Τα κίνητρα
Ορισμοί
Εάν θα έπρεπε να δώσουμε στα κίνητρα ένα και μόνο ορισμό, σίγουρα θα ήταν ελλιπής ή θα είχε πολύ μεγάλη έκταση, χωρίς να είναι και πάλι σίγουρο πως θα είχαμε καλύψει την έννοια. Αυτό συμβαίνει γιατί πρόκειται για μια πολυδιάστατη έννοια που καλύπτει επιμέρους στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μεγάλο βάθος και εύρος. Οι ορισμοί που έχουν διατυπωθεί ορίζουν τα κίνητρα κάθε φορά σε σχέση με μια από τις διαστάσεις τους ή είναι πολύ γενικοί. Στην συνέχεια
παρατίθενται κάποιοι απ’ τους ορισμούς που έχουν διατυπωθεί για τα κίνητρα ώστε να γίνει αντιληπτή η συνθετότητα του όρου.
Κίνητρο είναι ό, τι κινεί, ωθεί ή παρασύρει το άτομο σε δράση (Κωσταρίδου- Ευκλείδη, 1999). Τα κίνητρα ωθούν το άτομο είτε ενεργώντας από μέσα είτε απ’ έξω.
Μπορεί να έχουν εσωτερικές αιτίες συμπεριφοράς (ένστικτα, ορμές, σκοποί, επιθυμίες ή προθέσεις, συναισθήματα, διάφορες συγκινησιακές καταστάσεις), όσο και εξωτερικές (αμοιβές, θέλγητρα ή φόβητρα ή απωθητικοί ερεθισμοί).
Μπορεί να είναι εγγενή (κληρονομική βάση, δηλ. ένστικτα) ή επίκτητα (αποκτιούνται μέσα από διαδικασίες μάθησης και αλληλεπίδρασης).
Μπορεί να είναι φυσιολογικά (εξυπηρετούν τη λειτουργία του οργανισμού και τη σωματική ομοιόσταση), βιολογικά (εξυπηρετούν την επιβίωση, τη συντήρηση και την αναπαραγωγή του ατόμου και του είδους), ψυχολογικά (θυμικό, προσωπικότητα, συναλλαγές του ατόμου με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον) (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999).
Ανάλογα με το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται κάθε ορισμός δίνεται και αντίστοιχη ερμηνεία του όρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ορισμός που δίνεται απ’ την ψυχαναλυτική θεωρία όπου τα κίνητρα εδράζονται στο ασυνείδητο, μορφοποιούνται και συγκεκριμενοποιούνται ως σκέψεις και ιδέες και κινητοποιούν τη συμπεριφορά - οι ιδέες, δηλαδή, περνούν στο συνειδητό (Freud, ψυχαναλυτική θεωρία). Επίσης, θεωρίες που δίνουν έμφαση περισσότερο στο γνωστικό κομμάτι των κινήτρων τα ορίζουν ως δυνάμεις που συνυπάρχουν με τη γνωστική διαδικασία και προσδιορίζουν την κατεύθυνσή της, αλλά και την ένταση και τη διάρκεια της προσπάθειας για την επίτευξη (Κωσταρίδου- Ευκλείδη, 1998). Η βιολογική βάση των κινήτρων γίνεται εμφανής μέσα απ’ τον ορισμό τους ως ιδιοσυγκρασιακές, προσωπικές προδιαθέσεις προς πράγματα που έχουν αξία
(επιτρεπτική ή αποφευκτική), σύμφωνα με τον Heckhausen (1991) και με χαρακτηριστικό τους πως το κίνητρο για κάτι συγκεκριμένο μπορεί να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά διαχρονικά ή σε ποικιλία περιστάσεων και να αποτελεί χαρακτηριστικό του ατόμου ή προδιάθεση.
Ορισμοί που εστιάζουν στην εκδηλούμενη και παρατηρήσιμη συμπεριφορά αναφέρουν πως τα κίνητρα αναφέρονται στην επίδραση αναγκών και επιθυμιών στην ένταση και κατεύθυνση της συμπεριφοράς (Slavin, 2002) και πως αποτελούν μια εσωτερική διαδικασία που ενεργοποιεί, καθοδηγεί και συντηρεί τη συμπεριφορά στην πάροδο του χρόνου.
Με ανθρωπιστική βάση τα κίνητρα αποσκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών (τροφή, στέγη, αγάπη) και τη διατήρηση της θετικής αυτοενίσχυσης. Τέλος, τα κίνητρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τους στόχους που θέτει το άτομο και ό,τι αυτό περιλαμβάνει, όπως επιλογή, σχέδιο δράσης για την επίτευξη, επαναπροσδιορισμός σε περίπτωση εμποδίων. Το κίνητρο βασισμένο σ αυτή τη λογική ορίζεται ως ο προσανατολισμός σε ένα στόχο, μια συγκεκριμένη στιγμή σ’ ένα συγκεκριμένο άτομο (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999).
Κίνητρα και ένστικτα
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η φύση των κινήτρων είναι πολύπλοκη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η μελέτη τους καθώς και ο ορισμός τους ή ηδιάκρισή τους απ’ τα ένστικτα και τις ορμές των ζωντανών οργανισμών, που κινητοποιούν εξίσου με τα κίνητρα συμπεριφορές αλλά διαφοροποιούνται σε επίπεδο βούλησης και πρόθεσης.
Τα κίνητρα δεν προϋποθέτουν αναγκαστικά εκούσιο και συνειδητό έλεγχο της συμπεριφοράς. Μπορεί να καθοδηγούν τη συμπεριφορά χωρίς να υπάρχει «σκοπός». Η συμπεριφορά φαίνεται σκόπιμη στον εξωτερικό παρατηρητή γιατί κατευθύνεται προς ορισμένο σκοπό ή επιφέρει ορισμένο αποτέλεσμα. Δεχόμαστε τα ένστικτα ως κίνητρα, παρόλο που είναι συμπεριφορές που ελέγχονται σχεδόν πλήρως από τη γενετική μνήμη του οργανισμού. Τα κίνητρα μπορεί να είναι συνειδητά ή ασυνείδητα (δεν περιορίζεται στα κίνητρα των ζώων). Οι άνθρωποι άγονται από ορμές ή κίνητρα τα οποία δεν γνωρίζουν, τα οποία αρνούνται ή διαστρεβλώνουν σε συνειδητό επίπεδο (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999).
Και στον άνθρωπο είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτοί μη μαθημένοι τύποι συμπεριφοράς, ακολουθίες ενεργειών που εκτυλίσσονται μόνες τους σε απάντηση εξωτερικών ερεθισμών. Αποτελούν σύνθετα αντανακλαστικά, όπως κινητικές αντιδράσεις, αισθησιοκινητικά σχήματα νεογέννητου και συμπεριφορές που υπόκεινται στον έλεγχο της ωρίμανσης.
Στα ζώα χρησιμοποιείται ο όρος ένστικτα για να τα περιγράψει. Μαθημένες και στη συνέχεια αυτοματοποιημένες ακολουθίες ενεργειών δεν μπορούν να θεωρηθούν ενστικτώδεις. Συμπεριφορές που συνδέονται με φυσιολογικές ανάγκες του οργανισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενδεικτικές εγγενών φυσιολογικών ή βιολογικών κινήτρων. Συμπεριφορές που συνδέονται με διατήρηση του ατόμου και του είδους οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα ένστικτα είναι κληρονομικά προκαθορισμένα. Για τον άνθρωπο αποφεύγεται ο όρος «ένστικτα» και χρησιμοποιούνται οι όροι «ορμή», «ανάγκη», «εσωτερικά κίνητρα»
(Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999).
Τα ένστικτα είναι κληρονομημένη, στερεότυπη ακολουθία δραστηριοτήτων με δική της ειδική ενέργεια. Κάθε ένστικτο έχει ένα απόθεμα ενέργειας που προορίζεται μόνο γι’ αυτό, επιτρέπει την εκδήλωση μόνο της σχετικής με το ένστικτο συμπεριφοράς, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Το ένστικτο αναφέρεται σε μια συμπεριφορά που όσο σύνθετη και σκόπιμη και αν φαίνεται, είναι εγγενώς καθορισμένη, δεν μεταβάλλεται παρά μόνο σε ειδικές συνθήκες.
Χαρακτηριστικά ενστικτώδους συμπεριφοράς αποτελεί το ότι είναι εγγενής, αμετάβλητη στην πάροδο του χρόνου, παρουσιάζει καθολικότητα στα μέλη του είδους και τυπικότητα ανά ζωικό είδος. Το ένστικτο είναι ένας ιεραρχικά οργανωμένος νευρικός μηχανισμός, επιρρεπής σε ορισμένες προτεραιότητες που ελευθερώνει και διευθύνει ώσεις εσωτερικής ή εξωτερικής προέλευσης και αντιδρά σ’ αυτές συντονίζοντας κινήσεις που συνεισφέρουν στην συντήρηση του ατόμου και του είδους (Κωσταρίδου-
Ευκλείδη, 1999).
Κίνητρα και βούληση
Οι θεωρίες για τα κίνητρα αρχικά θεωρούνταν επαρκείς για να εξηγήσουν την πλήρη συμπεριφορά αλλά στην συνέχεια διατυπώθηκε η άποψη πως αγνοούν το γνωστικό κομμάτι. Αγνοούσαν, δηλαδή, την αναπαράσταση των πραγματικών καταστάσεων και γεγονότων, ανεξάρτητα απ’ την ερμηνεία τους και τις γνωστικές διαδικασίες που ενεργοποιούνται και εκτελούν τη δράση.
Η διάκριση ανάμεσα στη φάση επιλογής στόχων (κίνητρα) και στη φάση εκτέλεσης των ενεργειών (δημιουργία πρόθεσης, ενέργειες, υλοποίηση, πρόθεση) είναι αναγκαία. Σύμφωνα με τον Kuhl (1987) υπάρχει το κίνητρο επιλογής που αναφέρεται στα κίνητρα και το εκτελεστικό κίνητρο που αναφέρεται στον έλεγχο δράσης.
Βουλητική ενέργεια υφίσταται μόνο όταν η εκτέλεση της δράσης που ξεκίνησε υπό την επίδραση κάποιων οδηγιών παρεμποδίζεται και το άτομο καταβάλλει προσπάθεια για την εκτέλεση του έργου. Η εντατικοποίηση του στόχου, η ενίσχυση της δύναμης του στόχου και η αποφασιστικότητα για την επίτευξη του στόχου συνιστούν την πρωταρχική δράση της βούλησης η οποία μπορεί να είναι
υποκειμενική, αντικειμενική ή σχετική με το εγώ αίσθηση. Όσο πιο δύσκολο είναι ένα έργο τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια γεννά, και σε αυτό συνίσταται ο νόμος της δυσκολίας. Η δυσκολία επιδρά επίσης και στην εντατικοποίηση της πρόθεσης, της προσπάθειας με ασυνείδητο τρόπο.
Ο Lewin (1938) υποστηρίζει πως υφίσταται το στοιχείο επιλογής στη βουλητική διαδικασία, ενώ υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει πως πυρήνας της βούλησης είναι η απόφαση για δράση και η ενημερότητα για τη δράση.
Θέματα που εμπλέκονται στη μελέτη για δράση είναι η δημιουργία τάσης για δράση, που σχετίζεται με τους στόχους, η εμμονή μέχρι την ολοκλήρωση της δράσης και η υπερνίκηση εμποδίων που παρεμβάλλονται στην εκτέλεση της δράσης
(Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999).
πηγή:
Από την
Διπλωματική εργασία:
της
Αθανασοπούλου Μαρίας
Με τιτλο
Τα κίνητρα των
παιδιών προσχολικής ηλικίας για μάθηση
Σχόλια