H ηθική
στην ψυχολογία
και την εκπαίδευση
Μαρία Πλατσίδου
Ένα από τα μέγιστα επιτεύγματα της διαδικασίας κοινωνικοποίησης ενός ατόμου είναι η ικανότητα να διαμορφώνει τη συμπεριφορά του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει (Bandura, 1991. Kochanska, 1993). Η κατάκτηση αυτή βασίζεται, εν μέρει, στην ικανότητά του να καταλαβαίνει και να αξιολογεί ηθικά όχι μόνο τη δική του συμπεριφορά αλλά και των άλλων. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της ηθικής αναφέρεται σε ένα σύστημα αξιολόγησης των ανθρωπίνων πράξεων, δηλαδή τι είναι καλό και τι κακό, χρήσιμο ή όχι, αποδεκτό ή κατακριτέο, ηθικό ή ανήθικο (με όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις), και εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο κάποιος κατανοεί, υιοθετεί και σέβεται τους συγκεκριμένους κοινωνικούς κανόνες και ηθικές αξίες (Hayes, 1994). Η ανάπτυξη της ηθικής αποτελεί βασικό πυρήνα και στόχο της διαδικασίας κοινωνικοποίησης του παιδιού και δε σχετίζεται αναγκαστικά με ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό ή πολιτικό σύστημα αξιών.
Η Ψυχολογία της ηθικής (moral psychology) διερευνά πώς οι άνθρωποι διαμορφώνουν ηθικές έννοιες και πεποιθήσεις, πώς λαμβάνουν και εκτελούν αποφάσεις σε θέματα ηθικής, πώς αναπτύσσεται η ηθική σκέψη και τι επηρεάζει αυτή την ανάπτυξη. Τούτη αποτελεί τη γνωστική πλευρά της ηθικής ανάπτυξης και έχει μελετηθεί από κορυφαίους ψυχολόγους όπως ο Piaget (1932), ο Kohlberg (1984), και οι συνεχιστές τους (Gilligan, 1982. Smetana, 1984. Rest, Narvaez, Thoma, & Bebau, 2000). Η κοινωνική πλευρά της ηθικής ανάπτυξης δίνει έμφαση στην επιρροή των «σημαντικών άλλων» (Bandura, 1991). Θεωρεί, ωστόσο, ότι το παιδί συμμετέχει ενεργά στην απόκτηση και την εσωτερίκευση κοινωνικών πληροφοριών, έτσι ώστε οι ηθικές αρχές και η στάση του να επηρεάζονται από τα μοντέλα συμπεριφοράς ή τις ενισχυτικές μεθόδους, ακόμα και όταν αυτά απουσιάζουν (Kail & Cavanaught, 1996). Εκτός από τις γνωστικές και κοινωνικές, υπάρχουν και οι βιολογικές και κοινωνικοβιολογικές θεωρίες της ηθικής (π.χ., Chomsky, 1972. MacDonald, 1988), που όμως δε συμπεριλαμβάνουν την ψυχολογική έρευνα. Ενώ οι ψυχολόγοι εστιάζουν σε ερωτήσεις όπως «πώς αποκτάται η ηθική» και «πώς διαμορφώνεται», οι κοινωνιοβιολόγοι εστιάζουν σε ερωτήσεις του τύπου «γιατί είναι απαραίτητο για τις ανθρώπινες κοινωνίες να αναπτύξουν ηθικά πρότυπα» (Kail & Cavanaugh, 1996).
Η ηθική εκπαίδευση (moral education) αφορά στο πώς η εκπαίδευση μπορεί να εμπνεύσει, να προτείνει, να προάγει την ανάπτυξη των ηθικών εννοιών, αξιών και συμπεριφορών στα παιδιά (Wilson, 1996). Στόχος της εκπαίδευσης για την ηθική είναι να βοηθήσει τα άτομα να χτίσουν έναν ηθικό χαρακτήρα (moral character). Αυτός είναι ο τύπος χαρακτήρα που έχει την τάση να επιδεικνύει θετική κοινωνική συμπεριφορά, να είναι αλτρουιστής, αγαθοεργός, κτλ. H μελέτη της φύσης και της ανάπτυξης του ηθικού χαρακτήρα βρίσκεται σε επίκαιρη θέση στην ψυχολογική έρευνα εδώ και αρκετές δεκαετίες (Hay, 1994. Peck, Havighurst, Cooper, Lilienthal, & More, 1960).
Η έννοια χαρακτήρας διακρίνεται από τις έννοιες ιδιοσυγκρασία και προσωπικότητα, αφενός, και την ηθική, αφετέρου. Ως προς τις δύο πρώτες, κάποιος μπορεί να είναι φλεγματικός, μελαγχολικός, παρορμητικός, νευρωτικός, εσωστρεφής ή εξωστρεφής. Τέτοιου είδους τυπολογικά χαρακτηριστικά όμως δεν έχουν σχέση με το χαρακτήρα. Μια τυπολογία ηθικού χαρακτήρα που πρότειναν οι Peck & Havighurst (Peck, et al., 1960) περιλαμβάνει πέντε τύπους: τον ανήθικο, το συμφεροντολόγο, το συμμορφούμενο, τον άλογο-ευσυνείδητο και τον έλλογο-αλτρουιστή. Η έννοια της ηθικής, από την άλλη, εμπεριέχει τη συμμόρφωση με τις επικρατούσες ηθικές και κοινωνικές νόρμες, στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο ηθικός χαρακτήρας, αν και σχετίζεται με την ηθική, δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την εφαρμογή της συμμόρφωσης. Πρόκειται για μια πιο δυναμική και περιεκτική εννοιολογική κατασκευή, όπου οι παράγοντες της βούλησης και της προσωπικής εμπλοκής κατά την επιδίωξη των στόχων παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο (Peck, et al., 1960).
Μερικές διαστάσεις του ηθικού χαρακτήρα που αναπτύσσονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής περιγράφονται ως εξής: ευαισθησία στα αισθήματα και τις ανάγκες των άλλων, συνεργατική μάλλον παρά ανταγωνιστική στάση κατά τη χρήση κοινών πόρων, παροχή φροντίδας σε πληθυσμούς που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες (βρέφη, ηλικιωμένους, ασθενείς, κτλ.), ικανότητες επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων που επιτρέπουν την ομαλή έκβαση προστριβών με τους άλλους, υψηλά στάνταρντς ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης προς τους άλλους ανθρώπους (Hay, 1994).
Μαρία Πλατσίδου, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας*
*Η κ. Πλατσίδου είναι Λέκτορας Παιδαγωγικής Ψυχολογίας του Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
πίνακας: Hernie Matisse
Σχόλια