου για παράδειγμα οι βασιλείς Λεωνίδας και Αναξανδρίδας
παντρεύονται τις ανιψιές τους για τη διατήρηση της βασιλικής εξουσίας
στο στενό πλαίσιο του οίκου (Ηρόδοτος 5.39 και 7.239).
Στη Σπάρτη όμως δεν ισχύει ο περιορισμός της μονογαμίας,
αφού επιτρέπεται στη γυναίκα να έχει πολλούς συζύγους, αλλά και
εραστές, κάποιες φορές μάλιστα υπό την παρότρυνση του ίδιου του συζύγου,
όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος (Λυκούργος 15.11-15: «ο Λυκούργος θέλησε
επίσης να καταδιώξει τη ζήλια [...] επέτρεψε στον ηλικιωμένο σύζυγο
μιας νέας γυναίκας να της φέρνει έναν νέον άντρα από καλό σόι για να
έχει γιο με καλό αίμα, που θα τον θεωρούσε σαν δικό του γιο. Επέτρεψε
επίσης σε έναν άντρα αξίας, αν θαύμαζε μια γυναίκα γόνιμη και συνετή,
παντρεμένη με άλλον, να του τη ζητήσει, για να σπείρει μέσα της σε ένα
γόνιμο χωράφι και να αποκτήσει από αυτήν καλά παιδιά, γεννημένα από
καλό αίμα και ανήκοντα σε καλή γενιά»). Στη δε Θράκη η πολυγαμία επιβάλλεται, αφού Θραξ με λιγότερες από 5 συζύγους θεωρείται άθλιος, ανάξιος τιμής (Μένανδρος).
Στο εύλογο ερώτημα αν υπάρχει αγάπη
στο γάμο, προκύπτει εύκολα η απάντηση, δεδομένου ότι υπό τις συνθήκες
που συνάπτονταν οι γάμοι (όπως περιγράφηκαν παραπάνω) δεν δινόταν κατ’
αρχήν η δυνατότητα να αποτελέσει ο «έρως» αιτία του γάμου. Επιπλέον, η
θέση της συζύγου τουλάχιστον στην Αθήνα σκιαγραφείται εύγλωττα από τον
Δημοσθένη (Κατά Νέαιρας 59.118-122) «τις εταίρες
τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες,
τις συζύγους για να μας κάνουν παιδιά νόμιμα και για να έχουμε και έναν
πιστό φύλακα για το σπίτι».
Συνεπώς, το γεγονός ότι η Αθηναία βιώνει
μια κατάσταση «εγκλεισμού» και «υποχρέωσης» εκτέλεσης καθηκόντων
νοικοκυράς και μητέρας, ενώ ο Αθηναίος κινείται άνετα εκτός οικίας,
έχοντας τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις σαρκικές αλλά και
συναισθηματικές του ανάγκες με τις εταίρες και τις παλλακίδες, δεν
ευνοεί φυσικά την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής αισθηματικής και πνευματικής
επικοινωνίας ανάμεσα στο αντρόγυνο στην πορεία της κοινής τους ζωής. Ο
Νικήρατος, για τον οποίο ο Σωκράτης αναφέρει ότι «αισθάνεται πραγματικό
έρωτα για τη γυναίκα του, όπως κι αυτή για αυτόν» (Ξενοφών, Συμπόσιο
8.3), αλλά και λογοτεχνικές αναφορές του τύπου του έρωτα Αντιγόνης –
Αίμονα στη σοφόκλεια τραγωδία, συνιστούν προφανώς εξαιρέσεις.
Η περίπτωση λύσης ενός
γάμου στην αρχαία Αθήνα (καθώς οι πληροφορίες για άλλες πόλεις είναι
σχεδόν ανύπαρκτες) σπανίζει, κυρίως γιατί τίθεται θέμα επιστροφής ή όχι
της «προίκας». Βέβαια σε περίπτωση που διαπιστωθεί στειρότητα της
γυναίκας ή μοιχεία, ο σύζυγος μπορεί να πάρει διαζύγιο δηλώνοντάς το
μπροστά σε μάρτυρες και στέλνοντας πίσω τη σύζυγο («έκπεμψις»,
«αποπομπή») μαζί με την προίκα της, δεδομένου ότι δεν εκπληρώνεται σωστά
ο σκοπός του γάμου – ήτοι η τεκνοποιία γνήσιων απογόνων-, ενώ
δικαιούται στην τελευταία περίπτωση να αυτοδικήσει και έναντι του μοιχού
ατιμώρητος από το νόμο (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 57.3).
Στην αντίθετη περίπτωση, η απιστία του συζύγου
δεν συνιστά λόγο διαζυγίου, καθώς η σεξουαλική ελευθερία του άνδρα
νομιμοποιείται από τα ήθη, αν και προς τα τέλη του 4ου αιώνα
παρατηρείται μια στροφή προς το συντηρητισμό και σε μια ηθική που
αναμένει ότι ο άνδρας μετά το γάμο του σιγά σιγά περιορίζει τις
εξωσυζυγικές περιπέτειες. Εντούτοις η κακοποίηση της γυναίκας,
εφόσον στοιχειοθετείται με αδιάσειστες αποδείξεις, δίνει στην Αθηναία
τη δυνατότητα να ζητήσει διαζύγιο («απόλειψις») μέσα από μια πιο σύνθετη
διαδικασία, που απαιτεί την κατάθεση του αιτήματος της στον επώνυμο
άρχοντα, ο οποίος αν το κρίνει σκόπιμο θα ενεργήσει ως προστάτης και
εκπρόσωπός της, δεδομένης της δικαιοπρακτικής της ανικανότητας. Τέλος,
τη λύση του γάμου, συχνά για οικονομικούς λόγους μπορούσε να επιδιώξει
και να επιτύχει ο πατέρας της νύφης («αφαίρεσις»).
πηγή:
http://argolikivivliothiki.gr/2011/06/11/%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CE%AE%CE%BB%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%B8%CE%B9%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B8%CE%AD/
Σχόλια