Αυτισμός - Διάχυτη αναπτυξιακή Διαταραχή




 Ορισμός – Αιτιολογία

Ο όρος «αυτισμός» προέρχεται από τον ελληνικό όρο «αυτός». Ο Bleuler (1911) εισήγαγε πρώτος τη λέξη «αυτισμός» από το ελληνικό «αυτός», «εαυτός» που σημαίνει «εγώ ο ίδιος» (Συνοδινού, 1994). Ο αυτισμός αποτελεί μία σοβαρή και εκτεταμένη διαταραχή της ανάπτυξης.

 Ο όρος εκτεταμένη (ή διάχυτη) αναφέρεται στη σύνθετη φύση της διαταραχής, καθώς επηρεάζει τρεις περιοχές της ανάπτυξης: την κοινωνική αλληλεπίδραση, την επικοινωνία και τη φαντασία. Αυτές οι τρεις περιοχές συνιστούν την τριάδα των διαταραχών, δηλαδή τον πυρήνα των κλινικών χαρακτηριστικών του αυτισμού2. 

Εκδηλώνεται με συχνότητα εμφάνισης 2-6 στις 1000 γεννήσεις (Center for Disease Control and Prevention, 2001). Μάλιστα πρόσφατα το Center for Disease Control and Prevention υποστήριξε ότι ο αυτισμός πλέον εμφανίζεται με συχνότητα 1/166 γεννήσεις (Preissler, 2006). Είναι διεθνώς αποδεκτό ότι στα 10.000 άτομα τα 50 είναι άτομα με αυτισμό. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Αμερικάνικη Ακαδημία Νευρολογίας, 60.000 -115.000 παιδιά κάτω των 15 ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες ανταποκρίνονται στα διαγνωστικά κριτήρια του αυτισμού (American Academy of Neurology, 2000). 

Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 4.000-5.000 παιδιά και ενήλικα άτομα με κλασικό αυτισμό και 20.000-30.000 με αυτιστικού τύπου διαταραχές ανάπτυξης (Τσόρμπα, 2007). Στην ιστοσελίδα του παιδαγωγικού ινστιτούτου, που περιέχει το αναλυτικό πρόγραμμα για τα παιδιά με αυτισμό, αναφέρεται ότι η συχνότητα εμφάνισης του αυτισμού στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται από 2 έως 11 άτομα ανά 10.000 άτομα. 

Ο αυτισμός έχει οργανική βάση και είναι το αποτέλεσμα μιας νευρολογικής διαταραχής που επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου. Συναντάται τέσσερις φορές περισσότερο στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια. Διεθνώς παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο ότι τα 2/3 των ατόμων με αυτισμό είναι άνδρες και το 1/3 γυναίκες. Η Εταιρεία Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων κατέγραψε 657 περιπτώσεις παιδιών με αυτισμό σχολικής ηλικίας (Καργανάκης, 2004).

Ο αυτισμός εισήχθη στην επιστήμη από τον L. Kanner το 1943 και σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις αναφέρεται σε νευροαναπτυξιακό σύνδρομο, που εμφανίζεται σε πρώιμο στάδιο της ζωής του ανθρώπου (κατά τα 3 πρώτα έτη). Η μορφή έκφρασης των συμπτωμάτων του αυτισμού και ο βαθμός σοβαρότητας τους ποικίλουν ανάλογα με την περίπτωση του κάθε ατόμου. Γι’ αυτό το λόγο συνήθως αναφερόμαστε στο «φάσμα του αυτισμού» που περιλαμβάνει πολλές περιπτώσεις. 

Για παράδειγμα ο αυτισμός που συνοδεύεται από νοητική καθυστέρηση, αλαλία, ή σοβαρές καθυστερήσεις στην γλωσσική ανάπτυξη και ομιλία αποκαλείται αυτισμόςτύπου Kanner ή κλασικός αυτισμός, ενώ ο αυτισμός που χαρακτηρίζεται από σχετικά υψηλή λειτουργικότητα, με ακέραιες τις γλωσσικές δεξιότητες και τη νοημοσύνη ονομάζεται σύνδρομο Asperger (Frith, 1994). Ένας άλλος τύπος αυτισμού είναι και το σύνδρομο Rett που συναντάται κυρίως στα κορίτσια. Στα παιδιά με το σύνδρομο αυτό υπάρχουν περίοδοι τυπικής ανάπτυξης που ακολουθούνται από τη σταδιακή απώλεια των ήδη κεκτημένων δεξιοτήτων.

Κοινά χαρακτηριστικά των παιδιών με αυτισμό είναι η απουσία ή βλάβη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, της επικοινωνίας και της ανάπτυξης της φαντασίας που με τη σειρά της οδηγεί στην αδυναμία ανάπτυξης του συμβολικού παιχνιδιού. 

Όσον αφορά στο παιχνίδι, κάποια από τα κριτήρια διάγνωσης του αυτισμού, όπως καταγράφονται στο ICD-10 (Διεθνής Ταξινόμηση των Ασθενειών, 10η έκδοση, 1987) και στο DSM-IV (Εγχειρίδιο Διαγνωστικής και Στατιστικής, 4η έκδοση, Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 1994) είναι η έλλειψη ποικίλου, αυθόρμητου παιχνιδιού με παίξιμο ρόλων ή κοινωνική μίμηση, ανάλογου με το αναπτυξιακό επίπεδο, καθώς και οι καθυστερήσεις ή η ανώμαλη λειτουργικότητα πριν την ηλικία των 3 ετών στην ανάπτυξη συμβολικού ή φανταστικού παιχνιδιού. (Peeters, 2000). Επίσης ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το περιορισμένο, άκαμπτο και επαναλαμβανόμενο ρεπερτόριο δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων. Οι άνθρωποι με αυτιστικές διαταραχές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον κόσμο και έχουν δυσκολία να μάθουν από εμπειρίες. Βρίσκουν δύσκολο να οργανωθούν σε θέματα που αφορούν το χώρο και το χρόνο. 

Πάντως η βλάβη στην κοινωνική αλληλεπίδραση είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής (Wing, 2000). Επίσης, είναι σημαντικό ότι το 75% των παιδιών με αυτισμό παρουσιάζουν νοητική καθυστέρηση με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναπτύξουν τις γνωστικές τους δεξιότητες και να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τα προβλήματα που αναφέρθηκαν.

Χαρακτηριστικό της κοινωνικής ανάπτυξης στον αυτισμό δεν είναι τόσο η αποφυγή ή η αντίσταση στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, όσο η υποκείμενη έλλειψη κοινωνικού ενδιαφέροντος και αντίληψης. 

Επίσης, παρατηρείται μια χαρακτηριστική έλλειψη αμοιβαιότητας στα πλαίσια της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τους συνομηλίκους. Ένα παιδί τυπικής ανάπτυξης στέλνει σήματα λεκτικά ή μη λεκτικά όταν θέλει να πάρει, να δώσει ή να μοιραστεί ένα παιχνίδι, το παιδί όμως με αυτισμό δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τι σημαίνουν τα σήματα αυτά και οποιαδήποτε αντίδραση από τη μεριά του στην καλύτερη περίπτωση θα είναι ακατάλληλη, ενώ στη χειρότερη θα είναι αντίθετη από αυτό που θέλει. 

Επομένως πολλά παιδιά με αυτισμό μπορεί να επιτρέπουν να τους παίρνουν τα παιχνίδια χωρίς αντίσταση και αντίστοιχα μπορεί να πάρουν απλώς αυτό που θέλουν, άσχετα με το ποιος το χρησιμοποιεί εκείνη τη στιγμή. Εν συντομία αν ένας συνομήλικος ξεκινήσει μια κοινωνική πράξη, το παιδί με αυτισμό μπορεί να μην την αναγνωρίσει ως τέτοια. Επομένως δε θα την αναπτύξει σε κοινωνική συνδιαλλαγή με νόημα.

Τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης μαθαίνουν κοινωνικές δεξιότητες ώστε να συμμετέχουν ή να απομακρύνονται από το παιχνίδι με άλλους. Ο πιο κοινός τρόπος για να μπει ένα παιδί σε μια ομάδα είναι να κοιτάξει τι κάνουν οι άλλοι, να παίξει για λίγο δίπλα αντιγράφοντας αυτό που κάνουν οι άλλοι και σταδιακά να μπει στο παιχνίδι. Τα παιδιά με αυτισμό δε μαθαίνουν από την απλή ανάμειξη με τους άλλους. Πρέπει να εκπαιδευτούν συγκεκριμένα στη μίμηση, στο πώς να προσέχουν και τι να προσέχουν, όταν παρατηρούν.
Οι επιπτώσεις της κοινωνικής διαταραχής των παιδιών με αυτισμό στη ανάπτυξή τους προκαλούν διάφορα προβλήματα και δυσκολίες στους εξής τομείς (Jordan, Powell 2000, 
33-36):

Στην κοινωνική κατανόηση. 
Το παιδί με αυτισμό δεν αναγνωρίζει ότι ο άλλος μπορεί να μην ξέρει αυτό που το ίδιο ξέρει και έτσι δε θα σκεφτεί ότι πρέπει να μεταφέρει τις απαραίτητες πληροφορίες. Η βασική έλλειψη κοινωνικής κατανόησης δημιουργεί δυσκολίες στη σκέψη και στη μάθησή τους. Η έλλειψη της κοινωνικής κατανόησης επεξηγείται στη θεωρία του νου. Τα παιδιά με αυτισμό δε μπορούν να διαβάσουν τη συμπεριφορά και τα πρόσωπα και να κάνουν υποθέσεις για το τι σκέφτονται και αισθάνονται οι άνθρωποι. Δεν έχουν ανεπτυγμένη τη θεωρία του νου ώστε να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα και τις προθέσεις πίσω από αυτό που κυριολεκτικά βλέπουν.

Στη μίμηση. 
Το παιδί με αυτισμό δε μπορεί να ξεπεράσει την αρχική εξάρτηση από τον ενήλικα και αυτό οδηγεί σε δυσκολίες στην ανεξαρτητοποίηση και στην αδυναμία να προκαλέσει κοινωνική αλληλεπίδραση κατά βούληση. Τα παιδιά αυτά μπορούν να μιμηθούν με ακρίβεια. Το πρόβλημα είναι η ποιότητα της μίμησης η οποία είναι ακριβές αντίγραφο αυτού που μιμούνται. Η μίμηση πρέπει να είναι ενεργός και δημιουργική και ποτέ ακριβής αντιγραφή. Στον αυτισμό, όμως, έχει μια παρασιτική ιδιότητα: το άτομο αναπαράγει ό,τι ακριβώς αντιλαμβάνεται. Η προβληματική αυτή μίμηση οδηγεί σε δυσκολίες αλληλεπίδρασης και διαπραγμάτευσης με τον κόσμο.

Στη συνδυασμένη προσοχή. 

Τα παιδιά με αυτισμό σπάνια επιχειρούν να μοιραστούν παιχνίδια ή να κατευθύνουν την προσοχή του ενήλικα δείχνοντας ή κοιτώντας αντικείμενα. Αδυνατούν να μοιραστούν αυθόρμητα το αντικείμενο προσοχής με ένα ενήλικα και δεν τραβούν την προσοχή σε αυτό που κάνουν. 
Διαθέτουν λίγες στρατηγικές για να συντονίσουν την προσοχή τους με εκείνη των άλλων. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διδασκαλία και στη μάθηση (Kasari/ Freeman/ Pararella, 2006).

Στη βλεμματική επαφή

Μια βασική λειτουργία που συμβάλει στην ανάπτυξη των κοινωνικών συμπεριφορών είναι η βλεμματική επαφή. Τα παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν αποκλίνουσα βλεμματική επαφή. Χαρακτηριστικό τους είναι η απόκλιση στην αμοιβαία ποιότητα της οπτικής επαφής και όχι απλώς η αποφυγή βλέμματος.  Τα παιδιά με αυτισμό που χρησιμοποιούν το βλέμμα δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν κατάλληλα για επικοινωνία. Κοιτούν άλλοτε πολύ κοντά, ή πολύ μακριά από τα μάτια του άλλου και άλλοτε δεν τον κοιτάνε καθόλου. Η στέρηση του βλεμματικού παιχνιδιού του μικρού παιδιού με τη μητέρα στα πρώτα χρόνια της ζωής έχει σοβαρές επιπτώσεις και στο παιχνίδι των παιδιών αυτών. Το παιχνίδι τους δεν εξελίσσεται φυσιολογικά. Στο ελεύθερο παιχνίδι τους, για παράδειγμα, δεν μπορούν να συσχετίσουν το χαμόγελο με την οπτική επαφή, ώστε να δείχνουν επικοινωνιακή πρόθεση και να χαμογελούν ανταποκρινόμενα στο χαμόγελο της μητέρας τους (Williams, 2003).

Στη δημιουργία σχέσεων με συνομηλίκους. 

Πολύ λίγα άτομα με αυτισμό δημιουργούν προσωπικές σχέσεις με συνομηλίκους. Απουσιάζει το συνεργατικό παιχνίδι με τα άλλα παιδιά. Επίσης απουσιάζει και η ικανότητα ενσυναίσθησης και αυτό οδηγεί, καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά αυτά σε ολοένα και μεγαλύτερη απομόνωση. Τα παιδιά αυτά αδυνατούν να δημιουργήσουν φιλίες και έτσι στερούνται και τις βασικές κοινωνικές δεξιότητες που εδραιώνονται μέσω των φιλιών.

Στο κοινωνικό και συμβολικό παιχνίδι

Χαρακτηριστικό των παιδιών με αυτισμό είναι οι φτωχές δεξιότητες παιχνιδιού. Συνήθως χειρίζονται απλώς τα παιχνίδια, χωρίς να αναπτύσσουν λειτουργικό ή συμβολικό παιχνίδι. 

Το παιχνίδι τους είναι στερεότυπο και επαναλαμβανόμενο. Ακόμη και στα πιο ικανά, τα οποία αναπτύσσουν κάποια μορφή λειτουργικού παιχνιδιού ή ακόμη και παιχνιδιού προσποίησης, αυτό είναι στερεότυπο και επαλαμβανόμενο. Το κοινό παιχνίδι είναι σπάνιο ή ανύπαρκτο, εκτός από εκείνο με σωματική επαφή και κίνηση. Στη συνέχεια θα γίνει αναλυτικότερη περιγραφή του παιχνιδιού των παιδιών αυτών.

Τέλος, όπως αναφέρθηκε, τα παιδιά με αυτισμό, εξαιτίας της διαταραγμένης τους κοινωνικότητας, αντιμετωπίζουν και δυσκολίες στην επικοινωνία. Κάποια παιδιά μένουν σε όλη τους τη ζωή χωρίς λόγο, ενώ άλλα μπορεί να έχουν καλές γλωσσικές δεξιότητες. Ανεξάρτητα όμως από το επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας, όλα τα παιδιά με αυτισμό πάσχουν από μια διαταραχή επικοινωνίας. 

Στον αυτισμό η γλώσσα εξελίσσεται χωρίς το παιδί να έχει αντίληψη της χρήσης της για επικοινωνία και χωρίς να κατανοεί το πώς μπορούν οι άλλοι να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να δημιουργήσουν μια ποικιλία σημασιών πέρα από την κυριολεκτική σημασία των λέξεων και των προτάσεων. Λόγω της ανεπάρκειας στην κατανόηση της επικοινωνίας η γλώσσα του παιδιού με αυτισμό τείνει να χρησιμοποιείται για ένα πολύ στενό φάσμα σκοπών, κυρίως για να διατυπώνονται αιτήματα. Συχνά είναι μη παραγωγική, αφού δε στηρίζεται στα λεχθέντα των άλλων, ούτε έχει σχέση με το πλαίσιο. Το παιδί με αυτισμό προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνουν οι λέξεις, παρά τι εννοεί ο ομιλητής, ερμηνεύει τους ιδιωματισμούς και το σαρκασμό κυριολεκτικά και χωρίς να καταλαβαίνει το νόημα. 

Ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα της γλώσσας των παιδιών με αυτισμό είναι και η ηχολαλία, η αντιγραφή δηλαδή, αυτού που άκουσαν από άλλους είτε αμέσως είτε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ακόμη και ετών. Η ηχολαλία μπορεί να ερμηνευτεί ως ένας τρόπος με τον οποίο το παιδί με αυτισμό προσπαθεί να επικοινωνήσει, να πει κάτι που θέλει (Jordan, 2000).

3 www.nas.org.uk

πηγή: 
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 
ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ

ΓΚΑΡΑΝΗ ΣΤΕΛΛΑΣ
Με ΘΕΜΑ:
«Αυτισμός και παιχνίδι – μια πιλοτική έρευνα της καταγραφής και διερεύνησης των απόψεων εκπαιδευτικών, εκπροσώπων ειδικοτήτων (εκπαιδευτικών, λογοθεραπευτών, εργοθεραπευτών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών) και γονέων για τη χρήση του παιχνιδιού στην εκπαίδευση και θεραπεία των παιδιών με αυτισμό»

Πινακας :http://www.amiria.co.nz/artist/ncea-level-3-painting-folio/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα