ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ



1.1.1. Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλική συμπεριφορά


Ο όρος «σεξουαλικότητα» αποτελεί μια πολύπλοκη έννοια, η οποία περιλαμβάνει τα κίνητρα συμπεριφοράς αλλά και την ίδια τη συμπεριφορά που αναπτύσσει το άτομο κατά τη συναναστροφή του με άτομα του αντίθετου φύλου (όταν πρόκειται για ετεροφυλόφιλους) και με άτομα του ιδίου φύλου (όταν πρόκειται για ομοφυλόφιλους). Ο Kant συνδύασε τη σεξουαλικότητα με μια πανίσχυρη δύναμη που προκύπτει από τη γενετήσια επιθυμία. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη έννοια στην οποία εμπλέκονται βιολογικοί, ψυχοκοινωνιολογικοί, συμπεριφοριστικοί, ηθικοί και πολιτιστικοί μηχανισμοί (Masters, Johnson & Kolodny,1995). Η έννοια της σεξουαλικότητας περικλείει τα υπαινικτικά συναισθήματα του ατόμου για ανεξαρτησία, την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και τις αντιλήψεις του ατόμου για την αγάπη (Fogel & Lauver, 1990). Η σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί τη λεκτική και μη λεκτική έκφραση της σεξουαλικότητάς του και υιοθετείται για αναπαραγωγικούς λόγους, για την πνευματική ανύψωση και την έκφραση συναισθημάτων (Sharpe, 2003). Πολλές είναι οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί με σκοπό να ερμηνεύσουν τη σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου και τα ήθη που τη διέπουν.
Οι πρώτες ανθρωπολογικές θεωρίες που διατυπώθηκαν βασίζονται στην ευρύτερη έννοια της εξελικτικότητας. Οι θεωρίες αυτές, βέβαια, διατυπώθηκαν χωρίς να υπάρχουν οι γνώσεις για τη σεξουαλική ζωή και για την εξελικτική ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου κι έτσι συχνά βασίζονταν σε εικασίες. Πρώτος ο Bachofen (1861˙ όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986) υποστήριξε ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα περνάει από μια μορφή εξέλιξης από εποχή σε εποχή, και κατ’ επέκταση τα σεξουαλικά ήθη διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου.

Στα 1871 ο Δαρβίνος, με το έργο του «Καταγωγή του ανθρώπου», προτείνει έναν συγκεκριμένο μηχανισμό για να εξηγήσει τον σεξουαλικό διμορφισμό: τον μηχανισμό της σεξουαλικής επιλογής (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). Κατά τον Δαρβίνο ο σεξουαλικός διμορφισμός ανθρώπων και ζώων ξεκινά από την τάση των θηλυκών να επιλέγουν, για λόγους προστασίας και ασφάλειας, αρσενικούς συντρόφους και από την τάση των αρσενικών να επιλέγουν τα πιο όμορφα θηλυκά. Μετά από αυτή τη γενική θέση που διατύπωσε ο Δαρβίνος σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά που αναπτύσσει ο άνθρωπος, ο Morgan (1877), βασιζόμενος σε εθνολογικές ενδείξεις, θέλησε να δώσει πιο λεπτομερείς εξηγήσεις για τη διαφοροποίηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς ανθρώπων και ζώων (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). Ο περιορισμός της σύναψης σεξουαλικής σχέσης ανάμεσα σε συγγενή άτομα της ίδιας γενιάς αρχικά, και η αποφυγή της αιμομιξίας στη συνέχεια, ήταν τα ήθη εκείνα που οδήγησαν τον άνθρωπο στη δημιουργία χαλαρών δεσμών μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας (μονογαμία). Από τη θεωρία του Morgan άντλησε και ο Engels (1985) πολλά στοιχεία και ισχυρίστηκε ότι ο ομαδικός γάμος απάλλαξε τον άνθρωπο από τη σεξουαλική ζήλια (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). 

Λίγες δεκαετίες αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Freud (1912) δίνει μια νέα ερμηνεία για την εμφάνιση του ταμπού της αιμομιξίας, που σημάδεψε τη γέννηση του πολιτισμού, κάνοντας λόγο για μια πιθανή αντινομία ανάμεσα στη βιολογική κληρονομιά και τις πολιτιστικές επιταγές. Ο Malinowski (1927) αναγνώρισε την πυρηνική οικογένεια ως χαρακτηριστική και τυπική για τον άνθρωπο και στη συνέχεια ο Zuckerman (1932) ισχυρίστηκε ότι η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα των πρωτευόντων αποτέλεσε την αιτία της κοινωνικής ζωής τους (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986).

Κατά τη δεκαετία του ’60 εμφανίζονται πλέον οι πρώτες θεωρίες που βασίζονται στις γνώσεις που προσέφεραν οι ανακαλύψεις της παλαιοανθρωπολογίας. Τα πρώτα μοντέλα που προκύπτουν από τις θεωρίες αυτές επιχειρούν να συνδέσουν τα κύρια στοιχεία της σεξουαλικής ζωής του ανθρώπου με την ανάπτυξη του τμήματος εκείνου του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες. Σ’ αυτά τα μοντέλα εισάγεται και η έννοια των «κυρίαρχων αρσενικών», που κατορθώνουν να γονιμοποιήσουν τα θηλυκά και διαθέτουν –πέρα από σωματική δύναμη- ικανότητα αυτοελέγχου, συνεργατικότητα, επιμονή και δεξιοτεχνία. Σύμφωνα με αυτά τα μοντέλα, ο ανταγωνισμός και οι ιεραρχικές διαφορές μεταξύ των αρσενικών αποτέλεσαν κομβικό στοιχείο για το αναπαραγωγικό σύστημα. Η κληροδότηση των παραπάνω ικανοτήτων στους απογόνους τους είχε σαν αποτέλεσμα την εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου. 

Πολλοί ερευνητές, βασιζόμενοι στο επιχείρημα ότι η πυρηνική οικογένεια αποτελεί το θεμέλιο λίθο της σεξουαλικής εξέλιξης του ανθρώπου, διαμόρφωσαν το «μονογαμικό μοντέλο». Οι διάφορες ερευνητικές απόψεις που κινούνται γύρω από το συγκεκριμένο μοντέλο συγκλίνουν στο ότι η εντονότερη σεξουαλική δραστηριότητα ενδυναμώνει το δεσμό αρσενικού και θηλυκού. Στα πλαίσια αυτής της θεωρίας, ο Morris (1967) υποστήριξε ότι όλα τα χαρακτηριστικά που συνιστούν τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου λειτουργούν ως θεματοφύλακες της πυρηνικής οικογένειας. Ο Lovejoy (1981) θέλοντας, με τη σειρά του, να φωτίσει τις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία της πυρηνικής οικογένειας, εστιάζει την προσοχή σε μια καθημερινή ασχολία θηλυκών και αρσενικών –την εκμετάλλευση διαφορετικών πηγών τροφής- θεωρώντας την ως μια βασική αιτία που έφερε το θηλυκό πιο κοντά στη φροντίδα των παιδιών, το οδήγησε στην απώλεια του οίστρου και στην κατοχύρωση του μονογαμικού δεσμού (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986).

Μια άλλη μερίδα ερευνητών (Beach,1978. Reynolds, 1968. Washburn & Lancaster, 1968) που υποστηρίζει το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, παρουσιάζει μια διαφορετική ερμηνεία για τους λόγους της διαμόρφωσης του μονογαμικού δεσμού. Συγκεκριμένα, ο ευνοϊκός κατακερματισμός εργασιών και η αλληλοσυμπλήρωση που προκύπτει μέσα από έναν τέτοιο δεσμό, φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος δημιουργίας μονογαμικού δεσμού, του οποίου η συνοχή απλά αυξάνεται μέσα από τη σεξουαλική πράξη. Ο Beach (1978) μάλιστα υποστήριξε ότι η αύξηση της συχνότητας της συνουσίας στόχευε κυρίως στην κάλυψη της ανάγκης για γονιμοποίηση καθώς η ωορρηξία δεν ήταν φανερή (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986). 

Πολλές θεωρίες, βέβαια, διατυπώθηκαν απορρίπτοντας την πυρηνική οικογένεια ως βάση για την ερμηνεία της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Κάποιες από αυτές βασίζονται σ’ ένα θηλεοκεντρικό μοντέλο και θεωρούν ότι η έμφυτη «υπερσεξουαλικότητα» της γυναίκας αποτέλεσε μέσο για τη συντήρησή της και οδήγησε σε μια ομαλή προσαρμογή στην ελευθερογαμία του παρελθόντος (Sherfey, 1972). Άλλες πάλι απορρίπτουν την ύπαρξη κατανομής εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα και υποστηρίζουν ότι η διαφοροποίηση των κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων πραγματοποιήθηκε σταδιακά στη μέση παλαιολιθική εποχή (Borneman, 1975,1978). Η Jonas (1979) απορρίπτει επίσης το μονογαμικό μοντέλο και υποστηρίζει ότι ο άντρας κατείχε αρχικά έναν περιθωριακό ρόλο στην κοινότητα κι αργότερα ενσωματώθηκε στην ομάδα, της οποίας πυρήνας ήταν η μητέρα με τα παιδιά της. Αντίθετα, η Alexeyeva (1977) δε διακρίνει κάποιο συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης στη αρχέγονη κοινωνία, θεωρεί τη μόνιμη σεξουαλική δραστηριότητα ένα πρόσφατο φαινόμενο και τη μόνιμη δεκτικότητα της γυναίκας ως μια προσαρμογή στις έντονες σεξουαλικές απαιτήσεις του άνδρα (όπως αναφέρεται στο Κούρτοβικ, 1986).

Όλες οι παραπάνω θεωρίες και τα μοντέλα που παρουσιάστηκαν προσεγγίζουν και ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο τα ίδια δεδομένα. Πολλές είναι οι αδυναμίες που μπορεί να εντοπίσει κανείς στα επιχειρήματα και τις ερμηνείες που παραθέτουν. Στα πλαίσια της συνεχούς επιστημονικής δραστηριότητας που πραγματοποιείται προκειμένου να φωτιστούν και να ερμηνευθούν τα αίτια και οι στάσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς που υιοθετεί το άτομο, οι ψυχολογικές θεωρήσεις διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο.



1.1.2. Ψυχολογικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλική συμπεριφορά


Πρώτος ο Freud (1962) προσέγγισε από την ψυχολογική σκοπιά τη σεξουαλικότητα του ατόμου, διατυπώνοντας τη θεωρία για τα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Υποστήριξε, λοιπόν, ότι πηγή των ενστίκτων είναι οι καταστάσεις σωματικής έντασης που επικεντρώνονται στις ερωτογενείς ζώνες του σώματος, οι οποίες μεταβάλλονται κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης του ατόμου.

Σύμφωνα με τη θεωρία του Freud, το πρώτο στάδιο ανάπτυξης είναι το στοματικό, κατά το οποίο η περιοχή διέγερσης είναι το στόμα. Σ’ αυτό το στάδιο το άτομο είναι παθητικό και δεκτικό αρχικά, ενώ αργότερα παρατηρείται κάποια συγχώνευση σεξουαλικών και επιθετικών απολαύσεων. Το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης είναι το πρωκτικό, κατά το οποίο η ηδονή που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη ερωτογενή ζώνη θέτει τον οργανισμό σε σύγκρουση, την πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Η τρίτη φάση ανάπτυξης είναι η φαλλική. Τότε είναι που η βιολογική διαφοροποίηση των φύλων οδηγεί τη συγκέντρωση της διέγερσης και της ηδονής στα γεννητικά όργανα. Σ’ αυτή τη φάση παρατηρείται το άγχος του ευνουχισμού και το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα για τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια αναπτύσσουν το φθόνο του πέους. Τελικά, η ταύτιση του παιδιού με τον γονέα του ίδιου φύλου οδηγεί στη λανθάνουσα περίοδο. Κατά την εφηβεία οι σεξουαλικές ορμές και τα οιδιπόδεια συναισθήματα ξαναξυπνούν σηματοδοτώντας την έναρξη του γεννητικού σταδίου. Το γεννητικό στάδιο διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο για το άτομο και τη λειτουργία του μέσα στην κοινωνία. Η παραπάνω θεωρία του Freud αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα μελέτης της ανθρώπινης σεξουαλικότητας από ψυχολογική σκοπιά και έδωσε το έναυσμα σε πολλούς επιστήμονες να προχωρήσουν μετέπειτα στη διατύπωση ανάλογων ψυχολογικών θεωριών.

Ο Bowlby (1982), με την ηθολογική του θεωρία σχετικά με την προσκόλληση, υποστήριξε ότι η παιδική ηλικία αποτελεί το πρώτο στάδιο κατά το οποίο το άτομο ενεργοποιεί το συμπεριφοριστικό του σύστημα. Το σύστημα αυτό είναι που δημιουργεί μηχανισμούς προστασίας καθώς το άτομο προχωρά στα διάφορα αναπτυξιακά του στάδια. Μια βασική αρχή της συγκεκριμένης θεωρίας είναι ότι όλα τα παιδιά περνούν από τα ίδια αναπτυξιακά στάδια και έχουν τις ίδιες δυνατότητες ανάπτυξης του συγκεκριμένου συστήματος προσκόλλησης (Bretherton & Munholland,1999). Το επιτυχές πέρασμα από τα διάφορα στάδια προσκόλλησης είναι αυτό που θα οπλίσει το παιδί με μια ασφαλή συναισθηματική βάση και θα επηρεάσει τη διαπροσωπική του συμπεριφορά για το υπόλοιπο της ζωής του (Dozier, Stovall & Albus, 1999. Greenberg, 1999). 

Τα συναισθήματα, λοιπόν, αυτά είναι που θα διαμορφώσουν τα βασικά Μοντέλα Εσωτερικής Λειτουργίας του ατόμου (internal working models), ώστε να αναπτύξει μια θετική συμπεριφορά τόσο αναφορικά με τον εαυτό του όσο και σε σχέση με τους άλλους (Model of self and Model of other) (Bartholomew, 1990), . 

Σε μια συνέχεια της θεωρίας του Bowlby, οι ψυχολόγοι της αναπτυξιακής θεωρίας οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι παιδιά που μεγαλώνουν σ’ ένα υποστηρικτικό περιβάλλον έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη και κοινωνικοποιούνται πιο ομαλά (Ainsworth, Blehar, Waters & Wall, 1978). Ωστόσο, η θετική ή η αρνητική ανάπτυξη των Μοντέλων Εσωτερικής Λειτουργίας του Εαυτού και των Άλλων (Model of self and Model of Other) θα πρέπει να ιδωθεί μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο συναισθηματικών και κοινωνικών παραγόντων (Bretherton & Munholland,1999). Έρευνες, λοιπόν, έδειξαν ότι τα άτομα παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο που προσκολλώνται (attachment style) και σύμφωνα με αυτές άλλοι νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τις συναναστροφές τους και άλλοι μικρότερη. Οι τέσσερις κατηγορίες τύπων προσκόλλησης που είναι ο Ασφαλής (secure), ο Αποφευκτικός (dismissing), ο Συλλογιστικός (preoccupied) και ο Αγχώδης (fearful) (Bartholomew, 1994), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των Εσωτερικών Μοντέλων Λειτουργίας, θα αποβούν καθοριστικές στη διαμόρφωση των ικανοτήτων του ατόμου στη σύναψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων κατά την ενήλικη ζωή του (Simpson & Rholes,1998).

Τις τελευταίες δεκαετίες οι ερευνητές θέλησαν να μελετήσουν κατά πόσο οι διάφοροι τύποι προσκόλλησης επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ατόμου στις ρομαντικές και σεξουαλικές τους σχέσεις (Hazan & Shaver, 1987). Τα αποτελέσματα ερευνών έδειξαν ότι οι προσανατολισμοί προσκόλλησης (attachment orientations) ασκούν βαθειά επιρροή στον τρόπο που τα άτομα νιώθουν και δρουν στις ρομαντικές τους σχέσεις (Feeney & Noller, 1996). Για παράδειγμα, τα άτομα ανάλογα με τον προσανατολισμό τους είναι πιθανό, κατά τη σεξουαλική τους συμπεριφορά, να διέπονται από άγχος και συγκρουσιακά συναισθήματα (Rholes, Simpson & Stevens, 1998) ή να νιώθουν αρμονία και ικανοποίηση (Brenan & Shaver, 1995. Roberts & Noller, 1998) ή να συνάπτουν βραχυπρόθεσμες σχέσεις (Hazan & Zeifman, 1999. Kirkpatrick, 1998).

Σύμφωνα με τον Bartholomew και τον Horowitz (1991) τα μοντέλα εσωτερικής λειτουργίας είναι ανεξάρτητες διαστάσεις, που όταν συνδυαστούν μεταξύ τους διαμορφώνουν τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης και κατά την ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, άτομα που κατέχουν θετικά το μοντέλο του εαυτού και των άλλων υπολογίζεται ότι θα υιοθετήσουν το Ασφαλές στυλ προσκόλλησης στις ρομαντικές σχέσεις, ενώ άτομα που κατέχουν θετικά το μοντέλο του εαυτού και αρνητικά το μοντέλο των άλλων είναι πιθανό να αποκτήσουν υψηλή αυτοεκτίμηση αλλά παράλληλα να τείνουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους από μια απογοήτευση, αποφεύγοντας τη σύναψη στενών σχέσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα αίσθημα ανεξαρτησίας. 

Η συγκεκριμένη θεωρία δεν υποστηρίζει την ύπαρξη διαφυλικών διαφορών ως προς τα στυλ προσκόλλησης, ωστόσο μεταγενέστερες έρευνες έχουν δείξει ότι το κάθε φύλο τείνει περισσότερο προς κάποιο από τα στυλ. Συγκεκριμένα, οι άνδρες φαίνεται να τείνουν προς το Αποφευκτικό, αποφεύγοντας τη συναισθηματική δέσμευση και επιδιώκοντας σχετική ανεξαρτησία (Bartholomew, 1990). Πορίσματα πληθώρας ερευνών που μελέτησαν τη σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου κατέδειξαν ότι οι διαφυλικές διαφορές που εντοπίζονται προκύπτουν από τις συναισθηματικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις των δύο φύλων (Bem,1974. Spence & Helmreich, 1978)

Ο Trivers το 1972 διατύπωσε τη θεωρία της Γονεϊκής Επένδυσης (Parental Investment Theory), σύμφωνα με την οποία ο χρόνος και η ενέργεια που αφιερώνουν οι γονείς στη φροντίδα του κάθε απόγονου διαφέρει ανάλογα με το φύλο του. Η θεωρία αυτή ξεκίνησε από τη μελέτη της σεξουαλικής συμπεριφοράς των ζώων, για να ερμηνεύσει τελικά και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Υπάρχουν είδη ζώντων οργανισμών στα οποία οι γονείς επενδύουν περισσότερο στους θηλυκούς απογόνους, ενώ σε άλλα είδη το φύλο που απολαμβάνει μεγαλύτερης γονεϊκής επένδυσης είναι το αρσενικό (Alcock, 1993. Clutton-Brock, 1991. Gwynne, 1984). Το φύλο στο οποίο οι γονείς επενδύουν λιγότερο είναι πιο επιθετικό με τους ομόφυλούς του, πεθαίνει νωρίτερα, τείνει να ωριμάσει αργότερα και είναι πιο αλαζονικό σε σχέση με το φύλο το οποίο χαίρει μεγαλύτερης επένδυσης. Σε ό,τι αφορά τη σύναψη σεξουαλικών σχέσεων το ευνοημένο φύλο παρουσιάζεται πιο υπομονετικό και σταθερό στις σεξουαλικές του επιλογές ( Clutton-Brock & Parker, 1992. LeBoeuf, 1974). 

Ο Trivers, αφού διατύπωσε την θεωρία της γονεϊκής επένδυσης μελετώντας όλα τα όντα, προέκτεινε τη θεωρητική του προσέγγιση στο ανθρώπινο είδος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία του, οι γονείς αρσενικού φύλου συμμετέχουν στη διαδικασία της γονεϊκής επένδυσης, δίνοντας προτεραιότητα στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών μέσω μιας μη συνεχούς συναισθηματικής αλλά κυρίως υλικής ανατροφής (Hazan & Diamond, 2000. Lovejoy, 1981). Αντίθετα, οι μητέρες εμφανίζονται πιο δραστήριες στη συγκεκριμένη διαδικασία (Low,1989. Munroe & Munroe ,1997. Quinn, 1997). 

Ωστόσο, οι διαφορές στους ρόλους των δύο γονέων έρχονται σε αντίθεση με τις φυσιολογικές λειτουργίες που υπαγορεύουν οι βιολογικές διαφορές των δύο φύλων. Για παράδειγμα, οι γυναίκες υποχρεούνται φυσιολογικά να υποστούν την κύηση και το θηλασμό προκειμένου να αναπαράγουν, ενώ η συμβολή του άνδρα περιορίζεται στη συνεισφορά σπέρματος (Symons, 1979). Οι φυσιολογικές, λοιπόν, αυτές λειτουργίες επιβαρύνουν ούτως ή άλλως το γονεϊκό ρόλο της γυναίκας σε σχέση με αυτόν του άνδρα και λογικά επιτρέπουν στον δεύτερο να διαθέτει περισσότερο χρόνο στη διαδικασία της γονεϊκής επένδυσης.

Από την οπτική, λοιπόν, της θεωρίας της γονεϊκής επένδυσης (Trivers, 1972), η παραπάνω ασυμμετρία έχει ως συνέπεια το φύλο που έχει τις λιγότερες υποχρεώσεις να παρουσιάζει μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα με τους ομόφυλούς του και να είναι λιγότερο επιλεκτικό ως προς τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον των γονέων εστιάζεται περισσότερο στη σεξουαλική συμπεριφορά που πρόκειται να υιοθετήσει το κορίτσι, με αποτέλεσμα τα αγόρια να εκδηλώνουν με περισσότερη ελευθερία τη σεξουαλική τους δράση (Chara & Kuennen, 1994. Taris & Semin, 1997). Πολλές έρευνες, υποστηρίζοντας τα όσα πραγματεύεται η εν λόγω θεωρία, έχουν δείξει ότι οι άνδρες αναπτύσσουν μια πιο ριψοκίνδυνη συμπεριφορά (Daly & Wilson, 1988) και ωριμάζουν αργότερα σε σχέση με τις γυναίκες (Geary, 1998). Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, σε ό,τι αφορά τις σεξουαλικές προτιμήσεις οι άνδρες τείνουν να συνάπτουν βραχυπρόθεσμες σχέσεις με μεγαλύτερη συχνότητα από τις γυναίκες (Buss & Schmitt, 1993. Simpson & Gagnestad, 1992. Regan, 1998).

Μόλις την προηγούμενη δεκαετία, οι Buss και Schmitt (1993) συνεχίζοντας τη θεωρία της Γονεϊκής Επένδυσης του Trivers (1972) πρότειναν τη θεωρία των Σεξουαλικών Στρατηγικών (Sexual Strategies Theory). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν κατασκευάσει ένα πολύπλοκο «ρεπερτόριο» στρατηγικών ζευγαρώματος (mating strategies). Mία από αυτές τις στρατηγικές αναφέρεται στη σύναψη μακροχρόνιων σχέσεων, οι οποίες σημαδεύονται από έντονη συναισθηματική επένδυση, ενώ μια άλλη στρατηγική αναφέρεται στη σύναψη βραχυπρόθεσμων σχέσεων. Ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες ακραίες στρατηγικές απλώνεται ένα φάσμα στρατηγικών σύναψης σχέσεων, που αφορά σε σχέσεις μέτριας χρονικής διάρκειας και συναισθηματικής επένδυσης. Η επιλογή μίας ή ο συνδυασμός κάποιων από τις σεξουαλικές στρατηγικές, που πραγματοποιεί το άτομο, επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως: οι ευκαιρίες που του παρουσιάζονται, οι γονεϊκές επιρροές, οι πολιτιστικές αξίες και νόρμες κ.α. (Buss, 1994. Gangestad & Simpson, 2000. Schmitt, 2003). 

Παρόλο, βέβαια, που η θεωρία των σεξουαλικών στρατηγικών παρουσιάζει και τα δύο φύλα να διαθέτουν εξίσου μέσα στο προαναφερθέν «ρεπερτόριό» τους στρατηγικές για όλα τα είδη σχέσεων, παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφορές στις επιλογές των ανδρών και των γυναικών. Για παράδειγμα, διαφέρουν ιδιαίτερα οι προτιμήσεις των δύο φύλων αναφορικά με την επιλογή συντρόφου. Συγκεκριμένα, οι άνδρες δίνουν προτεραιότητα σε σημάδια που σχετίζονται με τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή, που αφορούν κυρίως στη νεότητα και τη φυσική παρουσία, ενώ οι γυναίκες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο κοινωνικό γόητρο και την ωριμότητα του συντρόφου (Buss & Schmitt,1993. Ellis, 1992).

Επίσης, σύμφωνα πάντα με τη θεωρία των σεξουαλικών στρατηγικών, και τα δύο φύλα αναζητούν τη σύναψη βραχυπρόθεσμων σχέσεων σε περιορισμένα πλαίσια αλλά για διαφορετικούς λόγους. Οι επιταγές που προκύπτουν από τη γονεϊκή επένδυση δεσμεύουν τις γυναίκες, με αποτέλεσμα να μην βρίσκουν ιδιαίτερους λόγους για σύναψη βραχυπρόθεσμων σχέσεων, ενώ οι άνδρες δεσμεύονται κυρίως από μια λανθάνουσα πίεση επιλεκτικότητας, εξαιτίας του αναπαραγωγικού τους συστήματος (Bjorklund & Shackelford, 1999). Μελετώντας, λοιπόν, κανείς τις δυνατότητες που δίνουν οι γενετικοί αναπαραγωγικοί μηχανισμοί των δύο φύλων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ωφέλειες που προκύπτουν από τη σύναψη πολλαπλών σεξουαλικών σχέσεων είναι περισσότερες για τους άντρες παρά για τις γυναίκες (Bateman, 1948. Symons, 1979). 

Οι στρατηγικές σύναψης βραχυπρόθεσμων σεξουαλικών σχέσεων των δύο φύλων μοιάζουν να διαφέρουν εξαιτίας των διαφορετικών σχεδιασμών που πηγάζουν από ψυχολογικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, οι άνδρες διαθέτουν μεγαλύτερη επιθυμία για πολυγαμία, προσαρμόζονται πιο εύκολα και γρήγορα σε μια νέα σχέση και έχουν τη τάση να είναι πιο δραστήριοι μέσα σε βραχυπρόθεσμες σχέσεις σε σύγκριση με τις γυναίκες (Buss & Schmitt, 1993). Τα προαναφερθέντα, λοιπόν, στοιχεία της ανδρικής ψυχολογίας είναι αυτά που καθιστούν τους άνδρες ικανούς να προσαρμόζονται σε συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.

Τα πορίσματα της θεωρίας των σεξουαλικών στρατηγικών, που αφορούν στις διαφυλικές διαφορές ως προς την επιθυμία για σεξουαλική ποικιλία, επαληθεύουν τόσο τη θεωρία της γονεϊκής επένδυσης (Trivers, 1972), όσο και τις άλλες πλουραλιστικές θεωρίες που μελετούν τις στάσεις που υιοθετεί το άτομο προκειμένου να συνάψει σεξουαλικές σχέσεις (Gangestad & Simpson, 2000). Γενικότερα, πάντως, το ενδιαφέρον που προκύπτει από τη μελέτη των ψυχολογικών θεωριών έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές να στραφούν στη διεξαγωγή ερευνών γύρω από τη σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου. 


1.1.3. Χαρακτηριστικά της σύγχρονης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ατόμου.


Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί με στόχο να μελετήσουν τη σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου. Οι περισσότερες την ερμηνεύουν σε συνδυασμό με μια σειρά από μεταβλητές και τα αποτελέσματα πολλών από αυτές θα παρουσιαστούν στη συνέχεια της εργασίας. Σ’ αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν τα ερευνητικά δεδομένα που αποκαλύπτουν βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ατόμου. 

Η έρευνα του Smith (1998) παρουσίασε ενδιαφέροντα αποτελέσματα μελετώντας την προγαμιαία σεξουαλική δραστηριότητα του ατόμου και τα χαρακτηριστικά της γενικής σεξουαλικής δραστηριότητάς του, συμπεριλαμβανομένων των εξωγαμιαίων σχέσεων και της συχνότητας εναλλαγής ερωτικών συντρόφων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας παρατηρείται συνεχής αύξηση των προγαμιαίων σχέσεων, η οποία σε συνδυασμό με την παρατηρηθείσα μείωση του μέσου όρου ηλικίας κατά την οποία πραγματοποιείται η πρώτη σεξουαλική επαφή και την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας σύναψης του πρώτου γάμου, προδίδει τη συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων που εντοπίζεται σήμερα. Τα παραπάνω έχουν, μάλιστα, σαν συνέπεια το 33% των παιδιών που γεννιούνται να προέρχεται από μια σχέση άνευ γάμου και να χαρακτηρίζονται ως προϊόντα λανθασμένων επιλογών. Παράλληλα με τα παραπάνω, η ίδια έρευνα παρουσιάζει και στοιχεία για τη σεξουαλική συμπεριφορά των ατόμων που έχουν ήδη συνάψει κάποιον γάμο. Ειδικότερα, είναι ευδιάκριτη σε μεγάλο ποσοστό η σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Ως προς τη συχνότητα κατά την οποία τα άτομα έρχονται σε σεξουαλική επαφή, υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος αγγίζει τις 61 φορές το χρόνο, αλλά η συχνότητα αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία.

Ο Smith (1998),επιπλέον παρουσιάζει –ανάμεσα στα άλλα ερευνητικά του δεδομένα- το κατά πόσο η εξάπλωση του AIDS έχει επηρεάσει τις σεξουαλικές συνήθειες του ανθρώπου. Το 45-50% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν μειώσει τη συχνότητα εναλλαγής ερωτικών συντρόφων, ένα 20-35% ότι καταφεύγουν στη χρήση προφυλακτικού και ένα 10-30% ότι συνευρίσκονται ερωτικά μόνο με άτομα που γνωρίζουν καλά, εξαιτίας της εξάπλωσης του ιού του AIDS. Ο παράγων AIDS επηρεάζει και τη συμπεριφορά των ομοφυλόφιλων, των οποίων το ποσοστό έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (3-5%). Ειδικότερα, οι τελευταίοι έχουν υιοθετήσει πιο ασφαλείς πρακτικές στη σεξουαλική τους ζωή, όπως τη μείωση της συχνότητας εναλλαγής ερωτικών συντρόφων, την τάση για σύναψη μακροπρόθεσμων σχέσεων και τη τακτική χρήση προφυλακτικού. 

Επιπλέον, μια σειρά από έρευνες που πραγματοποίησαν οι Schmitt, Alcalay, Allik, Agletter, Ault, Austers και συν. (2003α, 2003β, 2004α, 2004β) σε εξήντα δύο χώρες, παρουσίασαν ενδιαφέροντα αποτελέσματα αναφορικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά του ατόμου. Συγκεκριμένη έρευνά τους (2003α) στόχευε στη μελέτη της ύπαρξης διαφυλικών διαφορών ως προς την υιοθέτηση του αποφευκτικού τύπου προσκόλλησης στις ρομαντικές σχέσεις. Μέσα από τα αποτελέσματά της διαφάνηκε ότι οι άνδρες δεν επιλέγουν συχνότερα τον συγκεκριμένο τύπο προσκόλλησης σε όλες τις χώρες του κόσμου (σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες που παρουσίαζαν σαφείς διαφυλικές διαφορές), και ότι μάλιστα η συγκεκριμένη επιλογή συσχετίζεται με κοινωνικο-πολιτισμικούς παράγοντες.

Ακόμα, οι ίδιοι ερευνητές θέλησαν να ερευνήσουν τις διαφυλικές διαφορές που εμφανίζονται παγκοσμίως ως προς τη σεξουαλική επιθυμία και ποικιλία (2003β). Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες διαθέτουν τις ίδιες σεξουαλικές στρατηγικές, ωστόσο οι άνδρες επιλέγουν πιο συχνά τη στρατηγική των βραχυπρόθεσμων σχέσεων, σε αντίθεση με τις γυναίκες που συνήθως τείνουν στη στρατηγική των μακροπρόθεσμων ρομαντικών σχέσεων. 

Επιπλέον, έρευνα που διεξήγαγαν για τη μελέτη της επίδρασης κάποιων παραγόντων (φύλο, πολιτισμικό περιβάλλον και προσωπικότητα) στην τάση για σεξουαλική προσέγγιση ατόμων που βρίσκονται ήδη σε μια ρομαντική σχέση (2004β), έφερε στο φως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Πιο αναλυτικά, προέκυψε ότι οι άνδρες παρουσιάζουν πιο συχνά την τάση να προσεγγίζουν σεξουαλικά άτομα που είναι δεσμευμένα, ωστόσο οι παραπάνω διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα μειώνονται σε περιοχές όπου μειώνεται και το κοινωνικό χάσμα ανάμεσά τους (gender egalitarian regions). Επιπροσθέτως, από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι το φύλο, το πολιτισμικό περιβάλλον και η προσωπικότητα παρουσιάζουν παγκοσμίως συσχέτιση με τη συγκεκριμένη σεξουαλική συμπεριφορά (mate poaching).

Τέλος, οι Schmitt, Alcalay, Allik, Agletter, Ault, Austers και συν. (2004α) θέλησαν επίσης να ερευνήσουν κατά πόσο το μοντέλο των τεσσάρων κατηγοριών προσκόλλησης, που σχετίζεται με τα τέσσερα μοντέλα εσωτερικής λειτουργίας, επαληθεύεται παγκοσμίως. Μέσα, λοιπόν, από τη διαπολιτισμική έρευνα που πραγματοποίησαν προέκυψε ότι το στυλ προσκόλλησης που επιλέγει το άτομο συσχετίζεται σαφώς με το κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον. 

Όλα τα προαναφερθέντα παρουσιάζουν κάποια βασικά στοιχεία των θεωριών που εξετάζουν την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά, με κύριο στόχο μέσα από τη συγκεκριμένη παρουσίαση να αναδειχθεί το θεωρητικό εκείνο πλαίσιο που καθίσταται απαραίτητο για την μετέπειτα εξέταση των κοινωνιολογικών παραγόντων. Επιπλέον, τα ερευνητικά στοιχεία που παρατέθηκαν και αφορούσαν σε κάποια από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης σεξουαλικής δραστηριότητας του ανθρώπου, αποτελούν το γενικότερο πλαίσιο, σε συνάρτηση με το οποίο μπορούν να μελετηθούν πιο εξειδικευμένες έρευνες που θα παρουσιαστούν σε επόμενα κεφάλαια. 


Πηγή: 
Απόσπασμα από την
 
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
της Μοσχοβάκου Ναυσικάς
με τίτλο
« Ψυχοκοινωνιολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις στάσεις σεξουαλικής συμπεριφοράς του ατόμου»
πίνακας:

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ρατσισμός: Αίτια – Συνέπειες

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΜΟΣ

Η Γονεϊκότητα